ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ - 8 (Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ)




Οι διατροφικές συνήθειες στο χωριό ήταν λίγο πολύ ίδιες όπως σε όλην την Ελληνική επαρχία. Δεν ξέρω πόσο ισορροπημένη ήταν αυτή η διατροφή με τα σημερινά δεδομένα, το σίγουρο είναι πως ήταν απλή και προσανατολισμένη κυρίως σε ό, τι έδινε η γη και η μικρή οικόσιτη κτηνοτροφία.
Κάθε νοικοκυρά ζύμωνε το ψωμί τής οικογένειας στο «σκαφίδι», την ξύλινη σκάφη, και ανάλογα πάντα με τη χωρητικότητα του φούρνου έφτιαχνε μέχρι και δώδεκα καρβέλια. Η ποικιλία του σιταριού που καλλιεργούσαν, το μαυραγάνι, αλεσμένο στους νερόμυλους του Δυρραχίου, έδινε ένα μαύρο, κατάμαυρο, ψωμί που μέχρι να το καταναλώσουν, τα τελευταία καρβέλια είχαν γίνει ξερά, «βήσαλα». Βρέχανε το ψωμί για να μαλακώσει και να φαγωθεί. Όταν, αργότερα, έδιναν το σιτάρι στον «κυλινδρόμυλο» που έκανε αποφλοίωση, το ψωμί …ξάσπρισε.
Στο χωριό, λόγω του υψομέτρου, δεν ευδοκιμούσαν ελαιόδεντρα και το λάδι το προμηθεύονταν δουλεύοντας στους ελαιώνες κυρίως της Μεσσηνίας. Στο φαγητό τους το έριχναν με οικονομία και φειδώ. Ένας, δύο, τρεις γρήγοροι κύκλοι με το «ρογί» - «Άκοβος-Λεπτίνι-Δυρράχι» (!) - ήταν αρκετή ποσότητα. Λίγες ρίζες ελαιοδέντρων βρίσκονταν χαμηλά, από τη Βρύση και κάτω, που αν δεν τις «έκαιγε» ο πάγος έδιναν ελάχιστες, κάτι ψιλές, ελιές. Θυμάμαι την γιαγιά να μαζεύει τις λίγες ελίτσες από ένα-δυό δέντρα που είχαμε στο αμπέλι μας στον Άγιο Βασίλη και να τις «τσακίζει». Τα νοικοκυριά προμηθεύονταν βρώσιμες ελιές, από τη Μεσσηνία κυρίως, για να τις έχουν  στο «κιούπι» τους για τις περιόδους της νηστείας.
Κάθε σπίτι έτρεφε καμιά δεκαριά πάνω-κάτω «γαλάριες» γίδες - λίγοι είχαν μεγαλύτερα κοπάδια μέχρι και πενήντα ή και περισσότερα ζωντανά - και ελάχιστες προβατίνες και με το γάλα τους έφτιαχναν τυρί, «μουτζήθρες» και βούτυρο. Για τους πολλούς, η ποσότητά τους δεν επαρκούσε, όμως είχαν μάθει να διαχειρίζονται τα λιγοστά πράγματα. Το τυρί το έκοβαν σε φέτες, τις «σφέλες», το αλάτιζαν και το διατηρούσαν στα «τουλούμια», ασκιά από επεξεργασμένο δέρμα κατσικιού, που αργότερα τα έφτιαχναν με καραβόπανο. Έριχναν μαζί και γάλα και το τυρί με την γαλακτώδη άρμη ήταν πεντανόστιμο. Όταν πλέον μπορούσαν και προμηθεύονταν τενεκεδένια δοχεία, διατηρούσαν εκεί το τυρί.
Τα «αγριολάχανα», χόρτα του βουνού, τα «ημερολάχανα», λάχανα του κήπου και άλλα λαχανικά όπως σπανάκι και αντίδια είχαν την τιμητική τους, όσο ήταν η εποχή τους. Οι λιγοστές πατάτες που καλλιεργούσαν, βραστές, μαγειρευτές – «μπατακούλες μαγειρευτούλες» έλεγε ο Δημητράκης ο Τσιουμάκης - ή και τηγανητές στο μαυροτήγανο στη φωτιά του τζακιού, καμιά φορά με τη «γλίνα», δηλαδή το λίπος του γουρουνιού, ήταν μέρος της διατροφής τους. Ο τραχανάς επίσης και οι χυλοπίτες, ζυμαρικά που έφτιαχναν το καλοκαίρι, δεν έλειπαν. Ξινό γάλα και αλεύρι που έδινε το μαύρο ψωμί, γίνονταν ζυμάρι που σε μικρά κομμάτια απλωνόταν σε καθαρά σεντόνια και τραπεζομάντιλα για να στεγνώσει τόσο όσο να τρίβεται. Στην συνέχεια το έτριβαν σε ειδικό κόσκινο και γινόταν μικροί ακανόνιστοι κόκκοι που απλώνονταν και πάλι για να ξεραθούν. Αυτή η δουλειά ήθελε το χρόνο της. «Έχουμε απλωμένο τραχανά», δεν λένε; Οι χυλοπίτες πάλι γίνονταν με γάλα, αυγά και αλεύρι. Το ζυμάρι το «άνοιγαν» σε πολύ λεπτά φύλλα, ήθελε επιδέξια χέρια αυτή η δουλειά, και τα άπλωναν σε μεγάλες καθαρές επιφάνειες. Μετά «έκοβαν» τις χυλοπίτες δυό τρεις ή και περισσότερες γυναίκες μαζί, γιατί η δουλειά αυτή ήθελε χέρια. Τις έκοβαν κυρίως σε μικρά τετράγωνα κομματάκια, όσο ένα μικρό νύχι, ή σε μακρόστενες λουρίδες, «μακαρουνωτές». Τις άπλωναν και τις ανακάτευαν συχνά-πυκνά, όπως και τον τραχανά, μέχρι να ξεραθούν τελείως. Τραχανά και χυλοπίτες τα έβαζαν σε πάνινες σακούλες, σαν τις μαξιλαροθήκες, τις έδεναν από πάνω και τις φύλαγαν σε δροσερό μέρος.
Ο τραχανάς μαγειρευόταν σε βραστό νερό και αλάτι, πηχτός, και τον έλεγαν …χαϊδευτικά «ζαμπλαρίκο». Στο τέλος πολλοί έριχναν κομματάκια ξερό ψωμί, μπουκίτσες, και τις έκαιγαν με «γλίνα». Τραχανάς με «κρουτόν»!... Άλλοτε πάλι έριχναν μέσα και καμιά χούφτα χυλοπίτες και σπανιότερα κοκκίνιζαν τον τραχανά με λίγο ντοματοπελτέ. Τις χυλοπίτες τις έκαναν σούπα ή σουρωτές με μυτζήθρα, που πάλι έκαιγαν με λίπος ή λίγο λάδι, τις έκαναν και κοκκινιστές στην κατσαρόλα. Αν βρισκόταν δε και κανένας γεροκόκκορας ή κότα, τότε το φαγητό ήταν γιορτινό, κυριακάτικο. Στο μαγαζί έβρισκαν και μακαρόνια του εμπορίου, τα «ΗΛΙΟΣ», σε ’κείνη την κυλινδρική, χάρτινη συσκευασία, ενώ τα «φκιαχτά μακαρούνια», όπως έχουμε πει σε άλλη ευκαιρία, ήταν παραδοσιακό φαγητό της εβδομάδας της Τυρινής. Ρύζι για το σπανακόρυζο και την αβγοκομμένη σούπα με καμιά γριά κότα, το βρίσκανε κι αυτά στο «μαγαζί». Αντί για «λεϊμόνι» - δεν το έβρισκαν εύκολα - έβαζαν «ξινό» που αγόραζαν από το μαγαζί σε κρυσταλλικά κομματάκια, ενώ αργότερα έφεραν κάτι σαν χυμό λεμονιού σε μπουκαλάκια. Μαγειρεύανε και ένα πιλάφι, καμιά φορά με ξερό χταπόδι, φαγητό της σαρακοστής. «Τι μυρίζει, τι μυρίζει, το χταπόδι με το ρύζι», λέγαμε.
Κατανάλωναν περισσότερο τη φακή και λιγότερο φασόλια. Από τους παλιούς, μάλιστα, ακούγαμε ότι το χωριό μέχρι τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο είχε μεγάλη παραγωγή φακής, φημισμένης και περιζήτητης για την ποιότητά της. Μετά εμφανίστηκε «λύκος» - το γνωστό ζιζάνιο των ψυχανθών – και σταμάτησε εντελώς η καλλιέργεια. Τη φακή την έφτιαχναν με σκόρδο, ρίγανη, λάδι, ξύδι και λίγο αλεύρι για να δέσει το ζουμί. Στις νηστείες δεν έβαζαν λάδι. Κατά τις σαρακοστές, το χειμώνα, έφτιαχναν μία ζύμη από αλεύρι, νερό κι αλάτι και αφού καθάριζαν από τα κάρβουνα και τις πολλές στάχτες ένα μέρος στη φωτιά του τζακιού, έριχναν το ζυμάρι απλωμένο, το σκέπαζαν με τη ζεστή στάχτη και τη θράκα και ψηνόταν. Ήταν η περίφημη «λειψοκουλούρα», ένα άζυμο ψωμί  νοστιμότατο. Κατάπιναν και λίγη στάχτη, αλλά τι πείραζε; Το χειμώνα πάλι, ιδιαίτερα όταν έφερναν το φρέσκο λάδι, έφτιαχναν «κουταλίδες», τηγανίτες, που τις έτρωγαν με λίγη ζάχαρη ή μέλι.
Κάποιοι, λίγοι, στο χωριό είχαν «μελίσσια». Εκεί, χαμηλά στα αμπέλια που ήταν λιγότερο εκτεθειμένα στις κακές καιρικές συνθήκες, στήνανε τα «κουβέλια», τα χειροποίητα ξύλινα σπιτάκια των μελισσών. Αργότερα χρησιμοποίησαν τις κυψέλες του εμπορίου. Η μελισσοκομία, δύσκολη δουλειά, απέφερε ένα μικρό εισόδημα. «Τρυγούσαν» ένα εξαιρετικό μέλι, μείγμα από διάφορα λουλούδια και έλατο, που ιρίδιζε στο φως. Κρατούσαν ελάχιστο για τις δικές τους ανάγκες και το πιο πολύ το πουλούσαν. Για κάποια χρόνια είχαμε συνεταιρικά με το Λια τον Κεφάλα, τον αγροφύλακα, καμιά πενηνταριά κυψέλες στην Πλατάνα. Άλλες χρονιές ήταν καλές, άλλες όχι. Εκείνο που έχει μείνει έντονο στη μνήμη μου είναι, εκτός από τη νοστιμιά του μελιού, οι φορές που γύρισα στο σπίτι με κλεισμένο μάτι ή πρησμένα και κρεμασμένα χείλια από τα τσιμπήματα των μελισσών. (Είχα να αντιμετωπίσω και τη χλεύη της αδερφής που μου τραγούδαγε: - Αχείλι μου μελαχρινό!...)    
Στο χωριό, την άνοιξη έσπερναν «ξερικό» και λίγο αραποσίτι, την «κούκλα». Το λίγο  «κουκλάλευρο» που έπαιρναν το κατανάλωναν σαν χυλό ή μπομπότα. Η γιαγιά η Καλλιρρόη, σε ξεχωριστές στιγμές, έφτιαχνε έναν αραιό χυλό και αφού «ψιχάλιζε» πάνω του μερικούς κόκκους ζάχαρη – είδος πολυτελείας – τον σέρβιρε. Ήταν μια …πρωτόγονη κρέμα. Καλλιεργούσαν και λίγα ρεβίθια, αλλά δεν θυμάμαι να τα μαγειρεύουν. Τα έτρωγαν βραστά ή ψητά σαν στραγάλια.
Άνοιξη και καλοκαίρι, που είχαν γάλα, έφτιαχναν «γαλοκαγιανά». Έβαζαν γάλα στο …τηγάνι και πρόσθεταν αλεύρι μέχρι να πήξει. Όπως και να το κάνουμε, φαντασία και όρεξη υπήρχε.
Ο μπακαλιάρος, το «ψάρι του φτωχού», που το έβρισκαν πάντα σε προσιτή τιμή, ήταν μάλλον κυριακάτικο φαγητό. Τον έκαναν τηγανητό και πολλές φορές έριχναν πάνω …αβγά. Τον χειμώνα, ένα κομμάτι μπακαλιάρου που το έψηναν στη θράκα με το αλάτι του, με λίγο λάδι και, αν έβρισκαν, λίγο «λεϊμόνι» συνόδευε καμιά φορά τα γλυκά, «ήμερα» λάχανα του κήπου. Ο μπακαλιάρος γινόταν και στην κατσαρόλα με κρεμμύδια. Εξελιγμένες συνταγές…
Το κρέας το γεύονταν το Πάσχα και τον Δεκαπενταύγουστο, ενώ τα Χριστούγεννα την έβγαζαν με καμιά κότα. Τύχαινε, μέσα στη χρονιά, να σφάξουν και καμιά στέρφα γίδα ή κανένα αρνί που τα μοιράζονταν, τα αγόραζαν φυσικά, μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση που κάποιος ήθελε κρέας, μπορούσε να το αγοράσει από τον Κεφαλόγιαννη στο Δυρράχι, που ήταν τοπικός χασάπης – κρεοπώλης.
Βέβαια μην ξεχνάμε και το «παστό» χοιρινό κρέας στις λαγήνες. Το έτρωγαν όπως το έβγαζαν από τη λαγήνα μαζί και κανένα κομμάτι λουκάνικο, ή σαν «καγιανά» σε ξεχωριστές στιγμές. Στο αλώνι, ας πούμε, που είχαν «αλωνιάτες», ήταν το κύριο φαγητό. Μη φανταστεί κανείς ότι στο «παστό» ήταν μόνο το ψαχνό κρέας. Ήταν και κάτι κομμάτια από την πέτσα του γουρουνιού με δυο δάχτυλα πάχος, οι «χιόνες». Κι αυτά τα κατανάλωναν σαν …ξερολούκουμα. Και στο «παστό» έκαναν σωστή διαχείριση για να βγάλουν τη χρονιά τους.
Από το μαγαζί αγόραζαν αραιά και που καμιά σαρδέλα παστή ή ρέγγα και τα είχαν για κύριο φαγητό. Ρέγγα τρώγανε στον τρύγο. Στην πραγματικότητα γλύφανε την αρμύρα, τρώγοντας ψωμί και πίνοντας κρασί. Θυμάμαι τον Παμεινώντα τον Σπυρόπουλο, τον Παπή, να ξετρώει γλύφοντας το …κεφάλι της ρέγγας. Αγόραζαν αραιά και που καμιά κονσέρβα με σαρδέλες ή εκείνες – τις ROC - με την σάλτσα, ενώ τη Σαρακοστή αγόραζαν και κανένα καλαμάρι στην κονσέρβα με το … μαυροζούμι..
Το καλοκαίρι, στο θέρο, έτρωγαν γάλα που το άρμεγαν επί τόπου (!) από τις γίδες. Έτριβαν μέσα ψωμί και …ανάβανε τα κουτάλια! Έτρωγαν και σκορδαλιά που συνόδευε τα αντίδια, που σπέρνανε ανάμεσα στα σκόρδα και τα κρεμμύδια. Καλοκαιρινό φαγητό ήταν και το «κολοκυθομαγέρεμα». Λίγες πατάτες φρέσκιες από τον κήπο, αρκετά κολοκύθια, φασολάκια και μπόλικα αρωματικά χόρτα, συνέθεταν ένα αριστουργηματικό σε νοστιμιά και αρώματα έδεσμα. Μαγείρευαν και κολοκυθοκορφάδες, τα τρυφερά βλαστάρια και τους ανθούς κολοκυθιάς. Ο κήπος τούς έδινε και κουκιά, αγκινάρες και κανένα μαρούλι που τα κατανάλωναν ωμά ή μαγειρεμένα. Τις αγκινάρες πολλές φορές τις τηγάνιζαν αλευρωμένες σκέτες ή με αβγά. Το καλοκαίρι, επίσης, έπαιρναν από τον κήπο τους σε μικρές ποσότητες φασολάκια και ντομάτες. Τις πολύ ώριμες τις έκαναν με αβγά στο τηγάνι αλλά επειδή οι νοικοκυρές έκαναν και ντοματοπελτέ για τις ανάγκες της χρονιάς,  αγόραζαν και ντομάτες που έφερνε, από ’κείνα τα χρόνια, ένας από τη Μερόπη της Μεσσηνίας με μία τρίκυκλη μηχανή.
Φύλαγαν στην «κασέλα» και τίποτε ξερά σύκα και καρύδια – τις κοκκόσιες - για το χειμώνα και τις νηστείες, γιατί όλοι είχαν στην ιδιοκτησία τους κάποιες συκιές και καρυδιές. Υπήρχαν και αχλαδιές διαφόρων ποικιλιών - δεν θυμάμαι να τις φροντίζει κανένας - που τα αχλάδια τους τα μοιράζονταν με το …σκουλήκι. Σε κάποια χωράφια, επίσης, – κυριολεκτικά στο πουθενά – υπήρχαν κάτι αχλαδιές που το καλοκαίρι έβγαζαν κάτι τεράστια αχλάδια, τα «θεριστάπιδα», που τα ρίχναμε πετώντας πέτρες. Πώς ευδοκιμούσαν αυτά τα δέντρα χωρίς την οποιαδήποτε φροντίδα και έδιναν τόσο ωραίους καρπούς; Τα μεγαλεία του Θεού! Οι αγκορτσιές – αγριαπιδιές – έδιναν κι αυτές νόστιμα φρούτα, τ’ αγκόρτσα, δημοφιλή σε ανθρώπους και …ζώα. Το καλοκαίρι πάλι βρίσκαμε και τρώγαμε «ζέρντελα», - αγριοδαμάσκηνα; -  που η υπερκατανάλωση απ’ ευθείας από το δέντρο προκαλούσε και κάποιες …κοιλιακές διαταραχές.
Κύριο μαλακτικό αφέψημα στο χωριό ήταν το χαμομήλι, που φύτρωνε άφθονο στην περιοχή, ενώ καφεδάκι για τους μερακλήδες έψηναν στο μαγαζί, έβρισκες όμως και στα σπίτια. Κάποτε, λέει, έφτιαχναν ένα καφεζούμι, έτριβαν μέσα ψωμί και το έτρωγαν σαν γεύμα! Δεν το θυμάμαι αυτό το …φαινόμενο! Δεν το έζησα. Επειδή όμως ο καφές ήταν σχετικά ακριβός, σε πολλά σπίτια χρησιμοποιούσαν ένα υποκατάστατο από καβουρντισμένο και τριμμένο σε σκόνη …ρεβίθι ή κριθάρι (!), το οποίο έβρισκαν στην αγορά. Ένα τέτοιο ζουμί και λίγο ψωμάκι ήταν πρωινό για κάποιους.
Μια φέτα ψωμί αλειμμένη με πελτέ ήταν κολατσιό για τα παιδιά καθώς και το ψωμί βρεγμένο με νερό και ζάχαρη ή ψωμί με λάδι και ζάχαρη. Αν, τώρα, το …μαρκάρισμα που κάναμε στον παππούλη είχε αποτέλεσμα και μας έδινε χαρτζηλικάκι, τίποτε δεκάρες ή κάνα πενηνταράκι, το εξαργυρώναμε σε καραμέλες χύμα, από το κουτί. Αν ποτέ εξασφαλίζαμε δραχμή, τρέχαμε να αγοράσουμε κανένα παστέλι ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Ζευγολατιού Μεσσηνίας - όλο μέλι, γλύκα! - ή μπισκότα, του …άλλου ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ (!) ή σπανιότερα σοκολάτες, εκείνες τις μικρές-μικρές της ΙΟΝ. Βρίσκαμε και «γκαζόζες», πορτοκαλάδες και λεμονάδες στο μπουκάλι. Αυτά όμως ήταν πολυτέλεια. Α, βέβαια, στις αρχές του ’70 δοκιμάσαμε και COCA COLA!
Το κλασικό κέρασμα στο μαγαζί αλλά και στα σπίτια ήταν τα λουκούμια. Τα έφερναν σε κάτι ξύλινα κουτιά και ο μπάρμπα Βαγγέλης τα έκοβε στη μέση, τα τύλιγε με την λουκουμόσκονη και έτσι τα πουλούσε.
«Έλα να …πιούμε ’να λουκούμι…»
…ήταν η συνηθισμένη πρόσκληση για κέρασμα.

Ο γέρο Μήτσιος ο Καραΐσκος ήταν λιτοδίαιτος. Το γεύμα του μπορεί να ήταν ένα κρεμμύδι ψιλοκομμένο στο πιάτο με ελάχιστο λάδι και αλάτι και μια φέτα ψωμί τόσο λεπτή που «ανάμεσά της έβλεπες τη Σπάρτη», έλεγε η γριά του. Ένα κομματάκι τυρί σαν σπιρτόκουτο το προσφάγιζε για μια βδομάδα. Δεν το δάγκωνε. Έξυνε απλά τα δόντια του, έβλεπες τα ίχνη τους, πάνω στο τυρί. Σαν ποντικός. Άλλο «γκουρμέ» πιάτο του παππούλη ήταν το «σκορδοστούμπι». Δυό-τρεις σκελίδες σκόρδο χτυπημένες στο γουδί με αλάτι, ξίδι και ελάχιστο λάδι. Ε..!, μην κάνουμε και σπατάλες. Συμπλήρωνε μια «κάρτα» νερό, ένα κύπελλο του 1/4 του κιλού με όνομα – quarter -  φερμένο από την Αμέρικα που είχε ταξιδέψει, έτριβε μέσα και λίγο ψωμί κι αυτό ήταν. Μόνο στο κρασί δεν έκανε οικονομία. Δεν του έλειπε ποτέ. Χωρίς να το πίνει μαζεμένο, έπινε σε κάθε φάση της μέρας. Είχε το δικό του μπουκάλι που το σκέπαζε με ένα ποτήρι βαλμένο ανάποδα. Όταν, πολύ γέρος, έβγαινε τη βόλτα του με τα άλλα γεροντάκια, ξεκίναγε πίνοντας ένα ποτήρι. Μόλις γύριζε επισφράγιζε την επιστροφή του με άλλο ένα.
Μια φορά η εγγονή του είχε φτιάξει κάποιο κέικ.
- Παππούλη έλα να σου βάλω ένα κομμάτι να φας…
Το παίρνει μπροστά του ο γέρος, πιάνει το αλάτι, (!) το αλατίζει, το τρώει, πίνει κι ένα καλό ποτήρι κρασί κι έφυγε για τη βόλτα του ευχαριστημένος.
Από τον Π.Β.Κ.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου