Πολλές
χρονιές, το χειμώνα, πέρναγαν από το χωριό τσίχλες. Μια φορά μάλιστα ήταν σμήνη
ολόκληρα πουλιών, τόσα πολλά που μαύριζε ο ουρανός. Ο Νικήτας ο Κολοβός, ο
σημερινός Πρόεδρος του χωριού, νεαρός πριν ακόμα πάει στο στρατό, είχε μια
«τσιάγκρα», εκείνο το μονόκαννο εμπροσθογεμές όπλο. Μας παίρνει μια μέρα,
λοιπόν, με το Μίμη τον Κολοβό του Γιώργη του Κουτσικάκου – πιτσιρικάκια εμείς -
και πηγαίνουμε στα «Παλιάμπελα» στο καλύβι τους. Το μοναδικό παράθυρο του
καλυβιού έβλεπε σε μια αχλαδιά στην οποία κάθονταν οι τσίχλες να ξαποστάσουν
από το ταξίδι τους. Γέμιζε ο Νικήτας και μέσα από το παράθυρο πυροβολούσε. Τύχαινε
να πέσουν και δύο πουλιά μαζί. Σταμάτησε η μάχη λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Του
τελείωσαν τα καψούλια…
Ο
μακαρίτης ο Μίμης ο Κολοβός από μικρός το έδειχνε πως θα γινόταν δεινός
κυνηγός. «Το είχε» πραγματικά. Όταν πιτσιρικάδες φτιάχναμε τις «πεταχτάρες», τις
σφεντόνες, εκείνος πετύχαινε και κανένα πουλί. Εγώ άντε και να πετύχαινα κάνα
…τζάμι. Ο μακαρίτης ο Βαγγέλης Κολοβός …ακόμα διεκδικεί αποζημίωση για το τζάμι
του μαγαζιού.
Όταν
πια γίναμε αντράκια και πίναμε και κάνα ποτήρι, έφερνε ο Μίμης το κυνήγι στο
μαγαζί της Εκκλησίας, όταν πλέον το δούλευε ο Νίκος ο Κεφάλας, και στήναμε
φαγοπότι. Άλλες φορές, με παρότρυνση του Γιώργου του Πετρούλια του Γκίτα,
πηγαίναμε στη Σπηλιά, κάτω από τον μεγάλο βράχο, ανάβαμε φωτιά και ψήναμε τα
πουλάκια. Το μπουκάλι με το κρασί δεν έλειπε. Και, μεταξύ μας, φουμάραμε και
κανένα τσιγαράκι.
Σε
κάποιες διακοπές Χριστουγέννων, στα γυμνασιακά μας χρόνια, σμίξαμε οι τρεις
συνομήλικοι Μίμης Κολοβός, Αντώνης Κεφάλας και του λόγου μου και βγήκαμε για κυνήγι.
Ο Μίμης και ο Αντώνης είχαν από ένα φλόμπερ κι εγώ ένα …Καρέλια κασετίνα.
Βγήκαμε στα Βαρκά. Ο Μίμης, συνειδητοποιημένος κυνηγός, ακολουθώντας την
δεοντολογία του κυνηγιού μπήκε με το όπλο του στο λόγγο, ενώ οι άλλοι δύο
αράξαμε κάτω από μια μουριά, ανάψαμε τσιγάρο και …φιλοσοφούσαμε. Η μουριά ήταν
στο πέρασμα πουλιών και κάθε λίγο ερχόταν και μια «στεφανίτσα» και καθόταν στο
δέντρο να ξαποστάσει. Σήκωνε το όπλο ο Αντώνης, μπαμ, κάτω το πουλί. Θα
μαζέψαμε καμιά δεκαπενταριά πουλιά, όταν ήρθε ο Μίμης. Δεν είχε χτυπήσει
τίποτε! Οι τεμπέληδες κερδίσαμε κατά κράτος!… Πάντως το βράδυ ο μεζές ήταν για
όλους.
Σε
κάποιες άλλες Χριστουγεννιάτικες διακοπές αποφασίσαμε να δράσουμε πιο
επαγγελματικά. Τσίχλες πέρναγαν πολλές και ξέραμε ότι κάπου «έπεφταν» για να
«βοσκίσουν». Η λύση ήταν τα αγκίστρια. Παράνομα σίγουρα, αλλά ποιος το
λογάριαζε; Οι Ακοβίτες βγάζανε γερό μεροκάματο μ’ αυτόν τον τρόπο. Εντάξει,
εμείς δεν πηγαίναμε για μεροκάματο, όμως η τσίχλα είναι εξαιρετικός μεζές.
Συγκεντρώσαμε καμιά πενηνταριά αγκίστρια, βγάλαμε από το απόγευμα
σκουληκαντέρες και αχάραγα ανεβήκαμε κατά του Λάμαρη, στρώσαμε τ’ αγκίστρια,
ανάψαμε τσιγαράκι (!) και κρυμμένοι πιο πέρα περιμέναμε.
Αφού
ξημέρωσε για καλά βλέπουμε νέφος από πουλιά να έρχονται. «Λουμώξαμε» για να μην
τα τρομάξουμε, μέχρι που εκείνα ξεγελασμένα από το εύκολο σπαρταριστό φαγητό
άρχισαν να κατεβαίνουν και να τσιμπολογάνε. Μόλις άρχισαν κάποια να χοροπηδάνε
πιασμένα στο αγκίστρι ξετρελαθήκαμε από τη χαρά μας και πεταχτήκαμε πάνω,
τρομάζοντας τα υπόλοιπα.
-
Πιαστήκανε…, εδώ…, κι άλλο…, κι άλλο…εδώ!…
Αν
περιμέναμε λίγο…
Είκοσι
δύο τσίχλες μετρήσαμε συν δυο τρεις κοκκινολαίμηδες. Μόνο που δυσκολευτήκαμε
λίγο στη μοιρασιά!
Τα
χρόνια εκείνα τα παλιά τριγύρναγε στα χωριά ένας διακονιάρης ο Μήτσιος ο
Κουκουλίτσας από τα Τουρκολέικα Ήταν
ένας γραφικός τύπος, που σε κάθε πέρασμά του από το χωριό δημιουργούσε μια
αίσθηση ευφορίας. Δεν τον περιγελούσε ο κόσμος, αντίθετα τον συμμερίζονταν και
τον δέχονταν με συμπάθεια. Φορούσε όλα όσα ρούχα είχε. Δυό παντελόνια, δυό
σακάκια, τρία πουλόβερ… Είχε το σακούλι του, που το γέμιζε με κάθε τι που του
έδιναν. Βοηθητικά έβαζε και στις τσέπες του. Κι έβαζε τα πάντα. Ψωμί, τυρί,
κρεμμύδια, ελιές… Για τα …ζουμερά φαγητά είχε ένα κατσαρολάκι με χερούλι.
Μπορούσε να βάλει μαζί φασολάδα και χυλοπίτες. Μια φορά κουβάλαγε ένα κλουβί με
ένα…κουνέλι μέσα!
Ο
καημένος είχε ένα βάσανο. Τη Βασίλω. Κάποια Βασίλω που του είχε κάψει την
καρδιά. Τον φώναζαν λοιπόν στο μαγαζί να τον κεράσουν ένα κρασί κι ένα τσιγάρο
και να τους διαβάσει το γράμμα που τάχα τού ’στειλε η Βασίλω. Έβγαζε τότε από
κάποια από τις πολλές εσωτερικές του τσέπες ένα χαρτί διπλωμένο, το ξεδίπλωνε
προσεκτικά, σηκωνόταν από την καρέκλα του και με το άφιλτρο τσιγάρο αναμμένο
και κολλημένο στο κάτω χείλι του, έκανε πως διάβαζε με τραγουδιστό τόνο:
-
Βασίλω, Πεπαντή… Βασίλω, Πεπαντή…
…και
καλά, της Υπαπαντής (2 Φλεβάρη) θα αντάμωναν…
Καλή
η Βασίλω, αλλά έπαιζε το μάτι του. Μια φορά που είδε την Μαριώ την
Παμεινώνταινα, που ήτανε αρκετά ευτραφής, σχολίασε:
-
Πολλά πόγια…Μαῒα, πολλά πόγια.!... (πολλά, παχιά, πόδια η Μαρία).
Ένα
παγωμένο χειμωνιάτικο βράδυ γύριζε στο σπίτι από το μαγαζί ο Β.Κ. Μπήκε στην
αυλή, κάνει έτσι και βλέπει μέσα στο …φούρνο έναν άνθρωπο. – Ρε Μήτσιο!…
Το
πρωί η κυρά του είχε φουρνίσει ψωμί κι ο φούρνος κράταγε μέχρι αργά μια
ζεστούλα. Έφτασε βράδυ ο κακομοίρης ο Κουκουλίτσας στο χωριό κι αναζητώντας
κατάλυμα για τη νύχτα ανακάλυψε το ζεστό φούρνο και χώθηκε μέσα.
Τον
λυπήθηκε ο Β., τον πήρε μέσα στο σπίτι και του στρώσανε δίπλα στο παραγώνι. Τη
νύχτα ο Κουκουλίτσας ήθελε προς νερού του. Σηκώθηκε, κατέβηκε στη αυλή, πάτησε
μέσα στις λάσπες, έκανε τη δουλειά του, γύρισε και χώθηκε στα στρωσίδια με τις
καταλασπωμένες αρβύλες.
Μόλις
ξημέρωσε η γυναίκα μάζεψε τα ρούχα, ψέλνοντας τον εξάψαλμο στον άντρα της.
-
Τώρα πάρ’ τα και πέτα τα!…
Η
Γεωργία Πετρούλια, η Oma, άνθρωπος με μεράκι και γούστο, είχε διαμορφώσει πολύ όμορφα την αυλή
της. Με πλακόστρωτους διαδρόμους, δέντρα, λουλούδια, φυτά, ένα τραπεζάκι με
πάγκους, κούνια στο δέντρο και κοντά στην είσοδο είχε βάλει και της είχαν
φτιάξει ένα πηγάδι ψεύτικο, με μαγγάνι, σκοινί και κουβά.
Κάποτε
είχε πάρει εργάτες για κάποιες δουλειές στην αυλή της. Ξεχορτάριασμα, κλάδεμα,
τέτοια πράγματα. Ένας από τούς εργάτες ήταν και ο Πανάγος ο Βρότσος. Λέει στην Oma.
-
Κυρά Γιωργία,
δε μας βγάνεις από φτούνο το πηγάδι λίγο νερό να πιούμε;…
-
Κύριε Παναγιώτη
μου, είναι διακοσμητικό…
-
Δεν πειράζει
και τέτοιο το πίνουμε…
Φιλόξενος και ευγενικός άνθρωπος η Oma, έφτιαξε και φαγητό για τους ανθρώπους της.
Κάθισαν να φάνε. Βλέπει ο Πανάγος το εγγονάκι της τον Δημήτρη να πιάνει το πιρούνι
με το αριστερό και με το δεξί του χέρι το μαχαίρι.
- Κυρά Γιωργία, της λέει, μάθε το παιδί να τρώει με το καλό το χέρι, με
’κείνο που κάνει το σταυρό του… βάρ’ του και καμία!…
Όταν κάθισε η Oma και έκανε το ίδιο… λύθηκε κάθε απορία του Πανάγου.
-
Αμ, εσένα γλέπει
το παιδί…
Από τον Π.Β.Κ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου