ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ - 4


Οι σχολικές γιορτές ήταν πολιτιστικές εκδηλώσεις πρώτου μεγέθους για την απομονωμένη κοινωνία του χωριού. Λειτουργούσαν σαν ψυχοθεραπεία για τα παιδιά αλλά και για τους μεγάλους. Ο δάσκαλος με τις επιλογές του έπαιζε σημαντικότατο ρόλο. Τα ποιήματα και τα σκετς κατά την εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου και στις εξετάσεις στο τέλος της χρονιάς ήταν σημαντικότατος θεσμός.
Από τα μέσα του Φλεβάρη άρχιζε η «πίεση» στο δάσκαλο.
-Κύριε, πότε θα μας βάλουτε τα …πήματα;
Κι ερχόταν η μεγάλη μέρα. Το πρωί εν πομπή και παρατάξει, με επικεφαλής τη σημαία, πηγαίναμε για τον εκκλησιασμό και τη δοξολογία. Ακολουθούσε κατάθεση στεφάνου και στη συνέχεια η γιορτή. Στα ποιήματα και σκετς της εθνικής γιορτής κυριαρχούσε το εθνοκεντρικό χρώμα, όπως απαιτούσε το κλίμα και οι συνθήκες της εποχής εκείνης. Φανταστείτε ότι τα αγόρια παρουσιαζόμασταν με χακί στρατιωτικά ρούχα - που χώραγαν μέσα τρία παιδιά - και…όπλα. Κανονικά όπλα. Τα Μ1. Τον εξοπλισμό μάς τον εξασφάλιζαν οι γονείς που ήταν και οπλίτες των ΤΕΑ (Τάγματα Εθνικής Αμύνης) που υπήρχαν τότε σ’ όλα τα χωριά. Εγώ κάποιες φορές έκανα τον …παπά, με ράσο του μακαρίτη του Παπαντώνη, που μού ’πεφτε όμως λίγο… φαρδύ.
Μετά τα ηρωικά ποιήματα, «της πατρίδας μου η σημαία…», «απ’ έξω μαυροφόρ’ απελπισιά…», «ο Ματρόζος», «του Διάκου» κλπ, ακολουθούσαν τα «θεατρικά». «Οι Σουλιώτισσες» ας πούμε είχε μεγάλη επιτυχία. Στο χορό των γυναικών «στη στεριά δε ζει το ψάρι» και τον ηρωικό τους θάνατο, το κλάμα από τους θεατές ήταν ομαδικό. Η κάθαρση ερχόταν με το κωμικό σκετς «ο μάγειρας του λόχου». Άρεσε πολύ και παιζόταν κάθε χρόνο ανελλιπώς. Δυό φανταράκια φιλοσοφούσαν πάνω από το καζάνι με την «τη μοναδική, την ηρωική ελληνική φασολάδα», και το έριχναν στο φαΐ μέχρι που τους έπιανε στα πράσα ο λοχίας με τη ρουμελιώτικη ντοπολαλιά. «Σας έπιασα ζαγάρια…!». Γελούσαν μικροί-μεγάλοι.
Στη γιορτή των εξετάσεων όλα ήταν πιο χαλαρά. Ποιήματα και σκετσάκια πιο καλοκαιρινά και χαρούμενα.
Κάποια χρονιά, η τότε «εθνοσωτήριος» που κυβερνούσε προσπάθησε να επιβάλει σαν εθνική σχολική γιορτή και την επέτειο της 21ης Απριλίου. Όρισε ότι έπρεπε να γίνουν απαγγελίες ποιημάτων κλπ. Ο δάσκαλος, πράγματι, μας έβαλε ένα σκετσάκι και ποιήματα, μας είχε κάνει εντύπωση όμως, ότι δεν κάναμε καμία πρόβα. Καταλάβαμε γιατί. Η «επέτειος» έπεφτε μέσα στις διακοπές του Πάσχα! Σιγά μην έρθει ο δάσκαλος…και μάλιστα ο συγκεκριμένος…! Πήγε η γιορτή στο βρόντο…


Οι εκδρομές κατά τη διάρκεια της χρονιάς ήταν έκρηξη χαράς για το μαθητόκοσμο, γιατί έσπαζαν την καθημερινή ρουτίνα του πρωί - απόγευμα σχολείου.
Δημοφιλής προορισμός ήταν στου «Φλωρά τον κήπο» στα όρια με τον Άκοβο. Εκεί σμίγαμε τα δυο σχολεία Λεπτινίου και Ακόβου. Κυριαρχούσαν τα ομαδικά παιγνίδια – τα πηγαίναμε καλά με τα Ακοβιτάκια – και το κυνήγι της…σαύρας. Τα Λεφτινιωτάκια κυνηγάγαμε «γκουστέρες» και τα Ακοβιτάκια «τσικουρίκλες». Άκου όνομα! Τα πιο μεγάλα παιδιά παίζανε ποδόσφαιρο –κλωτσοσκούφι μάλλον – και εκεί πρωτοάκουσα το θεϊκό: «Ρε είναι μπενάλτι…!».
Τα κορίτσια είχαν τα δικά τους πιο ήσυχα και λιγότερο θορυβώδη παιγνίδια. Κουτσό, το δαχτυλίδι, τη μέλισσα…
Κάποιες χρονιές, την άνοιξη, σμίγαμε όλα τα σχολεία της περιοχής. Λεπτίνι, Άκοβος, Δυρράχι, Πάνω Γιαννέϊκα, Νιχώρι. Μια χρονιά στο Κουτσομύλι, στο Δυρράχι, άλλη χρονιά στις Λάκκες τις δικές μας, άλλη χρονιά στο Σκιαδέικο Πηγάδι, πιο κοντά στα Πάνω Γιαννέικα. Γέμιζε ο τόπος παιδιά. Βούιζε από το παιδομάνι. Σκεφτείτε ότι το Δυρράχι, το κεφαλοχώρι, είχε σχεδόν τόσα παιδιά, όσα είχαν όλα τα άλλα χωριά μαζί.
Στο Κουτσομύλι, οι δάσκαλοι είχαν φροντίσει να ψήσουν ένα σφαχτό για να φάνε. Είχαν και μια νταμιτζάνα κρασί. Για να μην προκαλέσουν τα παιδιά, που τρέχανε τα σάλια μας, έψησαν το ζώο λίγο παράμερα, διακριτικά, και φάγανε και ήπιανε. Εμείς είδαμε τα αποτελέσματα από το φαγοπότι. Ο δάσκαλός μας, ας πάει στη συγχώρεση, είχε ξαπλώσει φαρδύς – πλατύς στο χορτάρι μισοαναίσθητος. Πώς να μας συνοδέψει στην επιστροφή; Πλησίασε η Στέλλα του Λάμπρου, τον άγγιξε στο χέρι, τον σκούντησε,…τίποτε. Δεν αντιδρούσε ο δάσκαλος. – Καλέ, τούτος πέθανε…
Μετά από πολλή ώρα ξύπνησε και …τον συνοδεύσαμε στο χωριό!
Μια άλλη χρονιά, στο Σκιαδέικο πηγάδι, όταν ήτανε να φύγουμε το απόγευμα, μαζευτήκαμε τα σχολεία ξεχωριστά και το κάθε ένα είπαμε ένα τραγουδάκι προσευχής ή αποχαιρετισμού. Είπαν οι άλλοι, είπαμε εμείς το «τα περάσαμ’ όμορφα…», ήρθε και η σειρά των Ακοβιταίων. Και τραγούδησαν…
-Πριν αρχίσεις τη μουρμούρα, στάσου πρώτα να σου πω…!»


Την άνοιξη το χωριό ήταν σε πλήρη δραστηριότητα. Βγαίνοντας σιγά-σιγά από το χειμώνα, οι δουλειές στο χωράφι ή στο αμπέλι έμπαιναν σε άλλη φάση. Μέχρι του Ευαγγελισμού έκαναν τα «όψιμα» οργώματα. Είχαν να σπείρουν και τα ρεβίθια. Αυτήν την εποχή έπρεπε να «βοτανίσουν», να βγάλουν τα ζιζάνια, τα αγριόχορτα από τα χωράφια με το σιτάρι. Δεν υπήρχαν ακόμη τα φυτοφάρμακα που ευκόλυναν μεν, αλλά δηλητηρίασαν το χώμα. Κι έβλεπες κυρίως τις γυναίκες με το σκαλιστήρι, τσακ-τσακ, να μετράνε σκυμμένες σπιθαμή προς σπιθαμή τη γη, με την πλάτη εκτεθειμένη στο ψιλόβροχο ή και στο χιονάκι καμιά φορά. Και να έφτανε η παραγωγή για όλη τη χρονιά…! Ταλαίπωροι άνθρωποι!
Όταν ο καιρός βοηθούσε και ελάφρωνε το χώμα από την υγρασία ετοίμαζαν και τους κήπους τους. Καλό σκάψιμο για να σπάσουν οι «σβώλοι» και ξεχορτάριαζαν. Αυλάκωναν και έβαζαν πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδα. Έσπερναν σπανάκι, σφολίτσι, «μακεδονήσι» (μαϊντανό) και μαρούλια, τα οποία τα μεταφύτευαν αργότερα για να δυναμώσουν. Σκαλίζανε τα κουκιά, σπαρμένα από τον χειμώνα (Νοέμβρη), φτιάχνανε τις αγκινάρες, έβγαζαν δηλαδή τα ξερά και αραίωναν τα φύλλα. Οι αγκινάρες αποτελούσαν και περίφραξη στους «όχτους» των κήπων. Πρέπει να πούμε εδώ πως σπανάκι σπέρνανε και το Νοέμβριο, όχι όμως στον κήπο. Τον σπέρνανε γύρω-γύρω από τους κορμούς των πουρναριών, όπου και το χρώμα ήταν αφράτο και προφυλάσσονταν από το χιόνι και τον πάγο. Εξασφάλιζαν έτσι το …σπανακόρυζό τους. Τελείωνε εκείνο και έσπερναν άλλο, στον κήπο τώρα, την άνοιξη. Ο «δυάζιμος» (δυόσμος) φούντωνε από μόνος του από τους σπόρους που έπεφταν στο χώμα.
Μετά το Πάσχα και πάντοτε με κριτήριο και γνώμονα τον καιρό, ήταν η σειρά για τα κολοκύθια, τα φασολάκια, τις πιπεριές και τις ντομάτες. Για λίπασμα χρησιμοποιούσαν «φουσκί», τη «χωνεμένη» κοπριά των ζώων, άριστο οικολογικό λίπασμα, που είχαν σωριάσει από το φθινόπωρο σε μια άκρη.
Είναι ολοφάνερο πως ένας καλός κήπος ήταν κάτι πολύ σημαντικό για την οικονομία του νοικοκυριού. Εξασφάλιζαν τα λαχανικά τους, τα σκορδοκρέμμυδα, τα κουκιά, τις πατάτες, τα κολοκύθια, τα φασολάκια, τις ντομάτες τους. Τι άρωμα, τι νοστιμιά ήταν εκείνη! Ακούμπαγες τη ντοματιά και έβγαζε τέτοια μυρωδιά… άνοιγες τη ντομάτα με το χέρι και ήταν ζάχαρη αρωματική! Εκεί, κατά το Μάιο, φρέσκα, τρυφερά κουκιά, ωμά αγκινάρια και δροσερά φρέσκα κρεμμυδάκια και σκόρδα ήταν πλήρες γεύμα για πολλούς.
Τα αμπέλια επίσης ήταν άλλη ιστορία. Είχε προηγηθεί, Γενάρη - Φλεβάρη, το κλάδεμα και τώρα ήταν καιρός για το σκάψιμο, για να αφρατέψει και να αναπνεύσει το χώμα. Έσκαβαν πρώτα τις ράχες, τα επικλινή αμπέλια και στη συνέχεια τα αμπέλια που ήταν σε επίπεδο μέρος και κράταγαν υγρασία. Για να στραγγίζει το χώμα και να αεριστεί το μάζευαν σε «κουτρούλια», μικρά βουναλάκια, που τα σκόρπιζαν, χτυπώντας τα με την τσάπα, εκεί κατά τον Απρίλη. Σκληρές δουλειές για σκληροτράχηλους ανθρώπους. Θυμάμαι τον συχωρεμένο Πανάγο Βρότσο, κυρτωμένο από την ..καλοπέραση, να χτυπάει την αξίνα με ένα «Χα!!!» και να χώνεται το σίδερο δέκα πόντους στη γη. Οι δουλειές αυτές γίνονταν την Σαρακοστή, σε περίοδο νηστείας. Και τι έτρωγαν για να αντέξουν τον επίπονο σωματικό κάματο; Κάνα κρεμμύδι, ελιές, ταραμά που έφερνε δίψα. Την έσβηναν με κρασάκι που το είχαν μπόλικο, δόξα τω Θεώ, και δεν έλειπε ποτέ από τον …εξοπλισμό τους.
Διηγιόταν ο Λάμπρος ο Σπυρόπουλος, Θεός ’σχωρέσ’τον: «Είχα το μπουκάλι με το κρασί στη μια άκρη και κάθε φορά που τελείωνα ‘‘έναν έργο’’-μια λωρίδα γης-, ρούφαγα κι από μια δόση».


Ο πολιτισμός στο χωριό, εκεί στις αρχές του ’70, είχε ονοματεπώνυμο. Ήταν η Γεωργία Πετρούλια. Η κα Πετρούλια, η Οma, όπως ήταν γνωστή. Χήρα του Δημήτρη Νικήτα Πετρούλια, αξιωματικού της Χωροφυλακής, βρέθηκε στο χωριό με το εγγονάκι της τον μικρό Δημήτρη. Για κάποιους λόγους, που η ίδια γνώριζε καλύτερα, εγκαταστάθηκε στο χωριό. Πολύγλωσση, με αέρα αριστοκρατικό και κοσμοπολίτικο και με συμπεριφορά ανθρώπου άλλης κουλτούρας, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της στο χωριό. Αναμόρφωσε ένα καλύβι σε βιλίτσα με όμορφη αυλή και δέντρα. Με δικά της έξοδα διαμόρφωσε το σχολείο σε ξενώνα. Τα δωμάτια ήταν πλήρως εξοπλισμένα. Είχε φροντίσει να υπάρχουν ακόμη και βιβλία. Και περιοδικά. Ήταν η εποχή που είχε άνθηση ο εσωτερικός τουρισμός και το χωριό, την περίοδο του Πάσχα και σχεδόν όλο το καλοκαίρι, έσφυζε από κίνηση και ζωή. Ο ξενώνας του χωριού ήταν πάντα γεμάτος.
Μια φορά είχε φέρει στο σπίτι της τρία γατάκια κατάμαυρα. Το ένα το έλεγε Σβαρτς, το άλλο Μπλακ και το τρίτο Νουάρ. (Και τα τρία ονόματα σημαίνουν μαύρο, σε τρεις γλώσσες). Τους είχε φτιάξει και …παλτουδάκια. Της λέει κάποιος:
-Θεία, τι τους φόρεσες; Θα πιαστούν στα κλαριά και θα τα χάσουν!...
…Πράγματι, μετά από λίγες μέρες τα γατάκια έμειναν …γυμνά.

Από τον Π.Β.Κ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου