ΚΤΗΤΟΡΙΚΟΝ και ΑΝΕΚΔΟΤΑ του ΛΕΠΤΙΝΙΟΥ ΑΡΚΑΔΙΑΣ - 9Β

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ  ΠΕΤΡΟΥΛΙΑ  - 9Β



Μεγαλύτερη κόρη τοῦ Δημήτρη ἦταν ἡ Κατερίνη. Δεύτερη ἡ Μαριά. Εἶχε κι ἕνα τσοῦρμο γιούς. Τὸν Γιάννη, τὸν Τάσιο, τὸν Βασίλη τὸν Τσικουνίδα, τὸν Λιά, τὸν Γιώργη τὸν Καλόγερο καὶ τὸν Λεωνίδα.

Τὴν Κατερίνη τὴν πάντρεψε στὸν Ἄκοβο μὲ τὸ Γκάνη. Γιὰ προίκα τοῦ ’δωσε μάλιστα τ’ ἀμπέλι στὸ Χέρρωμα. - Νικοή, πάρε ὅσο θέεις κι ὅπου θέεις!, τοῦ εἶπε.

ρρωσταίνει νιὰ φορὰ ἡ Μαριὰ κι ἔβλεπε, λέει, στὸν…ξύπνιο της τὴν Παναγιά. Ἅμα ’ρχότανε, λοιπόν, ἡ Παναγιὰ ἔδινε ἡ Μαριὰ τὸ σύνθημα καὶ τ’ ἀδέρφια της, κρατώντας λιβανιστήρια, λέγανε ὅλα μαζί:
- Ἡ Παναγιά! Κύριε ἐλέησον!

Παναγιά, ποὺ λέτε, εἶπε στὴ Μαριά - στὸν ὕπινό1 της τώρα - νὰ ’ν τὴν πᾶνε μὲ ξυλοκρέβατο στὸ μαναστήρι στ’ Ἀμπελάκι. Ἐκεῖ νὰ κοιμηθεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησιὰ καὶ θὰ γένει καλά.
Τὴν πήρανε μὲ τὸ ξυλοκρέβατο καὶ σ’ οὗλο τὸ δρόμο ἡ Μαριὰ ἀντεσηκωνότανε νὰ βλέπει ποιὸς τὴν κουβαλάει. Κάτου στὰ Γιαννοκάμαρα ὅποιος συνάνταγε τὴ συνοδεία εὐχότανε «περαστικά».
- Παρομοίως σας!, ἀπάνταγε ὁ Πετρουλογιώργης.

Τάσιος ὑπῆρξε μάγκας ἀρχιλοῦστρος κι ἀργότερα σιδηροδρομικός. Ἤτανε καὶ μέγας χαρτοπαίχτης. Ἀκόμα καὶ μὲ κάποιον τοῦ καζίνου ἔπαιξε χαρτιὰ καὶ μάλιστα μὲ σημαδεμένες τράπουλες…

Τάσιος, ὅταν ἤτανε νὰ φέρει τὸν Κόκκαλη γαμπρὸ στὴ Μαριά, τηλεγραφεῖ στὸ χωριό:
        «Ἀναμείνατε σταθμό. Μουλάρια δύο»

Κάποτε στὸ Μεταξουργεῖο ὁ Τάσιος σκεδίασε τὸ…θάνατό του. Ξάπλωσε στὸ κρεβάτι μὲ λουλούδια καὶ κεριά, φωτογραφήθηκε κι ἔστειλε φωτογραφία στὸ χωριό.
Νά τὰ μοιργιολόγια, νά τὰ ψαλσίματα, τοῦ ’τοιμάζανε τὰ σαράντα ὅταν τοὺς ἔγραψε ὅτι εἶναι ζωντανός. Λένε πὼς εὐτοῦνο ἦταν ἡ αἰτία ποὺ ὁ πατέρας του πέθανε στ’ ἀμπέλι ἀπὸ συγκοπή.

φοῦ παντρεύτηκε ὁ Τάσιος τὴ Σταυρούλα τοῦ Χριστοφιλάκη, τὴ Λουλούκα, ἔφυγε γιὰ τὴν Ἀθήνα. Τὸν ρωτήσανε τί γυναίκα πῆρε κι ἀπάντησ’ ὁ Τάσιος:
- Τὸ κεφάλι της νὰ πάρεις σ’ ἄλλον κόσμο νὰ ’ν τὸ πᾶς. Μόνο τὰ θεμέλιά της εἶν’ ἀδύνατα. 2

ταν ὁ ἀδερφός του ὁ Βασίλης ψυχράθηκε μὲ τὸν πεθερό του τὸ Σπυρολεωνίδη πῆγε νὰ κατοικήσει στὸ πατρικό τους. Ὁ Τάσιος τότε ἔφυγε καὶ νοίκιασε τὸ σπίτι τῆς Γκιτακογιαννάκαινας. Ὁ γερο Μοῦργος – στιχοπλόκος τῆς στιγμῆς - σκάρωσε τὸ στιχάκι:
              «Στῆς Γιαννάκαινας τὸ χάνι
               ἡ Λουλούκα μέσα…κλάνει».

Τάσιος ἦταν ὀπαδὸς τοῦ Τσαλδάρη. Τοῦ εἶχε μείνει μάλιστα καὶ τὸ παρατσούκλι «Τσαλδάρης». Ὁ ποιητὴς σχολίασε:
            «Τῆς Γιαννάκαινας τὸ πρακτορεῖο
             τό ’καν’ ὁ Τσαλδάρης γιὰ γραφεῖο».

Στὸν Πειραιὰ εἶχε νιὰ περιπέτεια μὲ κάποια κουμπάρα. Παραστέκανε τὸν κουμπάρο ποὺ πέθαινε κι ὁ Τάσιος ἀπὸ δίπλα εἶχε περιπτύξεις μὲ τὴν κουμπάρα. Τοὺς εἶδε ὁ ἑτοιμοθάνατος, ἔσκυψε μὲ κόπο, ἔπιασε νιὰ παντόφλα, τοὺς τὴ χούγιαξε κοντὰ καὶ μετὰ ξεψύχησε…

Τάσιος ὅταν μίλαγε, ἐπαναλάμβανε μὲ στόμφο ὅποια λέξη εἶχε ἀκούσει καὶ τοῦ ’χε τυπωθεῖ στὸ μυαλό, ὅπως «ἀλαχράμ!», «κουραζέρα!». Τὴν ἔβανε στὴν κουβέντα του, ἔτσι, χωρὶς ἰδιαίτερο λόγο.

Κάποτε νιὰ συμπεθέρα μοδίστρα νύχτωσε στὰ Πετρουλαίικα καὶ θὰ μίνεσκε3 νὰ κοιμηθεῖ ἐκεῖ. Τὸ πρωὶ ΄θελά ’φευγε. Θὰ ξαπλώνανε στρωματσάδα,4 γιατὶ ’κεῖνα τὰ χρόνια ποῦθε νὰ βρεθοῦν κρεβάτια.
Πρὶν πλαγιάσουνε, ἡ συμπεθέρα τὰ κανόνισε μὲ τὸν ἀρρεβωνιαστικὸ τῆς ἀδερφῆς της ὅταν σηκωθεῖ νὰ ξυπνήσει καὶ ’κεῖνον μὲ τρόπο, γιὰ νὰ ’ν τὴν ξεβγάλει 5 ἀπὸ τὸ χωριό.
Ἔτυχε ’κεῖνο τὸ βράδυ νά ’ναι κι ὁ Γκάνης ἐκεῖ. Κοιμήθηκε ὁ Γκάνης, ξάπλωσε κι ὁ γαμπρὸς δίπλα του. Ἡ συμπεθέρα, ὅμως, δὲ σημάδεψε τὸ μέρος καλά. Τὴν κονταυγὴ6 σηκώνεται, πάει σιγὰ-σιγὰ κι ἀρχίνησε νὰ γαργαλάει τὰ πόδια τοῦ γαμπροῦ. Ἔτσι νόμιζε. Τὰ πόδια, ὅμως, ἦταν τοῦ Γκάνη, ποὺ κάτι εἶχε ψυλλιαστεῖ καὶ λαγοκοιμότανε. Ἀναδεύτηκε τότε ὁ Γκάνης καί, τάχαμου πὼς τὸν τσίγκλησε γάτα, εἶπε:
- Ἔ, τσὶτ ἔρμη, τσίτ!...
Τσιμουδιὰ οἱ συνωμότες.

Παναγιώτης, γιὸς τοῦ Στάθη, ὅπως εἴπαμε, φοβότανε νὰ παντρευτεῖ. Ἡ γυναίκα τ’ ἀδερφοῦ του τοῦ Γκίτα εἶχε μνι΄ ἀνηψιὰ (θυγατέρα τῆς ἀδερφῆς της, τὴ Θανάσω, πούειχε παντρευτεῖ ὁ Γιώργης ὁ Μητρόπουλος ποὺ πέθανε στρατιώτης τὸ 1897).
Πίεζε λοιπὸν ἡ Πετρουλογκιτοῦ τὸν κουνιάδο της νὰ πάρει τὴ χήρα. Τίποτα ὁ Καπρής. (Ἔτσι λέγανε τὸν Παναγιώτη). - Τί νὰ ’ν τὴν κάνω τὴ γαλάρια, 7 δὲν τὴ θέλω τὴ γαλάρια, ἔλεγε.

Παναγιώτης ὁ Καπρὴς ἅμα συνάνταγε κάναν κυνηγό, θέλοντας νὰ ’ν τὸν δοκιμάσει γιὰ νὰ εἰδεῖ ἄν σημάδευε καλά, ἔβανε τὸ καπέλο του γιὰ σημάδι. Ὁ Γκίτας κι ὁ Κριλαγανολιὰς ντουφεκόριχναν νιὰ ἡμέρα ὁλάκερη, ἀλλὰ δὲν τὸ πετυχαίνανε. Δὲ γλύτωσε ὅμως τὸ καπέλο ἀπὸ τὸ Γιώργη τὸ Φίλιο, ποὺ τό ’κανε κόσκινο.

Ὁ Παναγιώτης ὁ Λαγός, γιὸς τοῦ Νικολοῦ, εἶχε τὸν Γιώργη, γνωστὸ ὡς Πετρουλογιώργη.

ρχότανε κάποτε ὁ Πετρουλογιώργης ἀπὸ τὸν μύλο. Νύχτωσε στὸ δρόμο κι εἶπε νὰ μείνει σ’ ἕνα χωριό. Χτυπάει σ’ ἕνα σπίτι καὶ τ’ ἀνοίγουνε. Μίνεσκε ’κεῖ μνιὰ χήρα μὲ τὰ παιδιά της.
Πυρώθηκε8ὁ Πετρουλογιώργης, ἔφαγε, κι ἀφοῦ κοιμηθήκανε τὰ ὀρφανὰ ἀπὸ τό ’να μέρος τοῦ παραγωνιοῦ, ἔπιασε ἡ γυναίκα νὰ τοῦ στρώσει ἀπὸ τ’ ἄλλο. Ἐκεῖ ποὺ ἔστρωνε τῆς πιάνει ὁ Γιώργης τὸ πόδι.
- Τί ’ν’ τοῦτο; τὴ ρωτάει.
- Πόδι…
Τὴν πιάνει πάρα πάνου. – Κι εὐτοῦνο εὐτοῦ; 9
- Μαναστήρι…
- Ἔ, τότες ἂς βάλουμε τὸν καλόγερο νὰ λειτουργήσει…

Ἄλλος γιὸς τοῦ Λαγοῦ ἤταν ὁ Γληγόρης.

Εἶχ’ ἔρθει μνιὰ φορὰ ἕνας τσαγκάρης ἀπὸ τὸ Μουλάτσι.10  Ὁ Γληγόρης ἤθελε κάνα δυὸ κλωνὲς11 νὰ ράψει τὰ τσαρούχια του. Ἔκατσε δίπλα στὸν τσαγκάρη καὶ δείχνοντας τὸ μεσαῖο του δάχτυλο, ποὺ δὲν εἶχε νύχι, τοῦ λέει:
- Κοτσιόνι,12 μοῦ φκιάνεις νιὰ κλωνά; Τὴ φκιάνω κι ἐγὼ μὰ δὲ μὲ βοηθάει τὸ δάχτυλο.
- Τί ἔπαθε τὸ δάχτυλο;
- Τό ’βγαλα γιατὶ γέρασα καὶ δὲ μπορῶ τὴ γριὰ καὶ πολεμάω μὲ τὸ  δάχτυλο…
Ξεράθηκε στὰ γέλια ὁ μάστορης καὶ τοῦ λέει:
- Πέσε13μου τέτοια καὶ σοῦ φκιάνω δυὸ κλωνές!
- Φκιάσε μου ἐσύ, κοτσιόνι, καὶ σοῦ λέω ὅσα θέλεις…, ἀπαντάει ὁ Γληγόρης.

τανε μυλωνὰς ὁ Γληγόρης κι εἶχε γίνει ξιφτέρι στὴν κλεψιά. Ὅταν πήγαινε στὸ παζάρι στ’ Ἀλητσέλεπη14 μὲ πατάτα, ρήμαζε τὶς σπέτσες ἀπὸ τὰ μπαλκόνια.
  Κάποια φορὰ τὸν ἔπιασε βροχή. Τηράει καὶ βλέπει σὲ κάτι πράματα μνιὰ ὀμπρέλα. Εὐκαιρία νὰ τὴ βαρέσει.15 Τὴν ἁρπάζει τότες μὲ θάρρος, τὴν ἀνοίγει καὶ φυλαγότανε ἀπὸ τὴ βροχή. Ἔρχετ’ ὁ ἰδιοκτήτης της, ψάχνει γιὰ τὴν ὀμπρέλα, πουθενὰ ὀμπρέλα.
- Ρὲ σύ, μπὰς κι εἶδες κανένα νὰ πῆρε τὴν ὀμπρέλα μου; ρωτάει τὸ Γληγόρη.
Χωρὶς νὰ ’ν τὰ χάσει ἐκεῖνος καὶ κρατώντας πάντοτε τὴν ὀμπρέλα ἀνοιχτὴ τοῦ λέει:
- Νά, κοίτα ’κεῖ ’σια κάτου, πάει ἕνας μ’ ὀμπρέλα…
Τρέχει ξοπίσω ὁ ἄνθρωπος, στρίβει ὁ Γληγόρης, πάει, τὴν ἔφαγε τὴν ὀμπρέλα.

Εἶδε κάποτε νιὰ νέα γυναίκα νὰ βυζαίνει τὸ παιδί της. Γυρνάει καὶ λέει στὴν παρέα του:
- Πᾶτε στοίχημα νὰ πιάσω τὸ βυζὶ τῆς γυναίκας;
Τὸ βάλανε τὸ στοίχημα. Μεζὲ καὶ κρασί. Πάει ὁ Γληγόρης κοντὰ στὴ γυναίκα.
- Πτού, πτού! - πλησιάζει στὸ μωρό - τί κάνεις εὐτοῦ ρὲ βασκαντούρι; 16 Δικό μου τὸ βυζί, θὰ στὸ πάρω…Κι ὅλο πασπάτευε…
…καὶ τὸ βράδυ εἶχε κρασοκατάνυξη.

Ὁ Λαγὸς εἶχε κι ἄλλο γιό, τὸν Λιά.

τανε γκαστρωμένη ἡ γυναίκα τοῦ Λιᾶ. Ὅταν νιὰ νύχτα τῆς ἤρθανε οἱ πόνοι τῆς γέννας, τὸν ξύπνησε νὰ πάει νὰ φέρει τὴ μαμμή.
- Κοιμήσου χάμου, τῆς λέει ὁ Λιάς. - Ταχιὰ γεννᾶς!
Τὸ παιδὶ γεννήθηκε ξερό…

Νιὰ Κυριακή, σὰ σκόλασε ἡ Ἐκκλησιά, πάει ἡ Λιοῦ κοντὰ στὴν κουνιάδα της τὴν Τριλαγανογιαννοῦ καὶ τῆς λέει:
- Κωσταντίνα μου, σήμερα στὴν Ἐκκλησιὰ ὁ Λιὰς ὁ δικός μου κι ὁ Γιάννης ὁ δικός σου ἦταν οἱ καλύτεροι ἀπ’ οὗλους!
- Σώπα Λιοῦ μου, ἀποκρίθηκ’ ἡ Γιαννοῦ, ἔχουμε τοὺς ἀντρούληδές μας καὶ κάνουμε δουλειά μας καὶ δὲ μᾶς ξέρ’ ὁ κόσμος!...

------------------------------------------------------------------------------

1. ὕπινος=ὕπνος.
2. «τὰ θεμέλιά της εἶν’ ἀδύνατα»=ἔχει ἀδύνατα πόδια.
3. μινέσκω=μένω.
4. στρωματσάδα=μὲ τὰ στρωσίδια στὸ δάπεδο.
5. ξεβγάνω=συνοδεύω ὡς μιὰ ἀπόσταση.
6. κονταυγή=τὸ χάραμα, τὸ ξημέρωμα.
7. γαλάρια=(λέγεται κυρίως γιὰ ζῶα) αὐτὴ ποὺ ἔχει γάλα.
8. πυρώνομαι=ζεσταίνομαι στὴ φωτιά.
9. «εὐτοῦνο εὐτοῦ»=αὐτὸ ἐκεῖ.
10. Μουλάτσι=τὸ χωριὸ Ἑλληνικό, κοντὰ στὴ Μεγαλόπολη.
11. κλωνά=κλωστή.
12. κοτσιόνι=(χαϊδευτ.) παιδί.
13. πέσε=πές.
14. Ἀλητσέλεπη=χωριὸ τῆς Μεσσηνίας.
15. «…νὰ τὴ βαρέσει»=νὰ τὴν κλέψει.
16. βασκαντούρι=τὸ ὄμορφο, αὐτὸ ποὺ κινδυνεύει νὰ ματιαστεῖ.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου