ΤΟ «ΜΑΓΑΖΙ»
Τα «μαγαζιά» του χωριού, από τα
χρόνια του ’60 και μετά, ήταν τρία. Το μαγαζί που ανήκε στην Εκκλησία και το
υπενοικίαζε όπως και τα άλλα «μαναστηριακά κτήματα», του «Αρεστείρη» και το
άλλο στο Σγουραίικο, το σημερινό σπίτι του Πολύβιου του Σγούρου.
Το μαγαζί της Εκκλησίας για πολλά
χρόνια το λειτούργησε ο μπάρμπα Βαγγέλης Κολοβός. Στη συνέχεια πέρασε κατά
σειρά στον Νίκο Α. Κεφάλα, στον Νικήτα Παπασταθόπουλο, στον Τέλη Μαυρίκη, στον
Γιάννη Κολοβό του παπά, τον «Παπαδόγιαννη», και τέλος στον Νίκο Κουπούζο από
την Καλαμάτα. Το «μαγαζί του Αρεστείρη», του Αριστείδη Σγούρου, όπου ήταν και
το τηλέφωνο του χωριού με την μανιβέλα, - «έλα, Λοντάρι ακούς;» - το
λειτουργούσε ο Γιώργης Kολοβός ο Κουτσίκος, σαν κανονικό μαγαζί
στην αρχή και τα πολλά τελευταία χρόνια μόνο σαν τηλεφωνείο. Όταν ο μπάρμπα
Βαγγέλης Κολοβός αποχώρησε από το μαγαζί της Εκκλησίας, «άνοιξε» μαγαζί στο
Σγουραίικο. Ήταν γεννημένος γι’ αυτή τη δουλειά. Στο μαγαζί του έβρισκες σχεδόν
τα πάντα και είχε εμπορικές ιδέες μπροστά από την εποχή του. Κάποτε έκανε
«προσφορά της εβδομάδας» στις …γκαζόζες. Έγραψε σε μια πινακίδα: «Από σήμερα
και για μία εβδομάδα η γκαζόζα από 1,5 μόνο 1 δρχ». Χαρακτηριστικό του ήταν ότι
πάντα στο δίσκο σερβιρίσματος έβαζε ένα ποτήρι παραπάνω. Το δικό του.
Τα «μαγαζιά» ήταν παντοπωλεία και
καφενεία μαζί και για πολλά χρόνια ήταν χώρος αποκλειστικά των αντρών. Εκεί
μαζεύονταν και πίνοντας το κρασάκι, το ούζο, το «κονιάκο» ή τη μαστίχα τους συζητούσαν
διαφωνώντας ή συμφωνώντας, κοινωνικά, πολιτικά και θέματα τοπικού ή ευρύτερου
ενδιαφέροντος. Εκεί έπαιζαν το τάβλι και τα χαρτάκια τους.
Οι γυναίκες εθιμικά δεν πήγαιναν
εκεί παρά μόνο για να ψωνίσουν, καμιά φορά μόνο πήγαινε κάποια «τσαούσα» και με
φωνές ξεσήκωνε τον άντρα της να «μαζευτεί στο σπίτι» (!) Όταν είχε μείνει πλέον
μόνο το μαγαζί της Εκκλησίας αυτό λειτούργησε για λίγο και σαν ταβέρνα και μαζί
με την πλατεία της Αγίας Μαύρας αποτελούσε το κύριο σημείο αναφοράς στο χωριό.
Άρχισε να γίνεται στέκι και για νεότερους όπου έπιναν το καφεδάκι ή το ποτό
τους και όταν το χωριό άρχισε να ερημώνει κι είχαν μείνει μια χούφτα άνθρωποι,
τότε κατερρίφθη εντελώς το «άβατο» και όλοι, άντρες - γυναίκες, έσμιγαν στο
μαγαζί να περάσουν μερικές ώρες. Εκεί έκαναν τα γλέντια τους και έπιναν το
Κυριακάτικο καφεδάκι τους μετά τη λειτουργία. Τώρα πλέον έχει παύσει να
λειτουργεί…
Η «ΡΟΥΓΑ»
Οι γυναίκες; Α! είχαν το δικό
τους …ισοδύναμο. Τα βραδάκια μαζεύονταν στη «ρούγα». Είναι η Ιταλική rouga
- δρόμος, σοκάκι, πλατεία - που από το μεσαίωνα πέρασε στο λεξιλόγιο των
νεοελλήνων και είναι σε χρήση μέχρι και τις μέρες μας, είναι και στο όνομα του
Συλλόγου μας. Η κύρια «ρούγα» του χωριού ήταν εκεί μπροστά στο καλύβι του
Χαραλάμη του Βρότσου - δεν υπάρχει πλέον - και δίπλα στην είσοδο του σπιτιού
της Φιλιογιώργαινας, της Μούργαινας. Μπροστά από το καλύβι υπήρχε ένα μικρό πέτρινο
πεζούλι που χρησίμευε για κάθισμα. Το μέρος πήρε το όνομα αυτό και το κρατάει
ακόμα.
Ήταν η «Βουλή» των γυναικών και η παρουσία εκεί τους
δεν γινόταν έτσι ως τύχαινε. Έπρεπε να ετοιμαστούν και να ντυθούν με τον
πρέποντα τρόπο. Υπήρχε αυτό που λέμε σε καθημερινά …Ελληνικά dress
code της ρούγας. Φορούσαν την καθαρή τους
«ποδιά» και το καλό τους μαντήλι, - όλες φόραγαν μαντήλι, «τσεμπέρι» -, που το δίπλωναν
μπροστά και το έκαναν «κούδα», δηλαδή
«πλισέ». Όταν το μάζευαν, το δίπλωναν «πλισέ» και το έβαζαν κάτω από το
μαξιλάρι για να είναι σιδερωμένο και να διατηρεί τις δίπλες. Το ίδιο έκαναν και
με το «μεσοφόρι», την υφαντή φούστα. Την μάζευαν «πλισέ», την έδεναν και την
…σιδέρωναν με τον ίδιο τρόπο. Αυτή η ιεροτελεστία προφανώς κάτι σηματοδοτούσε,
κάποια παράδοση το επέβαλε… Η καθεμιά γυναίκα είχε τη θέση της που είχε
«κερδίσει» με τον τρόπο και την προσωπικότητά της. Υπήρχαν βεβαίως και θέσεις
…ορθίων. Οι συγκεντρώσεις ήταν ειρηνικές και οι συζητήσεις χωρίς ιδιαίτερες
εντάσεις και γι’ αυτό διάλεγαν κυρίως θέματα πιο ελαφρά, χαλαρωτικά και
διασκεδαστικά που κατέληγαν συνήθως σε γέλιο. Κάποιες είχαν ιδιαίτερο χάρισμα στην
αφήγηση και στην αναπαράσταση κινήσεων, τρόπου ομιλίας και άλλων ιδιαιτεροτήτων
και η παρουσία τους στη «ρούγα» ήταν καθοριστική. Μάζευαν
πληροφορίες απίθανες και κάθε φορά είχανε κάτι καινούργιο να διηγηθούν ή να
παραστήσουν.
Διηγιόταν η μία:
- Μωρ’ γυναίκες ’κείνη η Φλώρω
δεν ήξερε στάλα να χορεύει. Έμπαινε στο χορό κι έλεγε: «να μου λέτε πού να
σταματάω…» και «σταύρωνε», να, έτσι τα πόδια της…
Έλεγε η άλλη:
- Και τι έλεγε ’κείνο το
τραγούδι; «σήκωσ’ το φουστανάκι σου να δω τον …άσσο κούπα»…
Συμπλήρωνε η τρίτη με πιο
γαργαλιστικό θέμα:
-Αμ, εκείνος ο άλλος όταν
παντρεύτηκε, τι έλεγε;…
….
…και δός του γέλια.
Ιδιαίτερα δημοφιλή ήταν τα θέματα
που είχαν «μεταφυσική» διάσταση, όπως νεράιδες, ξωτικά και λοιπά …στοιχειά. Υπήρχαν
γυναίκες - και άντρες - που όχι μόνο είχαν «δει» αλλά είχαν «μιλήσει» μαζί
τους. Για το απλοϊκό μυαλό όλα αυτά δεν ήταν πλάσματα της φαντασίας, ήταν
οντότητες που, να!, ήταν εκεί και μπλέκονταν στην καθημερινότητά τους. Άλλες πάλι
πάλευαν με τα «ονείρατά» τους.
- Είδ’ αποσπερού στον ύπινό μου,
μωρ’ γυναίκες, πω πωω!…πέρασα νιά τρομάρα…
Καμιά φορά συνέβαιναν και τα …απίθανα
απρόοπτα:
- Μανώ (μάνα), είχα να πάω σ’
εκείνο το μέρος από το ’21…
…κι η μάνα…
- Το ασταύρωτο…ούλα τα θυμάται!...
Καμιά φορά και κάποιος άντρας
έκανε στάση στη ρούγα ή άλλος απροκάλυπτα έστηνε αυτί ν’ ακούσει και να
μεταφέρει αυτά που άκουσε ή νόμισε πως άκουσε. Ποιός είπε ότι το «κοινωνικό
σχόλιο» είναι γυναικεία υπόθεση…
ΤΟ «ΝΥΧΤΕΡΙ»
Τα καλοκαιρινά φεγγαρόφωτα βράδια
οι γειτονιές αποκτούσαν μια ιδιαίτερη ζωντάνια. Έσμιγαν οι γυναίκες των γειτονικών
σπιτιών μπροστά από μια αυλόπορτα ή σε κάποια αυλή κι έφτιαχναν μια μικρότερη,
ιδιαίτερη ρούγα. Κάθε γειτονιά είχε τη δική της ομάδα. Γυναίκες που μαζεύονταν
όχι μόνο για να κουβεντιάσουν, αλλά να κάνουν και κάποιες δουλειές που ήθελαν
χρόνο και υπομονή. Κόβανε, λοιπόν, με το ψαλίδι κουρέλια και τα τύλιγαν σε
κουβάρια για να υφάνουν τις κουρελούδες, «έξαιναν» μαλλιά, «έγνεθαν» με τη
ρόκα, καθάριζαν τα σπάρτα ή το λινάρι από τούς βλαστούς τους και «έξαιναν» τις
ίνες τους. Για τους νεότερους όλα τούτα, ιδιαίτερα η επεξεργασία του σπάρτου ή
του λιναριού, ακούγονται εξωτικά, ήταν όμως δραστηριότητες σοβαρές,
συνηθισμένες μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’60, γιατί κάθε σπίτι είχε τον
αργαλειό του και οι γυναίκες ύφαιναν. Κάποτε για να φτιάχνουν κουβέρτες,
μπαντανίες, φλοκάτες, σαΐσματα, πετσέτες, «μεσοφόρια» και πουκάμισα. Με το νήμα
από τις ίνες του σπάρτου ύφαιναν πανί για σακιά και λιόπανα. Τα τελευταία
χρόνια όσες υφάντρες απόμειναν ύφαιναν καμιά κουρελού, καμιά φλοκάτη…
Δυό κουβέντες για τα σπάρτα για
εκείνους που δεν τα γνωρίζουν. Είναι φυτό με βλαστούς πράσινους, μακριούς και
λεπτούς σαν βελόνες πλεξίματος, που φύτρωνε - και φυτρώνει - σε αφθονία σ’ όλη
την ύπαιθρο. Έκοβαν, λοιπόν, τα σπάρτα, τα έκαναν δεματάκια και τα έβραζαν στο
καζάνι για να μαλακώσει η φλούδα τους. Μετά τα στράγγιζαν και τα έβαζαν σε κεφαλάρια,
σε ξερόβρυσες - εκείνα τα χρόνια η γη έβγαζε νερό - πλακωμένα με πέτρες για να
μην τα πάρει το νερό. Τα άφηναν καμιά δεκαπενταριά μέρες τουλάχιστον και μετά τα
«ξεβγάνανε» στις γούρνες της Βρύσης. Τα τρίβανε πάνω σε μια πέτρα για να «αναμαλλιάσουν»,
να βγουν οι ίνες της φλούδας και τα «ξεβγάνανε» πάλι ώσπου να φύγει η πρασινίλα
του φυτού. Τα στήνανε όρθια να στραγγίσουν και τα μετέφεραν στεγνά στο σπίτι. Αυτές
τις ίνες τις καθάριζαν από το ξύλο του βλαστού, τις «έξαιναν» και τις «έγνεθαν»
στη ρόκα σε ένα χοντρό νήμα που το έβαφαν κόκκινο και μαύρο. Ύφαιναν κι έκαναν χοντρά
και άγρια στην υφή πανιά που τα έκαναν σακιά και λιόπανα ή έραβαν μ’ αυτό τα
στρώματα του ύπνου που τα γέμιζαν με τις χοντροκομμένες καλαμιές βρώμης.
Παρόμοια επεξεργασία έκαναν και στο λινάρι που κάποιες οικογένειες έσπερναν. Με
τις ίνες του λιναριού έκλωθαν ένα πιο ντελικάτο νήμα κι έκαναν ρούχα μ’ αυτό.
Εκεί, λοιπόν, στο «νυχτέρι»
δούλευαν αθόρυβα τα χέρια και το …στόμα των γυναικών. Χαμηλόφωνα, σε τόνους
ήρεμους, χωρίς εντάσεις και διαφωνίες άκουγες τα πιο απίθανα πράγματα. Η νύχτα
με τον ήχο του τριζονιού και το φεγγαρόφωτο με τις σκιές του έπλεκαν ένα
απόκοσμο σκηνικό που οδηγούσε την κουβέντα σε σκοτεινά και μυστηριώδη
μονοπάτια. Οι νεράιδες και τα ξωτικά πάλι στοίχειωναν τις κουβέντες τους. Αν
μάλιστα ήταν και καμιά καλή αφηγήτρια τότε έκανε το ακροατήριο να ζαρώνει και
να συστέλλεται από φόβο λες και θα ξεπεταχτεί μπροστά τους το στοιχειό. Αν ήταν
και παιδιά εκεί, μαζεύονταν στη φούστα της μάνας ή της γιαγιάς …πού ξέρεις…
Η κουβέντα πολλές φορές έπαιρνε
και χρώμα μαύρης φαρσοκωμωδίας.
- Γύριζε, που λέτε μωρ’ γυναίκες,
ο Μήτσιος ο Καραΐσκος απ’ το αμπέλι στις Σίκαλες και νύχτωσε στο δρόμο. Έκατσε,
που λέτε, να πάρει νι’ ανάσα ’κει μπροστά στη μάντρα του νεκροταφείου. Από ’ψές
είχανε θάψει τον Μήτσιο τον… Ερχότανε που λέτε ένας Ακοβίτης από το Δυρράχι με
το μουλάρι και τράβαγε κατά τον Άκοβο. Μόλις ζύγωσε στο νεκροταφείο, δεν τον
είχε ιδεί τον Καραΐσκο στο σκοτάδι, λέει για το μακαρίτη που τον γνώριζε: - Πώς
να περνάς κι εσύ μπάρμπα Μήτσιο…
- Ε, πώς να περνάω… καλά!…,
απαντάει ο Μήτσιος ο Καραΐσκος που νόμισε πως μίλαγε σ’ εκείνονε.
Ο Ακοβίτης από την τρομάρα του
χτύπησε το μουλάρι και, ου ου!, πότε σκαπέτησε κατά του Ψηλαντή, ούτε που το κατάλαβε…
Ακόμα λακάει…
Από τον Π.Β.Κ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου