ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ - 7 (ΤΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ ΜΑΣ)



Τα διαλείμματα του σχολείου ήταν ευκαιρία για παιγνίδι για τα παιδιά. Εκτός σχολείου οι ευκαιρίες ήταν κάπως περιορισμένες ιδίως για τα κορίτσια, που δεν ήταν και πολύ «καθωσπρέπει» να παίζουν στους δρόμους. Όλοι ακολουθούσαμε το πρόγραμμα της οικογένειας στο χωράφι, στο αμπέλι ή στα ζωντανά, αλλά πάντα βρίσκαμε χρόνο να ξεγλιστρήσουμε για παιγνίδι.
Τα κορίτσια έπαιζαν με τις «κουτσούνες», χειροποίητες κούκλες που έφτιαχναν με χρωματιστά κουρελάκια. Τα δίπλωναν το ένα πάνω στο άλλο, έφτιαχναν ένα προσωπάκι, το έσφιγγαν στο «λαιμό» και η «κουτσούνα» ήταν έτοιμη. Έπαιζαν και τις «κουμπάρες». Γενικά όμως τα κορίτσια εντάσσονταν πιο νωρίς στον κύκλο εργασιών του νοικοκυριού και βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού, μάθαιναν κέντημα, πλέξιμο... Τα αγόρια αντίθετα «χανόμασταν» στους δρόμους.
Στα διαλείμματα του σχολείου, λοιπόν, τα παιγνίδια που κυριαρχούσαν ήταν τα γνωστά που παίζαμε μαζί αγόρια και κορίτσια, όπως κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα, τυφλόμυγα, κολοκυθιά, πινακωτή. Τα κορίτσια έπαιζαν και κουτσό, σκοινάκι, το δαχτυλίδι, τη μέλισσα ή τα πεντόβολα, τα πέντε ισομεγέθη στρογγυλά χαλίκια που τα χτυπούσαν με το ένα χέρι για να τα περάσουν κάτω από την καμάρα που σχημάτιζαν με το άλλο.

Όταν ήταν να τα «βγάλουμε», να δούμε ποιος θα «τα φυλάξει» στο κρυφτό, λέγαμε ένα τραγουδάκι, κάτι σαν το αμπεμπαμπλόμ, το οποίο δεν το ξέραμε. Λέγαμε λοιπόν:
«Μπουφ! Πέντε φούσκες στον αέρα
  μάνα, πατέρα, μπουφ!»
ή
«Άραβος επήγαινε στο βουνό για ξύλα
  στο δρόμο του αντάμωσε έν’ αγριογουρούνι
  το κοίταζε, το κοίταζε και τού ’μοιαζε στη μούρη.
  εγώ, εγώ, εσύ, εσύ, εσύ-θα-τα-φυ-λάς, -ε-σύ!»
Μπάλες δεν είχαμε. Μόνο κάτι σφουγγαρένια τόπια. Μια μπάλα κανονική, δερμάτινη με σαμπρέλα και κορδόνι, όπως ήταν οι μπάλες της εποχής, είχε φέρει ένας νεαρός εργάτης της Βασιλικής Πρόνοιας. Ήταν τόσο άγαρμπο εκείνο το παλληκάρι που της τράβηξε μια κλωτσιά τόσο δυνατή που από την πλατεία η μπάλα πήγε και την ψάχναμε στη …Βρύση!
Άλλο παιγνίδι που παίζαμε από κοινού αγόρια-κορίτσια ήταν το «πεταχτό τόπι». Πιάναμε από ένα πόστο – το «πίτσι» - και κάποιος προσπαθούσε να πετύχει τον παίχτη που έτρεχε να αλλάξει το πόστο του, χωρίς να του πιάσει το τόπι. Αυτό ήταν παιγνίδι μάλλον επηρεασμένο από το Αμερικάνικο baseball και το φέρανε μετανάστες. «Πίτσι», το pitch δεν είναι;
Το «κέντρο», πάλι, ήταν μάλλον αγορίστικο παιγνίδι. Στήναμε μια μικρή πυραμίδα με κομμάτια κεραμιδιού ή επίπεδες πέτρες, χτυπούσαμε με το τόπι να την γκρεμίσουμε και γρήγορα-γρήγορα προσπαθούσαμε να την ξαναστήσουμε. Αν τα καταφέρναμε πριν προλάβει ο άλλος να μας χτυπήσει με το τόπι, «κέντρο!» …φωνάζαμε. Χαμός!...
Αμ, ο «κλίτσικας»; Ήταν το γνωστό ξυλίκι με το οποίο καταπιανόμασταν τα αγόρια. Επικίνδυνο παιγνίδι γιατί το ξύλο, όταν το χτυπούσαμε, έφευγε με ταχύτητα και δύναμη και θα μπορούσε να προκαλέσει τραυματισμούς. Σπάζαμε και κάνα τζάμι!...
Κι όπως συμβαίνει πάντα και παντού, τα αγόρια φωνάζαμε, τσακωνόμασταν, παλεύαμε και βριζόμασταν. Τότε βγαίναν οι μανάδες με κάνα ξύλο στο χέρι κι άρχιζαν τις …ευχές!...
- Αποκορωμένο κι άστοχο …αποκορωμένο ντε!...
- Ασταποβαρεμένο… να σε βαρέσει η γιαστραπή!
- Ασταύρωτο! Ασταύρωτο παιδί!
- Τροχωμένο …θα σε τροχώσω!
- Αχρόνιαγο… χαϊμένο, να σε περιλάβω!…
- …κακός σεληνιασμός να σ’ εύρει!
- Ααχ!... έλεγαν απειλητικά δαγκώνοντας το δάχτυλο. - δε θα’ ρθείς στον κορύτο το βράδυ!;... Θα ιδείς!...
Οι γυναίκες που τα παιδιά τους είχαν μεγαλώσει, ξεχνούσαν, φαίνεται, τα κατορθώματα των δικών τους και σχολίαζαν:
- Παιδιά είν’ ευτούνα που έχουτε;…
Πολλές φορές γυρνάγαμε στο σπίτι σκούζοντας, με αγκώνες και γόνατα «γδαρμένα» και ματωμένα ή και το κεφάλι «ανοιγμένο» από πέτρα. Εκεί για …περίθαλψη, τρώγαμε κι ένα σοπάκι ξύλο! Να βάλουμε μυαλό…


Η σχολική παράσταση «ο μάγειρας του λόχου» πρέπει να είχε επηρεάσει πολύ τις παιδικές ψυχές. Στο μυαλό μας φαίνεται πως ο στρατός είχε ταυτιστεί με το …καζάνι της φασολάδας. Κάναμε λοιπόν τον στρατό παιγνίδι και το στρατόπεδο …«Μαγειρείο»!
Δίπλα στης Σταθάκαινας το καλύβι, πάνω από τη στροφή του δρόμου, εκεί απέναντι από το σημερινό σπίτι των Καλλέργηδων, ήταν ένας βράχος που σχημάτιζε ένα μικρό κοίλωμα. Δεν ήταν ορατό από το δρόμο και όπως ήταν τριγυρισμένο με πουρνάρια ήταν ιδανικό καταφύγιο για τις πολεμικές μας ανησυχίες. Ο βράχος δεν υπάρχει πια. Έπεσε …θύμα, μαζί και το «Μαγειρείο», της διαπλάτυνσης του δρόμου.
Το στρατόπεδο-«Μαγειρείο» είχε οργάνωση …στρατιωτική. «Διοικητής» ήταν ο Γιάννης Κολοβός του Γιώργη του Κουτσικάκου. Είχε διορίσει αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. Δεν θυμάμαι να έμενε κανένας που να ήταν απλός οπλίτης… Με αυτοσχέδια ξύλινα ντουφέκια κυνηγούσαμε φανταστικούς εχθρούς. Είχαμε μάλιστα οργανώσει και …τις διαβιβάσεις. Θυμάμαι το «σήμα» που μας στάλθηκε μια μέρα μετά τη …μάχη. Πάνω στο βράχο ήταν γραμμένο με μολύβι: «ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ! ΚΟΖΑΝΗ»… 


Όταν κλείνανε τα σχολεία για τις διακοπές του καλοκαιριού ήταν χαρά Θεού για την πιτσιρικαρία. Πρώτη μας δουλειά ήταν η εξόρμηση στις μουριές που είχαν μεγάλα ώριμα μούρα. Τις «μούρες». Με τον Μίμη τον Κολοβό πηγαίναμε στη «συκαμνιά» της Φωτούλας του Λια του Σπυρόπουλου για «συκαμνόμουρες». Ήταν κάτι τεράστιες «μούρες» κοκκινοβυσσινί, πεντανόστιμες, που έβαφαν όμως τα χέρια μας, το στόμα, τα ρούχα. Καταπίναμε μαζί και καμιά …μπουρμπούνα.
Με τον μακαρίτη είχαμε συμπράξει στο κυνήγι «τσιντζιριών», γυρνάγαμε, δηλαδή, ντάλα μεσημέρι στα χωράφια να πιάσουμε τζιτζίκια! Δεν λογαριάζαμε ούτε τον ήλιο που έκαιγε, ούτε την ταλαιπωρία. Πηγαίναμε σιγά-σιγά πίσω τους και χραπ! με το χέρι, τα τσακώναμε. Τις πιο πολλές φορές μας …κατούραγαν και έφευγαν. Και τι τα κάναμε; Τα αφήναμε πάλι ελεύθερα.
Ένα μεσημέρι που ήμασταν στη Βρύση για να κυνηγήσουμε «γκουστέρες» κι ο ήλιος έκαιγε, σκεφτήκαμε να δροσιστούμε κάνοντας μπάνιο στη δεξαμενή-γούρνα της βρύσης, εκεί που μάζευαν το νερό για τα ποτίσματα των κήπων. Ιδέα του Μίμη ήταν, που φαίνεται πως τό ’χε ξανακάνει. Πετάμε τα ρούχα μας λοιπόν, αφού ελέγξαμε ότι δεν είναι κανένας εκεί τριγύρω, και τσίτσιδοι σαν τον Αδάμ, μπήκαμε στη γούρνα. Δεν προλάβαμε καλά - καλά να βραχούμε όταν ακούσαμε κουδούνι ζώου από τη Βεργατσούλα. Μπραφ, πεταγόμαστε έξω, αρπάζουμε τα ρούχα κι όπου φύγει-φύγει…


Βγαίναμε τα αγόρια στη «δεμοσιά», στον δημόσιο δρόμο, και καταπιανόμασταν με κάθε είδους παιγνίδια. Αυτοσχεδιάζαμε. Βρίσκαμε ντενεκάκια από κονσέρβες, μπαταρίες από φακούς, γυαλιά από μπουκάλια, κανένα τρύπιο κατσαρόλι, το κάθε τι μπορούσε να γίνει παιγνίδι. Εκτός από το «Μαγειρείο» που ήταν …διαχρονικό και παντός καιρού παιγνίδι, πολύ δημοφιλές ήταν και το «στεφάνι», το τσέρκι των βαρελιών, το οποίο το «κυλάγαμε» με ένα σύρμα κατάλληλα διαμορφωμένο για να το σπρώχνει και τρέχαμε πίσω του ή καβαλάγαμε ένα …καλάμι και τρέχαμε. Ατίθασο αυτό το άλογο!…
Κάποτε παίρναμε μια κλάρα δέντρου πυκνή που τη σέρναμε πίσω μας, απλά για να σηκώνουμε σκόνη. Καμιά φορά ανέβαινε πάνω της κάποιος μικρότερος που τον σέρναμε κι αυτόν. Ο δρόμος είχε μια κοκκινωπή σκόνη σαν πούδρα και όπως καταλαβαίνει κανείς πηγαίναμε στη μάνα μας σαν ..ερυθρόδερμοι.
Το «καρότσι» ήταν επανάσταση στα παιγνίδια μας γιατί αποκτήσαμε …τροχοφόρο. Κόβαμε από ολοστρόγγυλο κορμό δέντρου μία φέτα που με ένα μεγάλο καρφί στο κέντρο γινόταν ρόδα. Τη ρόδα την προσαρμόζαμε σε μια κατασκευή σαν Α κεφαλαίο. Ανέβαινε ένας πάνω στο «καρότσι» κι ο άλλος τον κουβάλαγε. Μετά άλλαζαν οι ρόλοι. Ο ξύλινος τροχός, όμως, είχε το μειονέκτημα ότι με την τριβή στο καρφί φαγωνόταν και μάλιστα όχι ομοιόμορφα. Πρόβλημα μεγάλο! Τη λύση την έδωσε ο επινοητικότατος και εφευρετικότατος Γκίτας ο Μαυρίκης του Τάσιου. Πραγματικός «Κύρος εφευρέτης»! Με ό, τι καταπιανόταν αυτό το παιδί ήταν αριστούργημα. Πήρε λοιπόν ένα μικρό τσέρκι στο οποίο προσάρμοσε μέσα δύο σανιδάκια σταυρωτά, σαν ακτίνες. Έκανε την τρύπα στο κέντρο και αφού την ενίσχυσε με ένα άδειο φυσίγγι (!) πυροβόλου όπλου, πέρασε από εκεί τον άξονα της ρόδας. Ρολς Ρόυς έφτιαξε!...


Από τον Π.Β.Κ.




1 σχόλιο: