ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΡΑΒΑΝΗ
Μπερδεμένη ἡ
καταγωγὴ τῆς οἰκογένειας. Ἄλλοι λένε πὼς εἶναι κλάδος τῶν Σγουραίων, ἄλλοι πὼς ἦρθαν
ἀπὸ τ’ Ἀρκουδόρεμα. Γενάρχης φέρεται κάποιος Θιοφίλης. (Ραβανοθιοφίλης). Ὁ
Θιοφίλης εἶχε τὸν Λιά, τὸν Μήτσιο καὶ τὴ Φωτεινὴ ποὺ παντρεύτηκε ὁ Παναγιώτης ὁ
Λαγός.
Ἡ Πετρουλογληγόραινα τὸν ἄντρα της τὸ Γληγόρη τὸν ἔλεγε
«Σπασοθιοφίλαινα».
Ἡ Θιοφίλαινα ἤτανε…καλλονῆς.1 Ρώτησε κάποτε ἡ Βρωτσαρεστήραινα (Ἄννα Φίλιου) τὸν
παπα Γιώργη, ἐφημέριο τότε τῶν Λεφτιναίων, γιὰ τὸν γαμπρὸ ποὺ θὰ κάνανε. (Ἐννοοῦσε
τὸν Κώστα Σγοῦρο ἢ Καραφοῦσο ἀπὸ τὸ Δυρράχι, ἀδερφὸ τοῦ Τσιάμη, ποὺ θά ’παιρνε
τὴν ἀδερφὴ τοῦ Πλύμμα τὴν Τασία, ξαδέρφη τῆς Βρωτσαρεστήραινας).
- Τί λογὸς 2
εἶν’ ὁ γαμπρὸς παπα Γιώργη;
- Ἄννα, καὶ βάλε μου καὶ νὰ φάω καὶ θὰ σοῦ εἰπῶ…, λέει ὁ παπα Γιώργης μὲ τὸν τρόπο ποὺ τά ’λεγε. Ἤθελε ἴσως ν’ ἀποφύγει τὸ σχολιασμό.
Ἐκεῖ, νὰ μάθει ἡ Βρωτσαρεστήραινα. Ἐντέλει τῆς ἐξηγήθηκε ὁ
παπάς:
- Ἔ, μωρ’ ἀδερφή, καὶ ἅμα βάλεις καὶ γένεια καὶ μουστάκι τῆς
Θιοφίλαινας καὶ θὰ εἶναι ὅμοιος ὁ γαμπρός…
Ὁ Λιὰς εἶχε τὸν
Γκίτα ποὺ ἤτανε λεβέντης. Ὅπως ἔχουμε ξαναπεῖ, ὅταν πηγαίνανε σὲ κάνα γάμο τὸν ἔβαναν
μπροστὰ γιὰ μόστρα. «Μπροστὰ Ραβάνη, πίσω Σκαντάλη», λέγανε. Ἀπὸ πρῶτο γάμο εἶχε
τὸν Παναγιώτη, πατέρα τοῦ Θρασύβουλου, τοῦ Λιὰ καὶ τῆς Θοδώρας.
Ὁ Γκίτας ἤτανε μυλωνὰς στὴν Καμαρίτσα. Εἶχε πεθάνει ἡ γυναίκα
του κι ἔβαλε στὸ μάτι νιὰ χήρα, τὴ Σοφία Λουρίδα. Ἤτανε λεβέντισσα ἡ χήρα καὶ δὲν
ἵδρωνε τ’ αὐτί της στὴν πολιορκία τοῦ Γκίτα.
Ὅταν νιὰ φορὰ πῆγε ἡ Σοφία ν’ ἀλέσει στὸ μύλο, ἔτυχε νὰ μὴν
εἶναι ἄλλος ἀπαλέστης.3 Εὐκαιρία
γιὰ τὸν Γκίτα.
Κόβει, ποὺ λέτε, τὸ νερό4 - τάχατες
κάτι χάλασε - καὶ χώνεται στὴ χούρχουρη.5
- Σοφία!, φωνάζει, μοῦ δίνεις τὸ σκεπάρνι; Νά, ἐδῶ στὴ
σταματήρα…6
Χωρὶς νὰ ψυλλιαστεῖ ἐκείνη βάνει τὸ χέρι της μὲ τὸ σκεπάρνι
στὴν τρούπα. Ὁ Γκίτας εἶχε δέσει ἕνα σκοινὶ στὴ φτερωτή.7 – Λίγ’ ἀκόμα, δὲ φτάνω…, τῆς λέει. Κάνει ἔτσι, περνάει
τὸ χέρι της μὲ σουρτοθηλιὰ8 καὶ τὴ δένει ἀπὸ τὴ φτερωτή. Ἀνέβηκ’ ἀπάνου. Ἡ Σοφία
σπαρτάραγε σὰν ψάρι, φώναζε καὶ κλώτσαγε. Τὴν κατάφερε ὁ Γκίτας καὶ τή…μερεμέτησε.9
Μετά, ἀφοῦ τὴν ἔλυσε, τῆς λέει:
- Τώρ’ ἅμα θέλεις παντρευόμαστε. Εἰδεμή…, ἐγὼ νιὰ βολὰ10
στὸ γιόμισα τ’ ἄντερό σου!...
Μὲ τὴ νέα του
γυναίκα, τὴ γριὰ Βλάχα, ὁ Γκίτας ἀπόχτησε τρία παιδιά. Τὸν Γιώργη, τὸν Κώστα καὶ
τὸν Μήτσιο. Ὁ Μήτσιος ὁ Ραβάνης τοῦ Θιοφίλη, εἶχε τὸν Γκίτα τὸν Δασκαλάκο καὶ τὸν
Δῆμο (Ραβανοδῆμο).
Ὁ Δασκαλάκος ἔκανε δάσκαλος στὸ χωριό. Τοὺς τιμωρημένους
μαθητὲς τοὺς πήγαινε καί…ξεχαλικίζανε 11
τὰ χωράφια του.
Ὅταν ἤτανε νέος ὁ Δασκαλάκος, πήγανε μὲ τὸν Σγουρογιωργάκη
στὸ παγκύρι στοῦ Μπούρα. Μπορεῖ νὰ ’ν τοῦ ’λειπε τὸ μπόι μὰ ἤτανε μερακλής.
Τραγούδαγε καὶ χόρευε καλά. Μερακλώθηκε, ποὺ λέτε, ὁ Δασκαλάκος κι ἀρχίνησε τὸ
χορό. Ἕνας βιολιτζὴς τούειπε τότε ’να τραγουδάκι πού ’φκιασε ’κείνη τὴ στιγμή:
«Τὸν κοντὸ μὲ τὸ καπέλο
βράδυ σπίτι μου τὸν θέλω.
’Κεῖνον τ’ ἄλλον τὸν ψηλό,
ποὺ σταλίζει σὰν τὸ ζὸ12
δὲν τὸν θέλω νὰ τὸν ’δῶ.
Καὶ δός του πήδημα ὁ Δασκαλάκος καὶ δός του λεφτὰ στὰ ὄργανα.
Ὅσες σφάντζικες 13 εἶχε τὶς
χάλασ’ οὗλες!.
Τό ’πινε γερὰ τὸ κρασάκι του ὁ Δασκαλάκος καὶ τοῦ ’λεγε ἡ
γριά του:
- Δὲ ντρέπεσαι, μωρέ, τί θὰ λέει ὁ κόσμος;…
- Ναί, μωρ’ Βασιλική, θὰ λέει ὁ κόσμος ὅτι ὁ Δασκαλάκος
μέθυσε…Γιατ’ εἶν’ ἡ πρώτη βολά!...
Κάποτε πάλι, τοῦ λέει ἡ γριά του:
- Τό ’μαθες γέρο, ἀκρίβηνε τὸ κρασί…
- Καλύτερα γριά, τῆς ἀποκρίνεται ὁ Δασκαλάκος, νὰ μὴν τὸ
παίρνουνε οἱ ἄλλοι, νὰ ’ν τὸ πίνω οὗλο ἐγώ…
Κάποτε τρυγάγανε στὴ Μεσσηνία. Στὴν παρέα τοῦ Δασκαλάκου ἤτανε
κι ἡ γυναίκα τοῦ Κολοβογιώργη, ἡ Θιοφάνω, καὶ συγκάηκε ἡ κακομοίρα. Δὲν εἶχε σὲ
ποιὸν νὰ ’ν τὸ εἰπεῖ καὶ παίρνοντας θάρρος τόειπε στὸ Δασκαλάκο, μιὰς κι ἤτανε
παντρεμένος κι αὐτός.
- ι, Γκίτα μου, ι συγκάηκα!...14
- Ἅμμο, ἅμμο Θιοφάνω…, τῆς κάνει ὁ Γκίτας.
Πάει ἡ Θιοφάνω, μπουχιέται15 μὲ ἅμμο κι ὅπως ἤτανε
καυτὸς16 ψήθηκε ἡ μαύρη.
Ὁ Ραβανοδῆμος ἤτανε ἄντρακλας μέχρι ’κεῖ πάνου, ἀλλὰ μπὶτ ἄνευρος.
Κάποτε πούειχανε πάει οἱ Λεφτινιῶτες στὸν Πύργο τῆς Ἠλείας στὴν ἀξίνα, 17 πῆγε κι αὐτός. Κάτι παραξηγηθήκανε νιὰ ἡμέρα
μὲ κάτι Ἀρβανίτες ποὺ τοὺς ἐπιτεθήκανε. Πισθοχωρούσανε οἱ Λεφτινιῶτες κι ὁ Δῆμος
πέρα βρέχει. Καθότανε καὶ τοὺς χάζευε. Ὅταν εἶδε τὰ καθέκαστα ὁ Γιωργάκης ὁ Σγοῦρος
πάει κοντὰ στὸν Δῆμο καὶ τοῦ κόβει ἕνα σκαμπίλι. Ἀνάβουν τὰ αἵματα τοῦ Δήμου κι
ὁρμάει καταπάνου στοὺς Ἀρβανίτες κουνώντας τὴν ἀξίνα του. Ἔ, ἀκόμα λακᾶνε οἱ Ἀρβανίτες…
Ὁ Ξενοφῶνος ὁ Ραβάνης ἤτανε γιὸς τοῦ Δήμου.
Ὅταν παντρεύτηκε ὁ Σπυρολεωνίδης, τὴ Σπυρολεωνίδαινα τὴ
λιγουρευότανε ὁ Ξενοφῶνος. Ὅταν ἐκείνη πέρναγε μὲ τὰ πουρνάρια γιὰ τὸ φοῦρνο
ζαλιά, τὴν ἔπαιρνε ἀπόκοντα καὶ τῆς τράβαγε τὰ κλαριά.
- Λεωνίδαινα, θέλω νὰ μοῦ δώκεις κάτι…
- Τί, μωρὲ κακόμοιρο;
- Νά, ἀπὸ ’κεῖνο ποὺ δίνεις στὸ Λεωνίδα…
Γιὸς τοῦ
Ραβανοδήμου ἤτανε κι ὁ Κώτσιος.
Ὁ Κώτσιος ἤτανε σιδηρουργὸς στὸ Δυρράχι καὶ τοῦ ’μεινε τὸ παρατσούκλι
«Γύφτος». Καλὸς τεχνίτης ἀλλ’ ἀδυνατούλης καὶ κακεχτικός. Δὲν εἶχε ἀντοχὴ νὰ
χτυπήσει τὸ σίδερο στὸ ἀμόνι. Ὁ Βρωτσαντώνης ποὺ πῆγε κάποτε νὰ φκιάσει
ξινάρια, γιόμισε μιὰ κατσαρόλα σπανακόρυζο κι ἀνάγκασε τὸν Κώτσιο νὰ κάτσει νὰ
φάει πρῶτα καὶ μετὰ νὰ πιάσει τὸ σφυρί.
Ἔκανε καὶ τὸν πεταλωτὴ. Σταμάτησε τὸ ἐπάγγελμα ὅταν νιὰ ἡμέρα
τοῦ βγῆκε τὸ σφυρὶ κι ἔπεσε στὸ …πηγάδι.
Τοῦ ’μεινε τὸ στειλιάρι στὰ χέρια…
Κάποια ἡμέρα, ἤτανε τὸ 1937, ὁ Βασίλης Κολοβὸς ἐγγονὸς τοῦ γερο Βασίλη κι ὁ Παμεινώντας Σπυρόπουλος, τοῦ Γληγόρη, βαρέσανε τὴν κόρη τοῦ Ραβανοκώτσιου τὴ Νικολέττα. Πάει κλαίγοντας τὸ κορίτσι, βγαίνει ὁ Κώτσιος - ἤπιο ἀνθρωπάκι - βρίσκει τοὺς δράστες, τοὺς πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοὺς πήγαινε γιὰ…ἀναπαράσταση.
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη νά κι ὁ Γληγόρης, ὁ πατέρας τοῦ Παμεινώντα
καὶ θεῖος τοῦ Βασίλη.
- Ρὲ Κώτσιο, ποῦ τὰ πᾶς τὰ δικά μου τὰ παιδιά; Χωροφύλακας ἔγινες;
Κι ὥσπου ν’ ἀνοίξει τὸ στόμα του ὁ Κώτσιος τοῦ ἀνάβει ἕνα
σκαμπίλι πούειδε τὸν οὐρανὸ σφοντύλι…
Ὁ Νικολὴς ὁ
Γούναρης ἤτανε γιὸς τοῦ Δασκαλάκου. Πῆρε τ’ ὄνομα «Γούναρης» ἀπὸ κάποιον φίλο
του στὴν Πάτρα ποὺ τὸν δίωκαν τὸ 1925 οἱ Βενιζελικοί. Ὁ Νικολὴς τὸν φυγάδεψε στὸ
χωριό. Ἦταν ἐξυπνότατος καὶ κοσμοπερπατημένος. Ἀπὸ Ὀδησσὸ μέχρι τὴν Ἀντὶς Ἀμπέμπα.
Ἔκανε ὑπασπιστὴς τοῦ Γαριβάλδη καὶ στὴ λεγεώνα τῶν ξένων.
Ὁ παπα Βασίλης διάβαζε τὴ ’φημερίδα ὄξ’ ἀπὸ τὸ μαγαζὶ τοῦ Ἀρεστείρη.
Ἄκουγαν οἱ ἄλλοι. Νιὰ εἴδηση ἔλεγε πὼς στὸν Πειραιὰ σ’ ἕνα «χαμαιτυπεῖον» δυὸ «ἱερόδουλες»
ξεμαλλιαστήκανε. Ρωτήσανε τότε τὸν παπὰ τὶ εἶναι «ἱερόδουλες». Ὁ παπὰς τοὺς ἐξήγησε
πὼς εἶναι οἱ …καλογριές! Μᾶλλον δὲν ἤθελε νὰ ’ν τοὺς εἰπεῖ τὶ εἶναι ἀκριβῶς γιὰ
νὰ μὴν τοὺς…πονηρέψει….
Ὁ μπάρμπα Νικολάκης ὁ Γούναρης ὅμως δὲν ἔκρυβε τὰ λόγια
του.
- Οἱ πουτάνες στὸ μπουρδέλο σκοτωθήκανε, παπα Βασίλη!.
Κάποιος, πάλι, ποὺ γιόρταζε κάλεσε ὅλους ὅσοι ἤτανε στὸ μαγαζί
- καὶ τὸ Γούναρη μαζί - νὰ πᾶνε νὰ ’ν τὸν «χαιρετήσουν».
Ὥσπου νὰ ’ν τοὺς τρατάρουνε, αὐτὸς ποὺ γιόρταζε τοὺς ἔδειξε
νιὰ φωτογραφία τοῦ νεοαρρεβωνιασμένου γιοῦ του καὶ τῆς νύφης. Συφωνήσανε ὅλοι πὼς
ἡ νύφη ἦταν ὡραῖα κι εὐκηθήκανε. Ὁ μπάρμπα Νικολής, τελευταῖος λόγω…ὕψους,
γύρεψε νὰ εἰδεῖ. Περιεργάστηκε τὴ φωτογραφία καὶ λέει:
- Ζωὴ νὰ ’χουνε τὰ παιδιά σου…, ἀλλὰ ’σεῖς ρὲ δὲν εἴσαστε
κανένας ἄντρας νὰ εἰπεῖ τὴν ἀλήθεια; Εὐτούνη μοιάζει μὲ τὴν κυρά μου τὴ
Θιοφίλαινα. Κρίμα στὸν λεβέντη…
Κάποτε στὸ κομάσι18 τοῦ γουρουνιοῦ του
κούρνιαζε ἕνας κόσσυβας.19 Βγῆκε
ὁ Γούναρης γιὰ τὸ μαγαζὶ καὶ γλέποντας τὶς γυναῖκες στὴ ρούγα20
τὶς χαιρέτησε κι ἔκατσε νὰ εἰπεῖ κανιὰ κουβέντα. Ἀφοῦ καλαμπουρίσανε, ἔκανε νὰ
φύγει καὶ τοὺς λέει:
- Μωρ’ γυναῖκες, στὸ κομάσι μου κουρνιάζει ἕνας κόσσυβας.
Ποιά μπορεῖ νὰ ’ρθεῖ νὰ μοῦ τὸν πιάσει;…
Τὰ τελευταία χρόνια του τὰ πέρασε στὴν Ἀθήνα. Κάποιο καλοκαίρι
πῆγε στὸ χωριὸ καὶ τριγυρνώντας ἀντάμωσε τὴν Καρούτσαινα.
- Τί κάνεις Νικολή μου, καλωσόρισες!.
- Εὐχαριστῶ Γιώργαινά μου, νὰ μπόρηγα καὶ νάηθελες!…
- Τί κραίνεις21 μωρὲ κακομοίρη;
- Κουβέντα εἶπα Γιώργαινά μου, δὲν ἔκοψα κεφάλια. Ἀλλὰ ἐσεῖς
ἐδῶ εἴσαστε σὰν τὶς ἀγριαγκινάρες· καὶ ποῦ νὰ εἰδοῦτε φουρὼ καὶ μίνια νὰ
τρελλαθοῦτε!...
______________________________________
1. «καλλονῆς»=(ἐδῶ εἰρων.) ἄσχημη.
2. «τί λογός»=τί λογῆς, πῶς εἶναι.
3. ἀπαλέστης=ὁ πελάτης τοῦ
μύλου. Αὐτὸς ποὺ πήγαινε ν’ ἀλέσει.
4. κόβω τὸ νερό=ἀλλάζω τὴ ροὴ τοῦ
νεροῦ.
5. χούρχουρη=τὸ σημεῖο ποὺ πέφτοντας τὸ νερὸ μὲ ὁρμὴ
γυρίζει τὴ φτερωτὴ ποὺ δίνει τὴν
κίνηση.
6. σταματήρα=ὄργανο ποὺ ἀπομόνωνε τὴ
φτερωτὴ ἀπὸ τὴ ρόδα, γιὰ νὰ σταματάει
προσωρινὰ ἡ ἄλεση.
7. φτερωτή=κύριο ἐξάρτημα τοῦ νερόμυλου, αὐτὸ
πού, μὲ τὴν πτώση τοῦ νεροῦ, ἔδινε
τὴν κίνηση στὴ ρόδα ἄλεσης.
8. σουρτοθηλιά= ἕνα εἶδος θηλιᾶς, βρόγχος.
9. μερεμετάω=ἐπιδιορθώνω στὰ γρήγορα,
(μτφ) ἡ σεξουαλικὴ πράξη.
10. νιὰ
βολά=μιὰ φορά, πάντως.
11. ξεχαλικίζω= καθαρίζω τὸ
χτῆμα ἀπὸ τὶς πέτρες καὶ τὰ χαλίκια.
12. ζό= ζῶο.
13. σφάντζικα= δεκάρα.
14. Ἡ Θιοφάνω
χρησιμοποιοῦσε στὴν ὁμιλία της - ἔτσι τουλάχιστον ἔχει
ἐπικρατήσει - τὸ «ι» σὰν
πρόθεμα τῶν λέξεων.
15. μπουχιέμαι (ἤ
μπουχίζομαι)=ραντίζομαι.
16. ἡ ντοπολαλιὰ τῶν
Λεπτινιωτῶν θέλει τὴ λέξη «ἅμμος»
ἀρσενικοῦ γένους.
17. Οἱ Λεπτινιῶτες
πήγαιναν σὰν σκαφτιάδες στὴ «Μεσσένια»
κυρίως ἢ καὶ ἀλλοῦ. «Παγαίνανε στὴν ἀξίνα».
18. κομάσι=κουμάσι, χῶρος
γιὰ τὰ χοιρινά.
19. κόσσυβας (πληθ. τὰ
κοσσύβια)=τὸ κοτσύφι.
20. ρούγα=δρόμος, ἡ
γυναικεῖα (κυρίως) συνάθροιση τοῦ δρόμου ὅπου
ἀντάλλαζαν πληροφορίες καὶ ἔκαναν
τὰ «κοινωνικά τους σχόλια».
21. κραίνω=λέω, μιλῶ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου