ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΕΤΡΟΥΛΙΑ - 9Α
Ἦρθαν
ἀπὸ τ’ Ἀρκουδόρεμα ὁ γερο Πέτρος μὲ τὸν γιό του Βασίλη καὶ τὸν ἐγγονό του Γιαννάκη.
Γι’ αὐτὸ τοὺς λένε «Βασιλογιαννακαίους». Ὁ Γιαννάκης εἶχε δυὸ γιούς. Τὸν Νικολὸ
(Πετρουλονικολό) καὶ τὸν Κώστα πού ’γινε καλόγερος μὲ τ’ ὄνομα Καλλίνικος. Ὁ
Νικολὸς παντρεύτηκε καὶ πῆρε γυναίκα ἀπὸ τὸ Δυρράχι, τὸ γένος Μαλέβρη.
Ὁ Νικολὸς ἤτανε, λέει, ὑπηρέτης ἑνοῦ Τούρκου ἀγᾶ.1 Τόνε στέλνει νιὰ φορὰ ὁ
ἀγὰς γιὰ καπινὸ 2 στὸ
Γιωργίτσι κι ἐκεῖνος πῆγε στὴ…Σπάρτη.
Ἄλλοτε πάλι τὸν ἔστειλε γιὰ νερὸ στὴ βρύση.
Ὅταν γύρισ’ ὁ Νικολός, τοῦ ἀστράφτει ἕνα σκαμπίλι 3 ὁ ἀγὰς καὶ τοῦ λέει:
- Παλιόπαιδο, γιατί
κατούρησες στὸ κανάτι; καὶ χύνει τὸ νερό. – Χάϊντε νὰ ξαναφέρεις!.
Πήγαινε κλαίγοντας ὁ
Νικολός. Στὴ Σκαλίτσα ἀπαντάει τὸ Μαυρόγιαννη.
- Γιατί κλαῖς Νικολό;
Τὸ καὶ τό, τοῦ ἐξηγεῖ
ἐκεῖνος.
- Τώρα, τοῦ λέει ὁ
Μαυρόγιαννης, κατούρα στὸ κανάτι καὶ δός του τοῦ κερατᾶ νὰ πιεῖ…
Ἔτσι κι ἔκανε ὁ
Νικολός. Ἤπιε ὁ ἀγὰς καὶ τὸ ’φχαριστήθηκε.
Ὅταν μπήκανε στὴν Ντρομπολιτσά, ὁ Νικολὸς ὅπου ξεμονάχιαζε
Τουρκόπλο τὸ πελέκαγε.4
Τό ’μαθε, λέει, ὁ Κολοκοτρώνης καὶ τοῦ ’κανε τὴν παρατήρηση. Νά τὶ ἀπλογήθηκε5 ὁ Νικολός:
- Τ’ ἀγκάθι ἅμα εἶναι
μικρὸ βγαίνει,6 ἅμα
μεγαλώσει κάνει ἀγκάθια.
Κατὰ τὸ πλιατσικολόγημα τοῦ σεραγιοῦ, ὁ Νικολὸς δὲν
πρόκανε νὰ πάρει τίποτα. Κάπου ὅμως πετυχαίνει ἕνα κακάβι.7 Τό ’βαλε τότε στὸ κεφάλι κι ἔκανε νὰ φύγει. Μνιὰ
κρυμένη χανούμισσα - γκάπ - τοῦ κοπανάει νιὰ στὸ κεφάλι. Τὸ κακάβι ὅμως τὸν
γλύτωσε.
Ὅπως εἴπαμε, ὁ Νικολὸς παντρεύτηκε ἀπὸ τὸ Δυρράχι. Πήγανε,
λοιπόν, κάποτε νὰ χαιρετήσουνε τὴν πεθερά του. Ἀνασκουμπώθηκε τότε ’κείνη νὰ
φκιάσει καγιανὰ8 στὸ
γαμπρό.
Ὁ καγιανὰς τῆς ἄρενε9 πολὺ τῆς Νικολοῦς - ράτσα
γυναίκα, ἐνῶ ὁ Νικολὸς ἤτανε ἀγαθός - καὶ λέει τῆς μάνας της:
- Μάνα, δὲν τὸν τρώει
ὁ Νικολὸς τὸν καγιανά.
- Τί τρώει τότενες;
- Ψωμὶ καὶ κρεμμύδι…
Ἔτσι κι ἔγινε. Ἔφαγ’
ἡ Νικολοῦ τὸν καγιανὰ κι ὁ κακομοίρης ὁ Νικολὸς τὴν ἔβγαλε μὲ ψωμὶ καὶ
κρεμμύδι.
Δὲν μπόραγε ὅμως νὰ
’ν τὸ διασκεδάσει ὁ Νικολός. Γυρνώντας, ἐκεῖ κοντὰ στὸν Ἅγιο Νικόλα τὸ
Δυρραχίτικο, κόβει ἕνα ματσούκι ἀπὸ ’να πλατάνι. Ὤχ!, τὴ ζώσανε τὰ φίδια τὴ
Νικολοῦ.
- Τί τὸ θέλεις,
Νικολό μου;
- Ν’ ἀκουμπάω, τῆς
λέει ξερὰ ὁ Νικολός.
Τὶ μηχανεύτηκε τότε ἡ
Νικολοῦ - διαβόλου κάλτσα γυναίκα - γιὰ νὰ μὴ φάει τὸ ξύλο. Μόλις βγήκανε στὰ
Πουλακαίικα, ἀρχινάει τὴν κλάψα.
- Ὤχ, Νικολό μου, πεθαίνω!
Ἡ μπάκα μου! Ὤχ!.
Προχωρήσανε λίγ’
ἀκόμα, στὰ Κουραφαίικ’ ἁλώνια πέφτει χάμου.
- Ὤχ! Δὲν μπορῶ,
πεθαίνω!
Τί νὰ κάνει ὁ ἔρμος ὁ
Νικολός; Δὲν φτάνει πού ’χασε τὸν καγιανά, τὴ ζαλώθηκε στὸν ὦμο καὶ τὴν
κουβάλησε ἔτσι στὸ χωριό.
Ὁ
Νικολὸς ἀπόχτησε δυὸ γιούς. Τὸν Στάθη καὶ τὸν Παναγιώτη ἤ Λαγό.
Ὁ Στάθης πῆγε νιὰ φορὰ μάρτυρας σὲ κάποια δίκη στὴν
Τρίπολη. Πείνασε, ποὺ λέτε, καὶ μπῆκε σ’ ἕνα φοῦρνο νὰ πάρει ψωμί. Ὥσπου νὰ τοῦ
φέρει τὰ ρέστα ὁ φούρναρης κι ὅπως τὸ ψωμὶ ἤτανε ζεστό, τὸ στραμπούληξε10 καὶ τό ’φαγε σὰ γάλος.11
- Τί ἔγινε ρὲ γέρο,
τὸ πῆρες τὸ ψωμί; ρωτάει ὁ φούρναρης.
- Τὸ πῆρα καὶ τό
’φαγα…
- Τό ’φαγες!; θαύμασε ὁ φούρναρης. – Τρῶς ἄλλο ἕνα;
- Τρῶ…12
Τοῦ ’δωσ’ ἄλλο ἕνα κι
ἴσια νὰ εἰπεῖς κύμινο τό ’φαγε. Τό ’κοβε, τό ’κανε σβῶλο καὶ χλάπ, κάτου. Τὸν
τήραξε καλὰ ὁ φούρναρης καὶ ρωτάει:
- Ἀπὸ πούεισαι, ρὲ
γέρο;
- Ἀπ’ τοῦ Τζιάβα τὰ
λαχίδια…13
- Κι εἶναι μεγάλο
χωριὸ τοῦ Τζιάβα τὰ λαχίδια;
- Εἶναι, τοῦ λέει ὁ
Στάθης, δώδεκα πεζούλια…
Πρωτότοκος
γιὸς τοῦ Πετρουλοστάθη ἦταν ὁ Νικολάκης ὁ Γκωλέτης.
Ὁ Πετρουλοστάθης εἶχε μαντρὶ στὴν Πρόπαντη. Ἐκεῖ ἤτανε νιὰ
μεγάλη τρούπα ἀπ’ ὅπου ἔβγαινε, λέγανε, ἕνα ζωάκι. Τὸ Σμιρδάκι.14 Αὐτὸ τὸ «ζωντανό»
ζευγάρωνε μὲ τὰ γίδια καὶ ψοφάγανε. Ρωτήσανε τὶ νὰ κάνουνε γιὰ νὰ γλυτώσουνε
ἀπὸ τὸ Σμιρδάκι καὶ τοὺς εἴπανε: «Ἕνας παρθένος πρωτότοκος γιὸς μὲ μπιστόλα
διμούτσουνη15 νὰ φυλάξει
καὶ μὲ τ’ ἀριστερὸ νὰ ’ν τὸ ντουφεκίσει». Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ Νικολάκης ὁ Γκωλέτης
τὸ σκότωσε τὸ Σμιρδάκι. Τὰ γίδια γλυτώσαν’ ἀπὸ τὸ στοιχειό, ἀλλὰ …τά ’φαγε ὁ
Καροῦτσος…
Ὅταν ὁ Γκωλέτης ἤτανε στὸν καιρό του γιὰ παντρολογήματα,
φόρεσε τὴν καθαρή του φουστανέλα καὶ πῆγε στὸν Ἄκοβο νὰ φκιάσει κάτι ξινάρια,
νὰ κάνει καὶ τὸ κομμάτι του. Πῆγε στὸ γύφτο16
τὸν Μιχάλη τὸν Παπαδόπουλο. Ὁ Μιχάλης ἤτανε πονηρός. Βλέπει τὸν Νικολάκη
κορδωτὸ μὲ τὴ φουστανέλα, τὸν καλοδέχεται καὶ τὸν ρωτάει:
- Ποιανοῦ εἶσαι ρὲ
καλόπαιδο ἀπὸ τὸ Λεφτίνι;
- Εἶμαι τοῦ γερο
Στάθη.
- Ἄ, μπράβο! Ἐσὺ
θάεισαι τ’ ἁλατάκι τοῦ Λεφτινιοῦ… Ἔ, μιὰς κι ἦρθες τράβα τὸ φυσερὸ νὰ σιάξουμε τὰ ἐργαλεῖα.
Τράβαγε τὸ φυσερὸ ὁ
Νικολάκης, γύριζ’ ἀπὸ ’δῶ, γύριζ’ ἀπὸ ’κεῖ ὁ Μιχάλης μὲ τὸ σφουγγάρι ποὺ
χτύπαγε τὰ κάρβουνα, μιὰ κοπάναγε στὰ κάρβουνα, μιὰ κοπάναγε στὴ φουστανέλα,
τὸν ἔκανε τὸ Νικολάκη ἀγνώριστο.
Ὁ Νικολάκης παντρεύτηκε καὶ πῆγε σώγαμπρος στὸ Δυρράχι.
Πῆρε τὴν Ἄννα τὴ Μόστρα, ὅπως τὴ λέγανε.
Κάποτε νιόνυφη στοῦ
Κεφαλᾶ, τὴν ταΐσανε ξυνόγαλο ποὺ φαίνεται τὴν πείραξε τὴν κακομοίρα στὸ
στομάχι, γιατὶ σὲ λίγο ἀρχίνησε νὰ πηγαίνει πίσω ἀπὸ τὴ μάντρα κατὰ τ’
Ἀρεστείρη… καὶ χάλασε οὗλα τὰ καπάκια τῆς μάντρας…17
Ἡ
Θανάσω, θυγατέρα τοῦ Στάθη, εἶχε ὕψος μόλις 1 καὶ 30, ἀλλὰ ἤτανε σωστὸς
διάβολος. Καὶ κλεφτοκοτοῦ πρώτης.
Κάποτε κλέψανε μὲ τὴ Γκιτακομαριὰ τὴν κότα τῆς Τσιώνας.
Πᾶνε στ’ Ἀργυρόρεμα18 μὲ
νιὰ γελάδα καὶ κάνα δυὸ γίδες ἡ καθεμνιά, ἀνάβουνε φωτιὰ καὶ τὴν ψένανε. Πάει ἡ
Μαριὰ νὰ γυρίσει τὴ γελάδα, τρώει ἡ Θανάσω τὴ γλῶσσα(!) τῆς κότας. (Ἤτανε
σημαδιακὸς μεζὲς ἡ γλῶσσα. Ὅποιος τὴν ἔτρωγε γινότανε «γλῶσσα στοὺς ἄλλους»,
δηλαδὴ δὲν τά ’βγανε πέρα κανεὶς μαζί του). Θύμωσε τότες ἡ Μαριὰ καὶ
προσβάλθηκε κι ἀπὸ τὸ κακό της ἔφυγε καὶ πῆγε, λέει, νὰ…πινιγεῖ.19
Οἱ
Πετρουλαῖοι ὅταν μελετᾶνε τὴ Θανάσω θυμοῦνται τὸν «Σγουμποσαράντο». Ἔτσι ἔλεγε τὸν ἀδερφό της τὸν Δημήτρη. Κι ἐκεῖνος τὴν ἔλεγε «ζαμπακωμένη». Ὁ Στάθης εἶχε ἀκόμα τὸν Γκίτα καὶ τὸν
Παναγιώτη.
Τὸν Πετρουλογκίτα τόνε λέγανε Δεσπότη. Ἅμα δὲν ἤτανε
ψάλτης στὴν Ἐκκλησιὰ βόηθαγε τὸν παπά. Στεκότανε στὴ ΒΔ πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας
κοντὰ στὴν πόρτα καὶ τά ’λεγ’ ἀπ’ ὄξω. Ὁ παπα Βασίλης τὸν ἔβγαλε Δεσπότη.
Κάποτε ἡ Πετρουλογκιτοῦ ἔπεσ’ ἀπὸ τὴ συκιὰ καὶ χτύπησε στὸ
κωλονούρι20 ἄσκημα. Τὴν
ἄλλη ’μέρα ἀπάντησε τὸν Πετρουλογκίτα ἡ Κολοβογιώργαινα καὶ τὸνε ρωτάει:
- Μωρὲ καψερὲ21 Γκίτα, βάρεσε πολὺ ἡ γριά
σου;
- Βάρεσε…, τῆς
ἀπαντάει.
- Ποῦ βάρεσε, μωρὲ
καψερέ;
- Ἔ, βάρεσε…
Σώνει καὶ καλὰ ἡ γριὰ
Γιώργαινα νὰ μάθει. Εἶδε κι ἀπόειδε ὁ Γκίτας,
- Ἔ, βάρεσε τὸ λιλί
της, τῆς ἀπαντάει.
Ὁ Πετρουλοδημήτρης γιὸς τοῦ Στάθη, ὅπως εἴπαμε, εἶχε
πολυμελὴ οἰκογένεια καὶ μεγάλη ἀδυναμία στὴ γυναίκα του τὴν Ὄλγα. Τὴν «Ὄγα»,
ὅπως τὴν ἔλεγε.
Κάποτε ἀρρώστησε - ἢ
ἔκανε πὼς ἀρρώστησε - ἡ Ὄλγα. Ἀπελπισμένος ὁ Δημήτρης τῆς πῆγε ἕνα φλυτζιάνι
χαμομήλι νὰ πιεῖ καὶ τῆς ἔλεγε παρακαλετά:
- Χάσκα22 Ὄγα, χάσκα τὴν ὑγειά σου!
Ἤτανε ἐπιμελὴς ἀμπελουργός, «πέθανε νέος στ’ ἀμπέλι».
Τρύγησε κάποτε, λοιπόν, πάτησε τὰ σταφύλια, - τοὺς ληνοὺς τότε τοὺς εἴχανε
στ’ ἀμπέλια - καὶ περίμενε τὸν Μπόγρη
ἀπὸ τὸ Δυρράχι νὰ πάρει τὸ μοῦστο. Πῆγε κι ἡ Ὄλγα στ’ ἀμπέλι - στὸ Χέρρωμα -
ἀλλὰ δὲν τοῦ μίλαγε. Ἤτανε χολιασμένη.23
Τῆς μίλαγε ὁ
Δημήτρης, ἄχνα ἡ Ὄλγα. Ἔκανε τότε νιὰ τελευταία προσπάθεια…
- Τήρα24 Ὄγα, τὶς ὀγοῦλες τὶς ἔχω
γαμμίτσα-γαμμίτσα!…25
_______________________________________
χωριοῦ Καραχασάνη.
2. καπινός=καπνός.
3. ἀστράφτω σκαμπίλι=χαστουκίζω, χτυπῶ.
4. πελεκάω=(ἐδῶ μεταφ.) χτυπῶ, σκοτώνω.
5.
ἀπλογιέμαι=ἀπολογοῦμαι, ἀποκρίνομαι.
6. «βγαίνει»=ξεριζώνεται.
7. κακάβι=καζάνι, λέβητας. Τὸ κακάβι
βρίσκεται μέχρι σήμερα. Τὸ εἶχε πάρει μερτικὸ ἡ
Πετρουλοθανάσω κι ὅταν πέθανε τὸ
κληρονόμησε ὁ Πετρουλογκίτας. Ἀπὸ ’κεῖ πέρασε
στὰ χέρια τοῦ Βασίλη Κολοβοῦ, ἐγγονοῦ τοῦ
Πετρουλογκίτα.
8. καγιανάς=παραδοσιακὸ φαγητὸ μὲ παστὸ
χοιρινὸ καὶ ἀβγά.
9. «τῆς ἄρενε»=τῆς ἄρεσε.
10. στραμπουλάω=κόβω,
σπάω μὲ τὸ χέρι.
11. «τό ’φαγε σὰ
γάλος»=τὸ κατάπιε ὅπως καταπίνουν τὰ γαλόπουλα, ἀμάσητο.
12. τρῶ=τρώγω.
13. λαχίδια=πεζούλια,
μικρὰ ἀγροτεμάχια σὲ πλαγιές.
14. Σμιρδάκι=(καὶ
σμερδάκι) στοιχειό, ἀερικό, φάντασμα.
15. διμούτσουνη
(μπιστόλα)=μὲ δύο κάνες.
16.
γύφτος=σιδηρουργός.
17. «χάλασε οὗλα τὰ
καπάκια τῆς μάντρας»=θέλοντας νὰ σκεπάσει τὶς κοπριὲς ἔπαιρνε τὶς
φαρδιὲς πλάκες ἀπὸ τὸ πάνω μέρος τῆς
μάντρας, τὰ «καπάκια».
18.
Ἀργυρόρεμα=τοποθεσία στὸ χωριό.
19. πινίγω
(-ομαι)=πνίγω (-ομαι).
20. κωλονούρι=χαμηλὰ
στὴ μέση, στὸ ἱερὸ ὀστοῦν.
21. καψερός=ἄξιος
οἴκτου. «καψερέ»= ἔκφραση συμπάθειας σὲ κακότυχο.
22. «χάσκα»=ἄνοιξε τὸ
στόμα.
23.
χολιασμένος=πεισμωμένος.
24. Τηράω=κοιτάζω.
25. «τὶς
ὀγοῦλες…γαμμίτσα»=τὶς ρογοῦλες τὶς ἔχω γραμμίτσα-γραμμίτσα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου