Κι έφτανε σιγά–σιγά το καλοκαίρι με τις πολλές δουλειές. Άρχιζαν εκεί
κατά το τέλος Μαΐου που οι νοικοκυραίοι έκοβαν τα σανά. Δεν είχαν τριφύλλια,
έσπερναν όμως βρώμη ή κριθάρι που τα προόριζαν για γρασίδια, βοσκή των ζώων και
τώρα ήταν η εποχή που μαζί με την αγριόβρωμη και άλλα αυτοφυή χορτάρια τα
έκοβαν, τα ξέραιναν και τα αποθήκευαν για ζωοτροφή. Πόσες φορές κάτω από τις
χεριές του σανού δεν είχε εγκατασταθεί και κάποιο φίδι! Έπρεπε να έχουν τα
μάτια τους δεκατέσσερα μην τους δαγκώσει. Ανασήκωναν προσεκτικά τον σανό με το
«δραπάνι», έλεγχαν και μετά άπλωναν το χέρι να τον αγγίξουν.
Τώρα ήταν η εποχή που έκοβαν και τους βίκους και τους μετέφεραν στο
αλώνι κι επειδή η εποχή αυτή είχε πολλές βροχές οι ταλαίπωροι τράβαγαν τη νίλα
τους. Έπιανε ξαφνικά βροχή και τρέχανε μικροί-μεγάλοι να σκεπάσουν το αλώνι με
ό,τι διαθέσιμο είχαν για σκέπασμα. Δεν υπήρχε το νάιλον, παρά «λιόπανα»
υφασμένα από ίνες σπάρτου, λινάτσες και κουρελούδες.. Είναι αλήθεια πως το
άγχος της βροχής το είχαν πάντα όσο είχαν δουλειές στο αλώνι.
Αλώνιζαν λοιπόν τον βίκο, τον σώρωναν, τον λίχνιζαν και τον σάκιαζαν. Ο
βίκος είναι ζωοτροφή και τον αγόραζαν έμποροι, όπως κάποτε και το κοτσίρι, ένα
είδος αγριομπίζελου για όσους δεν το ξέρουν. Το χωριό είχε καλή παραγωγή σε
κοτσίρι, ενάμισι με δύο τόνους το κάθε νοικοκυριό, μέχρι που έδωσε μια, ήρθε ο
«λύκος» - ακριβώς όπως και με τη φακή παλιότερα – και η καλλιέργεια σταμάτησε.
Προς τα μέσα Ιουνίου, του «θεριστή», είχαν σειρά τα κριθάρια και η βρώμη
που είχαν σπείρει για τον καρπό τους, άριστη ζωοτροφή. Οι καλαμιές της βρώμης
που δεν είχαν κοπεί πολύ κατά το αλώνισμα – ο καρπός τιναζόταν εύκολα – χρησίμευαν
και για να γεμίσουν, να «φρεσκάρουν», τα στρώματα του ύπνου. Έβγαζαν την παλιά
γέμιση των στρωμάτων και τα γέμιζαν με την φρέσκια.
Ακολουθούσαν τα σιτάρια. Συνήθως των Αγίων Αποστόλων, τέλος Ιουνίου, είχανε
«ντάλα θέρο». Ξεκινούσαν αχάραγα, στις 4-5 το πρωί, γιατί τότε ήταν όλα πιο
δροσερά και η εργασία πιο ευχάριστη. Αν είχε δε φεγγαράδα θέριζαν και τη νύχτα.
Θέριζαν και έκαναν «χερόβολα» και δώδεκα «χερόβολα» μαζί ήταν μια «αγκαλιά». Έδεναν
τις «αγκαλιές» μαζί σε «δεμάτια» με βλαστάρια από «ζελντίνα» - ένα αναρριχιτικό
φυτό - ή βέργες από μουριά και τα μετέφεραν με τα ζώα στο αλώνι, όπου τα έστηναν
όρθια και ένα πάνω στο άλλο – έκαναν θημωνιές - για να σκεπάζονται εύκολα,
γιατί πάντα υπήρχε ο φόβος της βροχής. Αργότερα ακολούθησαν μια πιο πρακτική
και εύκολη μέθοδο, έδεναν τα στάχια σε «λιμάρια». Διάλεγαν τις πιο χλωρές και
εύκαμπτες καλαμιές, τις έπλεκαν με κάποιο τρόπο και μ’ αυτές έδεναν πεντέξι
χερόβολα μαζί. Έτσι φορτώνονταν και μεταφέρονταν πιο εύκολα.
Για να μην χάνουν χρόνο με το πήγαινε-έλα στο χωριό πολλές φορές
έμεναν, διανυκτέρευαν, έξω στα χωράφια και «για να μην τους φαν’ τα φίδια» στο
ύπαιθρο, έκαιγαν λάστιχο, ρόδα αυτοκινήτου ή και «γκάβαλα», τις κοπριές των
μουλαριών. Η μυρουδιά απομάκρυνε τα ερπετά. Το μεσημέρι που κορυφωνόταν η κάψα
του ήλιου άραζαν λίγο στον ίσκιο κάποιου δέντρου, έπαιρναν και κανέναν σύντομο
υπνάκο, μέχρι να πέσει λίγο η ζέστη. Τα παιδιά ακολουθούσαν τους μεγάλους και
βοηθούσαν όπου και όσο μπορούσαν. Περισσότερο πρόσεχαν τα ζώα ή – τα αγόρια -
κυνηγούσαν …τζιτζίκια.
Να πιεί κανένας δροσερό νερό στο χωράφι ήταν πολυτέλεια. Σαν όνειρο έχω
στο μυαλό μου τη «βαρέλα» - μικρό βαρελάκι …πλάτης - με το νερό. Δε θυμάμαι
στάμνες, βίκες. Στα πλαστικά παγούρια που χρησιμοποιήθηκαν κάποτε, το νερό
γινόταν «χλιαμπούτα», βραστό και μύριζε. Δεν πινόταν με τίποτε.
Υπήρχε αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων και τελειώνοντας ο ένας το θέρο
του βοηθούσε τον άλλο, αλλά σίγουρα υπήρχε και πρακτικός λόγος γι’ αυτό. Ήθελαν
να ελευθερωθεί ο τόπος μια ώρα γρηγορότερα ώστε να «ξεβγάζουν» τα ζώα τους, να τ’
αφήνουν δηλαδή ελεύθερα για βοσκή και να έχουν μια φροντίδα λιγότερη. Σ’αυτό
εξυπηρετούσε το γεγονός ότι τα αμπέλια και οι κήποι ήταν σε άλλο σημείο πιο
μακριά.
Όλος ο Ιούλιος ήταν μήνας του αλωνιού. «Αλωνάρη» τον έλεγε ο κόσμος.
Αλώνιζαν με τα μουλάρια ή και τα γαϊδούρια, δεν είχαν ποτέ άλογα στο χωριό, και
συνεργάζονταν πάντα με κάποιον άλλο ή άλλους, τους «αλωνιάτες», με τα ζώα τους.
Οι μεν βοηθούσαν τους δε. Συνεργασία και αλληλεγγύη στην πράξη. Τα ζώα, μέχρι
και πέντε μαζί – ανάλογα με την ποσότητα των σταχιών αλλά και το μέγεθος του
αλωνιού -, γύριζαν γύρω-γύρω, μια δεξιόστροφα και μια αριστερόστροφα,
δεμένα με σκοινί στο «στίχερο» (ή «στοίχερο»;), έναν όρθιο πάσσαλο στο κέντρο
του αλωνιού. Στο κέντρο του αλωνιού ένας, με τη βίτσα στο χέρι, έτρεχε χτυπώντας
στον αέρα και φωνάζοντας παρότρυνε τα ζωντανά να γυρίζουν.
Το σκοινί ξεδιπλωνόταν και τυλιγόταν έτσι ώστε τα ζώα να ποδοπατούν και
να τρίβουν όλη την επιφάνεια των απλωμένων σταχιών. Γύρω-γύρω με τα «δικριάνια»,
μάζευαν τα στάχια που σκορπίζονταν και κατά διαστήματα σταματούσαν το αλώνισμα και κάνοντας
αυλάκι κάθετα προς το «στίχερο» έκαναν το «γύρισμα», ανακάτευαν
και αναποδογύριζαν τα κάτω στρώματα των σταχυών, ώστε να έρχονται τα επάνω
κάτω. Κι
όλα αυτά κάτω από τον καυτό ήλιο με κάτι τεράστια ψάθινα καπέλα, τις
«καπελαδούρες», ή με τη μαντήλα οι γυναίκες, με κάλτσες και μακριά μανίκια για
να αποφεύγουν τα «άγανα», τα μουστάκια των σταχιών, τις «κολλιτσίδες» και τη
σκόνη της τριμμένης καλαμιάς. Κι ο ιδρώτας να τρέχει ποτάμι. Όσο ήταν στα
αλώνια, που ήταν σχετικά κοντά στο χωριό, δροσίζονταν με φρέσκο νεράκι από το
πηγάδι ή τη Βρύση. Η υδροδοσία ήταν δουλειά των μικρών. Κι εγώ σαν μικρότερος
είχα λάβει επίσημα τον τίτλο του …«νεροδίνη».
Όταν το αλώνι είχε «γίνει», είχαν τριφτεί καλά τα στάχια, τα μάζευαν σε
σωρό στο κέντρο του αλωνιού και ακολουθούσε άλλη απαιτητική εργασία, το λίχνισμα.
Περίμεναν πότε θα είναι ευνοϊκός ο αέρας και από την σωστή κατεύθυνση και τότε με
τα «δικριάνια», μεγάλα πιρούνια ξύλινα στην αρχή, αργότερα μεταλλικά - τις
«πιρούνες» - τίναζαν το «άχερο» μαζί με τον καρπό στο αέρα. Ο καρπός σαν πιο
βαρύς έπεφτε και σωρωνόταν σ’ ένα σημείο και το «άχερο» σε άλλο. Όταν τελείωνε
το «λίχνισμα», έκαναν το «φτυάρισμα», δηλαδή πετούσαν τον καρπό στον αέρα με το
φτυάρι, για να καθαρίσει και από τα πιο μικρά «άχερα» και τη σκόνη. Τέλος, πέρναγαν
τον καρπό από ένα μεγάλο κόσκινο με μεγάλες τρύπες, το «δριμόνι», που κράταγε
τα άτριφτα στάχια και τα ξένα σώματα, τον σάκιαζαν και τον μετέφεραν για
αποθήκευση στα κασόνια τους. Τα άτριφτα στάχια, τα «κότσιαλα», τα χτυπούσαν με
ένα ξύλο για να πάρουν και τον τελευταίο κόκκο καρπού και με το «σάρωμα», μια σκούπα
φτιαγμένη από ρείκια καθάριζαν εντελώς το αλώνι. Τα «άχερα», τροφή για τα
γαϊδουρομούλαρα τον χειμώνα, τα κουβάλαγαν με τα λιόπανα και τα αποθήκευαν,
χύμα συνήθως, στο «αχεροκάλυβο». Όσο
τα «γεννήματα» ήταν στο αλώνι εκεί ήταν και το μυαλό των νοικοκυραίων, γι’ αυτό
και καμιά φορά τύχαινε να κοιμηθεί ή να ξαγρυπνήσει κάποιος εκεί, πάνω στ’ «άχερα»,
τυλιγμένος με το λιόπανο. Κλέβανε κάποτε…
Μόλις τελείωναν όλα αυτά «βγάνανε» - ξερίζωναν - τα ρεβίθια, που
σπαρμένα την άνοιξη αργούσαν. Τα ρεβίθια, «χλωρά» ακόμα, ήταν ένα δροσερό κι ευχάριστο
«κολατσιό» στην κάψα του καλοκαιριού. Η αρμύρα που έχει το «κουκούλι» των
ρεβιθιών προστάτευε και από την αφυδάτωση.
Αντιλαμβάνεται κανείς τον αγώνα και την κούραση των ανθρώπων μέχρι να πάρουν
τους πολύτιμους καρπούς και αν αυτό συνδυαστεί με τις μεγάλες καλοκαιρινές
ζέστες, καταλαβαίνει γιατί βγήκε το λαϊκό ρητό «θέρος - τρύγος – πόλεμος», που περιγράφει
τις τρεις – υποτίθεται – μεγαλύτερες, δυσκολότερες και πιο απαιτητικές δραστηριότητες
της ζωής.
Ο Αύγουστος ήταν μήνας πιο χαλαρός. «Αύγουστε, καλέ μου μήνα νά’ σουν
δυο φορές το χρόνο», είναι η γνωστή παροιμία. Τότε μπορούσαν να ετοιμάσουν τα
χωράφια για την επόμενη σπορά, να κόψουν τα κλαριά που μεγάλωναν και έκλειναν
το χωράφι, να ξεχαλικίσουν, να χτίσουν πεσμένους τοίχους και μάντρες. Έβγαζαν
τα φουσκιά από τα κατώγια και τα σώρωναν για να στεγνώσουν. Αύγουστο-Σεπτέμβρη
φύτευαν και τα λάχανά τους στον κήπο. Κόβανε τα ξύλα για το χειμώνα και με το
μουλάρι ή το γάιδαρο τα κουβαλούσαν στο σπίτι. Μετά τον τρύγο, που ήταν κοντά, άρχιζε
η σπορά και δεν θα είχαν χρόνο.
Ιούλιος
του ’65 με τα περίφημα Ιουλιανά, τους «αποστάτες» και τα επεισόδια στην Αθήνα.
Το χωριό, περιέργως πως, ζούσε κι αυτό με το δικό του τρόπο την ένταση και τα
γεγονότα. Ο κόσμος ήταν στα αλώνια για το «λίχνισμα» κι εκεί μετά το μεσημέρι
ήρθε η είδηση, προφανώς από το ραδιόφωνο του Βαγγέλη του Κολοβού, ότι έπεσε η
κυβέρνηση Παπανδρέου κι αναλαμβάνει Πρωθυπουργός ο Γ. Αθανασιάδης-Νόβας. Ο
πατέρας, κάτω από τον ήσκιο της μουριάς περιμένοντας τον κατάλληλο αέρα για το
λίχνισμα, πήρε μια πέτρινη πλάκα και χαμογελώντας, χάραξε με μια πρόκα το
μήνυμα: «Ζήτω ο Νόβας».
-
Πάρτο, μου λέει, και να το δώσεις
στο μπάρμπα σου το Γιώργη…
Ο
Γιώργης ο Κουτσίκος, στο αλώνι του, καθόταν …στον ήσκιο άλλης μουριάς.
-
Θείε, στο στέλνει ο πατέρας μου…
-
Μμμ, καλά…
Προφανώς
κάτι δεν τους άρεσε…
Ο
πατέρας μου κάπνιζε μανιωδώς. Αγόραζε εκείνα τα χύμα, άφιλτρα τσιγάρα της
κούτας των 100 τεμαχίων, τα έβαζε σε μεταλλική ταμπακιέρα και το καλοκαίρι τα
σκέπαζε με ένα μουρόφυλλο, έτσι έκαναν όλοι, για να μην ξεραίνονται. Τα έκοβε
στη μέση και τα έβαζε σε μία πίπα που την καθάριζε με μια «ραπίνα», μια λεπτή
καλαμιά.
Ήμασταν
στο αλώνι. Μου δίνει ένα πενηνταράκι και μου λέει:
-
Πήγαινε στον παππούλη σου το Βαγγέλη και πάρε μου πέντε τσιγάρα.
Συνήθως
ο μπάρμπα Βαγγέλης ήταν στο μαγαζί του, τύχαινε όμως να λείπει κατά τα
«Παλιάμπελα». Τότε έβγαινα στο «ξάντιο»:
-
Παππούουλη!... έλα να μου δώσεις τσιγάρα!...
Ανταποκρινόταν
αμέσως ο μακαρίτης. – Έρχομαι!… Και μολονότι δυσκίνητος, βασικά λόγω της κήλης
του, ανέβαινε ξεφυσώντας στον ανήφορο.
Μετά
από δυό-τρεις ώρες νά σου τον πάλι ο πατέρας. – Πήγαινε να μου πάρεις πέντε
τσιγάρα…
Αυτό
γινόταν όλη μέρα. Ο μπάρμπα Βαγγέλης ήταν πάντα εκεί πρόθυμος, εγώ δεν ήμουν.
-
Βαρέθηκα, δεν ξαναπάω. Γιατί δεν
παίρνεις πιο πολλά, να έχεις και να μη με στέλνεις συνέχεια;
-
Για να μην καπινίζω …πολλά!...
Τελειώσανε
το αλώνισμα με τον Παπή (Παμεινώντα) Σπυρόπουλο, που ήταν «αλωνιάτης» με το
μουλάρι του, και πήγανε στο σπίτι για να τσιμπήσουν κάτι. Η μάνα μου είχε
φτιάσει έναν καγιανά παχύ-παχύ, ντοματοσαλάτα με άρμη από τουλουμοτύρι και
κρασί. Πολύ κρασί. Άδειασε το μπουκάλι και πάει η μεγάλη μου αδερφή να το πάρει
για να το ξαναγεμίσει. Το αρπάζει τότε ο Παπής αλαφιασμένος νομίζοντας ότι τους
παίρνει το κρασί.
-
Απ! Μη μου άπτου στο μπουκάλι!…
Από τον
Π.Β.Κ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου