ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ – 10 (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ ΠΙΝΕΛΙΕΣ)



Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, λίγο πριν τις «Εξετάσεις», τα τελικά γραπτά διαγωνίσματα στα οποία πέρναμε μέρος από την Τρίτη Δημοτικού και την γιορτή με τα σκετς, τα τραγουδάκια και τα ποιήματα, ήταν θεσμοθετημένη και μια άλλη δραστηριότητα, αθλητικής φύσεως αυτή τη φορά, οι «γυμναστικές επιδείξεις». «Νοῦς ὑγιὴς ἐν σώματι ὑγιεῖ»…ε;!!
Για να υπάρχει ανταγωνισμός, κίνητρο και ενδιαφέρον για τα παιδιά και τους θεατές οι «επιδείξεις» αυτές γίνονταν με την συμμετοχή αρκετών Σχολείων μαζί. Μαζευόμασταν στο Δυρράχι συνήθως, αλλά κάποια χρονιά μάς πήγαν στο Λοντάρι. Τα αγωνίσματα ήταν η σκυταλοδρομία, τα άλματα «εἰς μῆκος», «εἰς ὕψος» και «τριπλοῦν» καθώς και αγώνας ταχύτητας μάλλον 60 μέτρων. Α, δεν θυμάμαι …τσουβαλοδρομίες και άλλα τέτοια ευγενή αθλήματα! Ο αγωνιστικός χώρος ήταν συνήθως ένα …χωράφι, από το οποίο είχαν βγάλει τις πολλές πέτρες και τ’ αγκάθια. Υπήρχε ένα υποτυπώδες σκάμα και γραμμές με ασβέστη. Μπλε παντελονάκι και φανελάκι άσπρο ήταν η περιβολή μας και, φυσικά, ό,τι παπούτσια είχαμε. Τα κορίτσια φορούσαν κάτι …φουφούλες. Μη φανταστεί κανείς ότι κάναμε καμιά ιδιαίτερη προπόνηση και προετοιμασία, αλλά υποτυπωδώς ο δάσκαλος μας έλεγε τι θα κάνουμε και πώς και καθόριζε σε ποιο αγώνισμα θα έπαιρνε μέρος το κάθε παιδί. Εκεί, ένας εκπρόσωπος της «Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως» από την Τρίπολη στεφάνωνε τους νικητές με στεφάνι από…κισσό και απένεμε διπλώματα: «πονέμεται τ παρν ες τν (τάδε) στις κατήγαγε πρώτην (δευτέραν ἢ τρίτην) νίκην εἰς τὸ ἀγώνισμα…. κατὰ τὰς μαθητικὰς γυμναστικὰς ἐπιδείξεις…» κλπ. Επισημότητες!...
Πήγαινα στην Τρίτη τάξη όταν πήρα μέρος στο …«λμα ες ψος». Μαζευτήκαμε στο Δυρράχι. Τέντωσαν ένα σκοινί στα 50 ή 60 εκατοστά (!) και με «ψαλιδάκι» θα προσπαθούσαμε να το υπερπηδήσουμε. Ο κύριος ανταγωνιστής ήταν ένας Ακοβίτης της έκτης τάξης, ένα «ντερέκι» μέχρι ’κει πάνου διπλάσιος από μένα στο ύψος. Έκανε έτσι με τα κανιά του, χωρίς φόρα, …καβάλησε και πέρασε το σκοινί. …και φυσικά στεφανώθηκε!…

Από τα πρώτα χρόνια του ’60 οι «ξενιτεμένοι» άρχισαν δειλά δειλά να έρχονται στο χωριό για τις διακοπές τους. Ο Χαρίλαος Σπυρόπουλος ήταν ένας απ’ αυτούς που παραθέριζε με την οικογένειά του στο χωριό από εκείνα τα χρόνια. Ο Νίκος, το αγόρι της οικογένειας, έφερνε στους …ιθαγενείς εκτός από τον αέρα της πόλης κι άλλα εξωτικά πράγματα που σπανίζανε στο χωριό, όπως κόμικς, παραμύθια - «ΕΚΔΟΣΙΣ ΑΓΚΥΡΑΣ» - και άλλα παιδικά περιοδικά της εποχής. Μαζευόμαστε η μαρίδα κοντά στο σπίτι που μένανε, το πατρικό της οικογένειας, και περιμέναμε το Νίκο να βγει. Έβγαινε ο Νίκος, λοιπόν, στην πόρτα κρατώντας το «ΓΚΑΟΥΡ – ΤΑΡΖΑΝ» - περιοδικό της εποχής - και κάνοντας χορευτική κίνηση με το περιοδικό στα χέρια έλεγε με ρυθμό:
- Γκαούρ – Ταρζάν, Γκαούρ – Ταρζάν!…
Και λικνιζότανε πέρα-δώθε. Εμείς βλέπαμε με γουρλωμένα μάτια. Ανυπομονούσαμε να διαβάσουμε τις περιπέτειες του Ποκοπίκο, της Χουχούς και της «πανώριας» Ταταμπού!...



Λόγω συγγένειας είχαμε μια πιο στενή επαφή με το Νίκο. Είμαστε σύντροφοι στο παιγνίδι, αλλά στις ζαβολιές ήταν …καλύτερος.
Έναν Σεπτέμβρη, - μένανε στο χωριό μέχρι σχεδόν ν’ ανοίξουν τα σχολεία, που τότε άνοιγαν μετά του Σταυρού - είχαμε πάει στο χωράφι μας στη Σπηλιά για σύκα. Υπήρχαν εκεί δύο τεράστιες συκιές με τα πιο μεγάλα και νόστιμα σύκα της περιοχής. Οι συκιές κάθε χρόνο ήταν κατάφορτες, αλλά τα πιο πολλά σύκα τα έτρωγαν οι τσοπάνηδες απ’ το Δυρράχι.
Στην παρέα ήταν κι ο Ζαχαρίας, συγγενής των Σπυροπουλαίων. Ο Ζαχαρίας, μεγαλύτερος από μας, κρεμιόταν κι έκανε μονόζυγο και κωλοτούμπες – «ψαράκι» - σε ένα κλαδί της συκιάς. Σώνει και καλά να κάνει κι ο Νίκος. Η μακαρίτισσα η Δώρα, η μάνα του, μια ευγενική γυναίκα, δεν του το επέτρεπε από φόβο μην πέσει και τραυματιστεί.
- Θα κάνω…
- Όχι σου είπα, δε θα κάνεις, θα πέσεις και θα …λιανιστείς…
Τσαντισμένος και φουρκισμένος ο Νίκος, κλατς!, πατάει με δύναμη σε μια τσάντα γεμάτη σύκα και φεύγει τρέχοντας προς το δρόμο.
Έξω φρενών η καημένη η μάνα του. - Α, ρε Λαγκαδιανέ διάβολε!...

Το καλοκαίρι, μετά το θερισμό που τα χωράφια ήταν ελεύθερα, συνηθίζανε στο χωριό να «ξεβγάνουν» τα ζώα τους, «χοντρικά» και «λιανά», να τ’ αφήνουν δηλαδή ελεύθερα για βοσκή. Τα ζώα έβοσκαν και το απόγευμα, σαν προγραμματισμένα, γύριζαν μόνα τους κοντά στο χωριό. Εκεί τα περιμέναμε να τα οδηγήσουμε για «πότισμα» στη Βρύση και στάβλισμα. Σπάνια ξεστράτιζαν τα ζωντανά και έφευγαν εκτός των ορίων του χωριού. Τα γίδια γνωρίζονταν μεταξύ τους και δεν χώριζαν από την ομάδα τους ούτε μπλέκονταν με άλλα, γνώριζαν και το χώρο τους, το κατώι τους. Μπορούσαν μάλιστα μόνα τους να επιστρέψουν και να βελάζουν περιμένοντας να τους ανοίξεις την πόρτα να μπουν. Εκεί, λοιπόν, κοντά στου Λάμπρου τ’ αλώνι, μαζευόμασταν κορίτσια-αγόρια περιμένοντας τα ζωντανά. Επικρατούσε πανζουρλισμός. Παιγνίδια, γέλια, φωνές, χαμός. Ξένοιαστα χρόνια!…
Μια φορά, αφού «μάζεψα» τον γάιδαρό μας, τον Κρίτση, ένα μεγαλόσωμο, ολίγον τεμπέλικο ζωντανό και τη Μούλα, ένα γέρικο θηλυκό μουλάρι που είχαμε, τα πήγαινα προς τη Βρύση για πότισμα. Σιγοτραγουδούσα ξένοιαστος καβάλα στον γάιδαρο, που κι αυτός περπατούσε μηχανικά με τ’ αυτιά κατεβασμένα, ενώ το μουλάρι ακολουθούσε. Με είδε ο Νίκος και είχε τη φαεινή ιδέα να κρυφτεί κάτω από το «γιοφύρι του Αγιοθανάση» για να μας τρομάξει. Μόλις φτάσαμε με το γάιδαρο στη μέση του γεφυριού, πετάγεται ο Νίκος με ένα Γκχχ! κι ένα σκούξιμο. Τρομάζει ο γάιδαρος και αλαφιασμένος δίνει ένα σάλτο μπροστά ενώ εγώ βρίσκομαι κάτω με την πλάτη, εκατοστά πριν το χείλος του γεφυριού. Από κάτω ήταν πέτρες και κοτρώνια.
Τρομαγμένος κι ο Νίκος που δεν περίμενε τέτοια εξέλιξη, αφού είδε πως δεν είχα πάθει τίποτε, άρχισε να εξηγεί:
- Εσύ δε μού ’λεγες πως τα γαϊδουράκια είναι ήσυχα και υπομονετικά ζώα και πως κι ο Χριστός γαϊδουράκι καβάλησε;…

Ένα καλοκαίρι σκεφτήκαμε να κάνουμε τους καουμπόηδες και να διαγωνιστούμε ποιός θα φτάσει πρώτος στη Βρύση για το πότισμα των μουλαριών. Πηγαίνοντας, λοιπόν, να «μαζέψω» το γάιδαρο και τη Μούλα, έπαιρνα τα καπίστρια τους κι ένα κομμάτι από υφαντή κόκκινη κουβέρτα που την έριχνα στη ράχη του σαν σέλα. Το ζωντανό ήταν τεμπέλικο και το βίαζα χτυπώντας το για να …καλπάσει. Αρχικά τα ψιλοκατάφερνα και πήγαινα πρώτος στο νερό, ενώ οι άλλοι πιο ερασιτέχνες με ακολουθούσαν.
Ο γάιδαρος μπορεί να ήταν τεμπέλης, αλλά δεν ήταν χαζός. Επειδή το ταλαιπωρούσα το ζωντανό, πιστεύοντας ότι θα το κάνω …άλογο, μόλις με έβλεπε από μακριά με την κόκκινη κουβέρτα το έβαζε στα πόδια κλωτσώντας στον αέρα, γκαρίζοντας και …κλάνοντας! Μαζί του παρέσυρε και τη Μούλα και μου έβγαινε τη γλώσσα μέχρι να τα πιάσω. Μετά ακολουθούσε η …γαϊδουρομουλαροδρομία. Ο Αντώνης ο Κεφάλας με την Ψαριά, ο Μίμης Κολοβός με τον Αράπη, ο Λιας ο Κουμούτσος κι άλλοι περιστασιακοί. Ο Νίκος, ο ξάδερφος, ερχόταν με το μουλάρι του Λια του Σπυρόπουλου, του Λιάκου. Στην αρχή έτρωγε τη σκόνη του γαϊδάρου, γρήγορα όμως πήρε κι αυτός κεφάλι γιατί εξοικειώθηκε με το μουλάρι που ήταν σαφώς πιο γρήγορο. Στο τέλος πέρναγαν μπροστά όλοι κι ο γάιδαρος έμενε τελευταίος…
Για να του δώσω …γκάζια σκέφτηκα κάποτε, βλακωδώς, να πάρω μια χούφτα …αλογόμυγες από το μουλάρι και να του τις αμολύσω για να τρέξει. Ήξερα ότι τα γαϊδούρια δέχονται τα πάντα εκτός από αλογόμυγες, παρά ταύτα την έκανα την κουτουράδα. Ανεβασμένος στη ράχη του σκύβω και τις αφήνω… Ε, το ζωντανό αφηνιασμένο άρχισε να τρέχει σαν τρελό κλωτσώντας… και μόλις που πρόφτασα να πηδήξω από τη ράχη του!...

Ο Νίκος ήταν και …μηχανικός άριστος. Στην αυλή του σπιτιού που έμεναν είχε φτιάξει έναν καταπληκτικό αυτοκινητόδρομο μινιατούρα. Είχε φτιάξει το οδόστρωμα με μαύρο τσιμέντο, τις διαγραμμίσεις και τις στροφές με προσεγμένη κλίση, κάτι που μου έκανε τότε μεγάλη εντύπωση. Δεν είχαμε εμείς, χωριατόπαιδα, ανάλογες παραστάσεις.
Είχε φτιάξει κι ένα σπιτάκι, εκεί κοντά στη βεράντα τους. Με πόρτες, παράθυρα και ωραία σκεπή με αληθινά κεραμίδια. Σωστό κομψοτέχνημα. Εγώ, εκεί τριγύρω, το χάζευα και το θαύμαζα, αλλά φαίνεται πως ήθελα να ελέγξω τη …στατικότητα του κτίσματος. Κουνάω ένα κεραμίδι …και το σπίτι σωριάζεται με πάταγο. «Λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ κέραμος, ἀτάκτως ἐρριμμένα»!
- Κρατήστε με να μην τον σκοτώσω!..., ωρυόταν ο Νίκος με κατακόκκινα από θυμό μάτια. Πετάγονται οι γυναίκες από μέσα, μαζεμένες εκεί «κόβανε» χυλοπίτες, και τρόμαξαν να τον ηρεμήσουν. Εγώ είχα λακίσει…

Ευαίσθητη ψυχή ο Νίκος και φιλόζωος, έφερε μια φορά από την Αθήνα ένα μικρούλικο, όμορφο και ναζιάρικο…γατάκι. Εμείς είχαμε γάτες στα σπίτια μας, να έχει κι ο Νίκος τη δική του. Πέρασε τ’ απόγευμα, το βράδυ, και το πρωί είδαμε το Νίκο με μάτια πρησμένα από το κλάμα. Τι έγινε ρε παιδιά; Το βράδυ ξάπλωσε να κοιμηθεί με το γατάκι παρέα. Τη νύχτα, κάπως έγινε και το πλάκωσε… Πέθανε το ζώο. Θρήνος και οδυρμός!

Τακτικός παραθεριστής στο χωριό από τους πιο παλιούς ήταν και ο Νίκος ο Κεφάλας, ο Καρούτσος, με την οικογένειά του. Στην αρχή ερχόταν με μια μεγάλη μηχανή με καλάθι και στη συνέχεια με ένα αυτοκίνητο OPEL που το ονόμαζαν …Κίτσο. Ο γιός του ο Γιώργος, συνομήλικος, έμενε στη γιαγιά του, τη γριά Καρούτσαινα, όλο το καλοκαίρι και είχα αναπτύξει μαζί του σχέση πιο …πνευματική. Διηγιόταν ιστορίες από ταινίες που είχε δει, όπως «Ο Ηρακλής και ο Μασίστας», «Ο Ηρακλής κι οι Αμαζόνες», «ο Ταρζάν» και άλλα τέτοια – πρέπει να έφτιαχνε και μόνος του επεισόδια - και κρεμόμουν απ’ τα χείλη του. Στην πλατεία του χωριού μάλιστα μας έπαιζε καραγκιόζη. «Ο καραγκιόζης προφήτης», χωρίς φιγούρες, αλλάζοντας μόνο φωνές! Έκανε και κάνει εκπληκτικές μιμήσεις.
Κάποιο καλοκαίρι μετά από έναν τραυματισμό του στη θάλασσα, ήρθε στο χωριό όπου συνέχιζε μια θεραπεία με ενέσεις. Του τις έκανε ο πατέρας μου κι εγώ πήγαινα από κοντά για να μη χάνω το θέαμα. Ξάπλωναν τον καημένο τον Γιώργο κάτω στο πάτωμα – επιστράτευαν γι’ αυτό και τη θεία του τη Χρυσούλα και τον άντρα της τον Μήτσιο τον Φίλιο, τον Κόπανο - και τσακ! τη ένεση. Έκλαιγε και φώναζε ο καημένος, αλλά ποιός νιώθει τον πόνο του άλλου;

Ο Γιώργος ήταν ήρεμος και διαλεκτικός, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει πως δεν τσακωνόμασταν. Κάποια φορά μάλιστα, μετά από διαφωνία μας, ήρθαμε στα χέρια. Έχοντας την ψευδαίσθηση ότι το Αθηνιωτάκι ήταν του χεριού μου, πήγα να τον αρπάξω και να τον βάλω κάτω με λαβή. Δεν είχα υπολογίσει σωστά, ούτε φανταζόμουν την αντίδρασή του. Σκύβει, που λέτε, ο Γιώργος και σαν το κριάρι μου τραβάει μια κουτουλιά στο στομάχι που μ’ έβγαλε εκτός μάχης με τη μία. Νοκ άουτ!…
Πρέπει να ήταν «σοβαρός» ο λόγος του τσακωμού μας γιατί, όπως ο ίδιος θυμάται, πήγε στη γιαγιά του και της ζήταγε ένα μαχαίρι:
- …δώσε μου το μαχαίρι να τον σφάξω…
(Τελικά, ζούσα …επικινδύνως!. Ο ένας με σκότωνε, ο άλλος με έσφαζε…)
…την άλλη μέρα το πρωί ο ένας έψαχνε τον άλλο για να παίξουμε…

Στο χωριό παραθέρισε με την οικογένειά του, για κάποια χρόνια, και ο Νικήτας Βρότσος του Θανάση, αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας. Ο γιός του ο Δημήτρης, λίγο μεγαλύτερος, ήταν σύντροφος κι αυτός όχι τόσο στο παιγνίδι – ήμαστε «μεγάλοι» πια, γυμνασιόπαιδα – αλλά στις άλλες μας αναζητήσεις… γενικώς!...
Του Δημήτρη του είχε επιβληθεί και ακολουθούσε ένα αυστηρό πρόγραμμα, στρατιωτικό θά ’λεγα. Από το πρωί μέχρι το απομεσήμερο, τα πάντα ήταν ρυθμισμένα με ακρίβεια. Ο πιο πολύς χρόνος του ήταν αφιερωμένος στη μελέτη στο …σπουδαστήριο που ήταν διαμορφωμένο στη βεράντα του σπιτιού τους. Ελεύθερος ήταν μετά το μεσημέρι, το απογευματάκι, και τότε σμίγαμε. Αν είχαμε εξασφαλίσει κάποιο πακέτο τσιγάρα, φεύγαμε και κρυμμένοι στα βράχια εκεί πάνω απ’ του Αρτσιμπίλου, δεν επιστρέφαμε εάν δεν το τελειώναμε πρώτα…
Άλλοτε πάλι, μεγάλη παρέα αγοριών και κοριτσιών κάναμε τις βόλτες μας μέχρι και τα διπλανά χωριά, συζητώντας επί παντός επιστητού. Η ζωή ήταν μπροστά μας και όλη δική μας…
Χαθήκαμε για χρόνια και ξανασμίξαμε ασπρομάλληδες πλέον. Ο Δημήτρης ανώτατος αξιωματικός του στρατού ε.α. Νά ’σαι πάντα καλά φίλε!

Από τον Π.Β.Κ.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου