Νηστεύαμε αυστηρά τη Σαρακοστή. Θά’
λεγα καλύτερα, «μας νήστευαν». Τετάρτη, Παρασκευή ούτε λαδάκι. Ξηροφαγία
καλογερική. Ψωμί, κρεμμύδι, ελιές, λίγο χαλβά, σύκα, καρύδια, στραγάλια, «βρουβιά»
- οι θεόπικροι εκείνοι βολβοί που μετά το ξεπίκρισμά τους είναι θαυμάσιοι -, καμιά
φακή ανάλαδη… Θυμάμαι τη γιαγιά να τρώει ψωμί βρεγμένο σε κρασί.
«Κρασοτριψιάνα…!». Κάποιες χρονιές με καλή παραγωγή μούστου, η μάνα έφτιαχνε
πετιμέζι. Μας το έβαζε στο πιάτο και κάναμε βούτες με το ψωμί. Σκέτη γλύκα.
Κυρίως φαγητό και επιδόρπιο μαζί…
Την είχε κόψει η πείνα τη δεύτερη
αδερφή μου. Ξελιγώθηκε το στομάχι της από τις ελιές και το κρεμμύδι. Τι να
φάει, να την «πιάσει;». Πάει στη φωλιά που γένναγαν οι κότες, βρίσκει κάμποσα
αβγά, 3-4 ήταν κάτι μικρά από πουλάδες πρωτόγεννες, τα βράζει κι ετοιμαζόταν να
τα φάει. Τότε μπαίνει η μάνα.
-Μωρή κακούργα, αβγά τρως; Εδώ δεν
τρώμε λάδι…
-Δεν τα τηγάνισα, μαμά… τα έβρασα…
Εκεί στις αρχές του ’60 το κράτος
εφάρμοσε μια πολιτική βελτίωσης των υποδομών και των συνθηκών διαβίωσης σε
ορεινά και προβληματικά χωριά. Ήταν η «Βασιλική Πρόνοια» που υλοποιούσε το
πρόγραμμα, και ήταν υπό την αιγίδα, λέει, της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης. Ήταν
ένα μεγάλο συνεργείο από άντρες και γυναίκες. Είχε χτίστες, μαραγκούς, μοδίστρα,
νοσοκόμα, κοινωνική λειτουργό. Έφτιαχναν παράθυρα, πόρτες, τζάκια, νεροχύτες,
σκεπές, άνοιξαν βόθρους και έστησαν υπαίθριες τουαλέτες. Η μοδίστρα έραβε κάτι
κοντά παντελονάκια για τα αγόρια και κάτι φορεματάκια-ποδιές με ένα πρόστυχο,
θά’ λεγα, ύφασμα. Τα πορτοπαράθυρα τα έβαφαν με ένα χαρακτηριστικό βαθύ μπλε
χρώμα. Ίσως υπάρχουν ακόμα δείγματα σε παλιά σπίτια.
Το συνεργείο, ήρθε το ’64, έμεινε και
δούλεψε στο χωριό για πάνω από ένα χρόνο. Έμεινε πίσω μια κοπελίτσα, δεν ξέρω τι
ιδιότητα είχε. Μάλλον οικιακής οικονομίας ή κοινωνική λειτουργός. Αυτό που
θυμάμαι είναι πως μας έδειχνε, στα σχολιαρόπαιδα, χειροτεχνίες. Με σύρμα,
σκοινί και ατλακόλ, έφτιαχνε κύκνους, σκυλάκια και άλλα παρόμοια πραγματάκια. Μας
μοίρασε και τεύχη από το περιοδικό «ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΝΙΚΗΝ». Είχε κι ένα χοντρό βιβλίο
Ελληνικής Μυθολογίας που το ζήλευα πολύ. Πρέπει να μας το διάβαζε, δεν θυμάμαι
καλά.
Κάποια βράδια μάζευε τις γυναίκες
στο σχολείο κι εκεί τους έδινε συμβουλές οργάνωσης του νοικοκυριού, φροντίδας των
παιδιών, καθαριότητας, προσωπικής υγιεινής και άλλα συναφή. Όλα αυτά είχαν
μάλλον θετικό αντίκτυπο στο γυναικείο πληθυσμό. Κάτι νέο, σύγχρονο, άκουσαν και
κάτι έμαθαν, η καθεμιά βέβαια με τη δική της ικανότητα πρόσληψης…
Μετά από κάποια συνάντηση ρωτήσανε
τη μακαρίτισσα τώρα πια Γ. Κ.
-Τι μάθατε, θειά, Τι σας είπε;
-Ακούς εκεί… μωρ’ γυναίκες… να
μπανιαριζόμαστε, λέει, γιατί όπου έχουμε τρίχα, έχουμε και τρούπα!...
Στο χωριό μέχρι και τα πρώτα χρόνια
του ’60, οι συνθήκες ζωής ήταν σχεδόν πρωτόγονες. Δεν υπήρχαν δρόμοι και
συγκοινωνία, δεν υπήρχε ηλεκτρικό. Όταν μετά τη διάνοιξη του δρόμου, με
προσωπική εργασία των χωρικών – τον θυμόσαστε το θεσμό της «προσωπικής εργασίας»,
οι παλαιότεροι; - και την ένωση με τα γειτονικά χωριά, άρχισαν να έρχονται και κάποια
αυτοκίνητα, ε, τότε εκπολιτιστήκαμε. Ερχόταν από το Λοντάρι το φορτηγάκι του
Σταθουλόπουλου με είδη παντοπωλείου και εφοδίαζε τα «μαγαζιά» του χωριού. Ερχόταν
από την Καμάρα η Βγενιά με το Θοδωράκη τον Κανέλλο καθώς επίσης και η «ΜΕΛΙΣΣΑ»,
ένα μεγάλο κλειστό αυτοκίνητο, από την Τρίπολη, με «Νεωτερισμούς». Η «ΜΕΛΙΣΣΑ»
έκανε αίσθηση με τον ερχομό της από τη μουσική που έβαζε καθώς πλησίαζε στο
χωριό. Έβαζε κάτι δισκάκια βινυλίου σε πλατό που είχε αμορτισέρ για να
απορροφούνται οι κραδασμοί των παλιόδρομων και με το μεγάφωνό του διαλαλούσε: «στης
Λαρίσης το ποτάμι που το λένε Πηνειό…». Τότε πρωτοακούσαμε αυτό το άσμα καθώς και
άλλα σουξέ της εποχής. Τα «εμπορικά», έτσι αυτοδιαφημίζονταν, εφοδίαζαν τα
νοικοκυριά με τα πάντα σε είδη ρουχισμού και τα κορίτσια με «είδη προικός».
Όταν άνοιξε το Τζιρόρεμμα έρχονταν
και από τη Μεσσηνία αυτοκίνητα που πούλαγαν ντομάτες, πεπόνια και καρπούζια.
Εκείνα τα στρογγυλά τα μαύρα. Και ψάρια καμιά φορά. «…Ολόφρεσκα!». Μαναβική
πούλαγε και ο περίφημος Δήμος από το Δυρράχι. Είχε ένα τρακτέρ με καρότσα .
Αργότερα πήρε φορτηγό.
Μπορείτε να φανταστείτε τι γινόταν
όταν ακούγαμε θόρυβο αυτοκινήτου; Ο αγορόκοσμος τρέχαμε διαλαλώντας:
«αυτοκίνητοοο!!!», «αυτοκίνητοοο!!!». Και κρεμιόμασταν στην καρότσα χωρίς καμιά
αίσθηση κινδύνου.
Ένα-δυό ραδιόφωνα υπήρχαν που λειτουργούσαν
με κάτι τεράστιες εξωτερικές μπαταρίες. Ένα είχε ο Παπαντώνης και ένα ο
Δημητράκης ο Κολοβός του Βαγγέλη. Το αγόρασε δουλεύοντας στη Μεσσηνία, πριν
φύγει για Αυστραλία. Μετά το ’65 όλα τα σπίτια απόκτησαν ραδιόφωνα. Εκείνα τα μπλε
τα πλαστικά. Τα τρανζίστορ ήταν που έφεραν επανάσταση.
Την άνοιξη του ’68 ηλεκτροδοτήθηκε
το χωριό και το ’69 με την διάνοιξη και ασφαλτόστρωση του δρόμου, άνοιξε και
καθημερινή λεωφορειακή γραμμή. Τότε ήταν που έφυγαν και κάποιες οικογένειες για
Αθήνα. Άνοιξε για καλά ο δρόμος…
Το πρώτο βράδυ με ηλεκτρικό ήταν
…δοκιμασία. Πόνεσαν τα μάτια μας από το φως. Στραβωθήκαμε…
Στο ραδιόφωνο ακούγαμε και τη
λειτουργία της Κυριακής από τη Μητρόπολη των Αθηνών. Έψαλε ο Περιστέρης με τον
Τζελά αριστερά. Τελείωσε η λειτουργία στο χωριό και κατεβαίναμε με την (…) για
το σπίτι. Εκεί, στο σπίτι του Νίκου του Κεφάλα ακουγότανε στο ραδιόφωνο η
λειτουργία της Μητρόπολης. Δεν είχε τελειώσει ακόμη.
Λέει η (...) με βεβαιότητα:
-Σε μας, στο σπίτι μας, η λειτουργία
έχει τελειώσει γιατί βάλαμε το ράδιο πρωί-πρωί…!
Στο χωριό μας και το νερό ήταν λίγο.
Οι ανάγκες καλύπτονταν κυρίως από πηγάδια και από το νερό της βρύσης. Κάποιοι
είχαν δικό τους πηγάδι για πόσιμο νερό, αλλά οι πιο πολλοί κάλυπταν τις ανάγκες
τους από το «δημόσιο πηγάδι». Το πηγάδι υπάρχει ακόμη, αλλά είναι ανενεργό.
Άρχισε να μη χρησιμοποιείται από τις αρχές του ’70 όταν το χωριό, με ενέργειες
του Συλλόγου τότε, απόκτησε κεντρικό υδραγωγείο που μάζευε το νερό από το
Βρωμονέρι και τον Αγιάννη. Το πλύσιμο των ρούχων και των σωμάτων γινόταν στη
σκάφη. Πιο παλιά, όταν ο καιρός ήταν καλός, το πλύσιμο των ρούχων, των χοντρών
ιδιαίτερα, γινόταν στη βρύση. Η νοικοκυρά «ζαλωνόταν» το καζάνι –το κακάβι- τα
ξύλα για φωτιά, τον «κόπανο» και τα άπλυτα και με τη συνοδεία των παιδιών –
υπήρχε λόγος γι’αυτό – πήγαινε στη βρύση. Εκεί έστηνε το καζάνι, άναβε φωτιά κι
άρχιζε το πλύσιμο, στις πέτρινες κορύτες που ακόμα υπάρχουν, μ’εκείνα τα τεράστια
κομμάτια χειροποίητου σαπουνιού. Αργότερα ήρθε και το ROL. Τα χοντρά ρούχα τα
χτυπούσε με τον «κόπανο». Μετά τα άπλωνε στις φράχτες για να στεγνώσουν. Μόλις
τελείωνε με τα ρούχα, άρπαζε ένα-ένα τα παιδιά και τους έριχνε ένα …λούσιμο.
Όποιο δυσανασχετούσε…ε!, και τις «άρπαζε» και το λούσιμο δεν το γλύτωνε. Εγώ
πάντως για να «τιμωρήσω» τη μάνα μου για τη δοκιμασία που μου επέβαλε, πήγαινα
κι έριχνα…χώμα στο κεφάλι. Ειδικά όταν μου έκανε…ολικό πλύσιμο στη σκάφη, ε,
τότε κυλιόμουνα κυριολεκτικά στο…χώμα.
Το μπάνιο στη σκάφη, κακά τα ψέματα,
ήταν δοκιμασία. Το καλοκαίρι, εντάξει, φανταστείτε όμως να σε πλένουν καταχείμωνο
κοντά στο τζάκι. Ανατριχίλα!...Εκείνα τα Σαββατόβραδα, η…απειλή του μπανιαρίσματος,
του λουσίματος έστω, ήταν εφιάλτης. Ο πατέρας μου για να με πείσει πρόβαλε το
συντριπτικό επιχείρημα:
-Λούσου τώρα για να γλιτώσεις το
πρωί το… νίψιμο!...
Οι γονείς μας – οι άντρες κυρίως - στην
καλύτερη περίπτωση είχαν δεχτεί μια στοιχειώδη εκπαίδευση. Λίγες μανάδες μας
ήξεραν να «ζωγραφίζουν» το όνομά τους. Κάπως έτσι και χειρότερα, οι παππούδες κι
οι γιαγιάδες.. Η γιαγιά, ας πούμε, η Ελένη Μητροπούλου, η Καραῒσκαινα, ήταν τελείως
αστοιχείωτη. Ο παππούλης δοκίμασε να της μάθει να βάζει την υπογραφή της έστω, μα
δεν κατάφερε και πολλά πράγματα. Επέμενε το Μ να το γράφει σαν W. Είχε όμως ένα μυαλό
ξουράφι. Έκανε από μνήμης εκπληκτικούς υπολογισμούς και είχε άποψη για τα πάντα.
Ο γέρος είχε πολεμήσει στους Βαλκανικούς, αλλά εκείνη πίστευε πως γνώριζε καλύτερα
για το Μπιζάνι, το Σαραντάπορο, τη μάχη του Σκρα… Μάχη…Αισχρά, την έλεγε! Ο
γέρος ευχαριστιόταν να αφηγείται για τους πολέμους, αλλά με δυσκολία και με
κενά μνήμης πολλές φορές.
-Λοιπόν, εκεί που λες… βαράγανε τα
κανόνια…και…χίλιες φορές…
Η γριά κάθε φορά τον…διόρθωνε.
-Γέρο, δεν τα λες καλά…
Δεν άντεξε μια φορά ο γέρο Καραΐσκος.
-Χάιντε, ρε γριά, πες τα καλύτερα
εσύ που πολέμησες…
Ήρθε καιρός να πάει το παλληκάρι της
Μ… στο στρατό. Πέρασε τη βασική του εκπαίδευση και πήρε τη μετάθεσή του για
μονάδα στον Έβρο. Δεν το χώραγε το μυαλό της μάνας.
-Μωρ’ Γιαννούλα πού νά ’ναι ’κείνο το Νεύρο που στείλανε το παιδί;…
Από τον Π.Β.Κ
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή