ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΓΟΥΡΟΥ
Ἡ οἰκογένεια δὲν εἶναι ὁμοιογενής. Σγοῦρος γράφτηκε κι ὁ
Δημητράκης ὁ Καήμης, ποὺ τὸν ἄφησαν μικρὸ οἱ Λαγκαδιανοί.1 Ὁ
Κωσταντὴς εἶχε μοναχογιὸ τὸν Γιαννάκη ἤ Γκιτακογιαννάκη, γνωστὸ γιὰ τὰ
χολιάσματά του.2
Ἡ γυναίκα τοῦ Κωσταντῆ ἤτανε ἀνοικοκύρευτη. Ὅταν πέθανε
καὶ πήγανε νὰ ’ν τὴν ξενυχτήσουνε, ὁ Βρωτσοθανασούλης – καλαμπουριτζὴς ἀπὸ τοὺς
λίγους – μπήγει τὴ φωνή:
- Ἄχ, μοδίστρα
μου!...σιδερώστρα μου!...ἀνυφάντρα μου! 3…ποῦ μᾶς ἀφήνεις!;
Ἀρχινάει τὰ κλάηματα ὁ
γερο Κωσταντής.
- Βοηθᾶτε ρ’
ἀδέρφιααα!!!
Ὁ Γιαννάκης ἤτανε καλὸς χτίστης. Στὰ χωράφια ὅλοι οἱ δυσκολόχτιστοι
τοίχοι, ποὺ σώζονται μέχρι καὶ σήμερα, εἶναι δικοί του. Ἐχθρός του ἤτανε – ὅπως
κι οὕλων τῶν Λεφτινιώτωνε, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε – τὸ νερό.4 Στὰ πόδια
του, σκεδὸν ξυπόλητα μέσ’ στὰ γουρνοτσάρουχα, «φυτρώνανε σπανάκια».5
Κάποτε ποὺ λίχναγε6
ἔκατσε, λέει, στὰ μαλλιά του ἕνα κριθαρόσπυρο. Ὅταν μὲ τὰ πρωτοβρόχια βράχηκε,
...φύτρωσε!.
Ὁ Γκίτας ὁ Σγοῦρος ἢ Τσιεκὰς ἤτανε πιὸ γνωστός. Πῆγε στὴν
Ἀμερικὴ κι ἐκεῖ ἔκανε τὸν μάγο. Ἀγύρτης ἤτανε. Ξεγέλαγε τὸν κόσμο μ’ ἕνα σταυρὸ
ποὺ ἔβγανε ἀπὸ τὴν τσιέπη του κι ἔκανε τὸ νερὸ πότε νὰ κοκκινίζει, πότε νὰ
γίνεται μαῦρο. Εἶχε διπλὴ τσιέπη μὲ διαφορετικὴ μπογιὰ στὴν καθεμνιά.
Κάποτε διάδωσε πὼς γνώριζε σὲ κάποιο χωράφι ἕναν κρυμμένο
θησαυρό. Μέχρι κι ὁ παπα Γιάννης, ἔξυπνος ἄνθρωπος, τὸν πίστεψε.
Τὸν τάιζε, τὸν πότιζε
καὶ τὸν χαρτζιλίκωνε τὸν Τσιεκά, γιὰ νὰ ’ν τοῦ δώσει…τὴ χρυσὴ πατερίτσα.
Τόνε ρώτησε ὁ παπὰς
νιὰ ἡμέρα τὶ φαῒ θέλει καὶ τ’ ἀπάντησ’ ὁ Τσιεκάς:
- Ροζμπίφ!...
…Τόειχε ἀκούσει στὴν
Ἀμερική…
Στὴν Καλαμάτα ποὺ ἔμενε ὁ Τσιεκὰς γνωρίστηκε μὲ κάνα δυὸ
ἀντρόγυνα καὶ τοὺς μίλησε γιὰ τὸν «θησαυρό». Ὁ ἕνας μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἄντρες
λεγότανε Κάτσος καὶ καταγότανε ἀπ’ τὸ Νιχώρι.
Τοὺς ἔφαγε ἀρκετὰ
λεφτά, ἀλλὰ κάποτε ἦρθ’ ἡ ὥρα νὰ πᾶνε νὰ πάρουνε τὸν θησαυρό. Τοὺς παίρνει, τὸ
λοιπόν, μαζί του ἀποβραδὶς καὶ ’κεῖ κατὰ τὰ μεσάνυχτα φτάσανε στὸν Ἅγιο Νικόλα.
– Ξυποληθεῖτε, τοὺς λέει, γιὰ νὰ μὴν ἀκουστοῦμε!
Τοὺς πέρασε μέσα ἀπὸ τὶς Λάκκες κι ἀπὸ ’κεῖ στοῦ Λαδᾶ.7
Ὅταν ἤρθανε στὸ Κρίτσιαλο, 8 ἔτυχε στὸ χωράφι τῆς ἀδερφῆς του, τῆς
Παναγιώτας τῆς Τσιεκοστάθαινας, νά ’χουν βγάλει πέτρες. Τηράει τοὺς λάκκους καὶ
πέφτει, τάχατες, ξερός. Βάνουνε τὶς φωνὲς οἱ ἄλλοι, τὸν συνεφέρνουνε. Ὁ Γκίτας
κοπανιότανε.
- Μᾶς προλάβαν’
ἄλλοι…
- Σώπα μωρὲ Γκίτα,
λέει ἡ Παναγιώτα ἡ παμπόνηρη ἀδερφή του πούειχε στὸ μεταξὺ ἔρθει, ἐγὼ τὰ
πῆρα!...
Ὅταν ὁ Τσιεκὰς ἦταν στὴν Ἀμερική, ἡ γυναίκα του ἡ Καντιάνα
ἔμενε στὸ χωριό. Εἴχανε σεμπρέψει9
ἡ Καντιάνα, ἡ κουνιάδα της ἡ Τσιεκοστάθαινα καὶ ἡ Τασίνα Μαυρίκη. Ἡ πρώτη
ζωντοχήρα, οἱ ἄλλες δύο χῆρες.
Ζέψανε νιὰ γελάδα κι
ἕνα γάιδαρο γιὰ νὰ κάνουν ζευγάρι.10 Ὁ γάιδαρος ὅμως ξεφηκάρωνε.11
Καλαμπουριτζοῦ ἡ Καντιάνα ἡ Τσιεκογκιτοῦ ἔπιανε τό…ἐργαλεῖο τοῦ γάιδαρου
γιὰ νὰ ’ν τὸν φέρει…στὴν τάξη. Ἔκανε «ἀστεῖες», ὅπως ἔλεγε.
Ἡ Τασίνα ἤτανε
νεότερη. Ἔκανε ἡ ἔρμη τὴ μνιὰ ὑπομονή, ἔκανε τὴν ἄλλη… Στὸ τέλος ἕνα βράδυ ποὺ
ἐρχότανε ἀπὸ τὸ χωράφι, μόλις ἔφτασε στὸ σπίτι, φώναξε τὰ παιδιά της – δυὸ
κορίτσια κι ἕνα γιό – νὰ πάρουν τὴ γελάδα κι ἐκείνη ἔφυγε ἀποβραδὶς καὶ πῆγε
στ’ Ἀρφαρᾶ, ὅπου παντρεύτηκε τὸν Κρέπη.
Ὁ Σγουροθοδωρὴς ἐγκαταστάθηκε στὸν Πύργο τῆς Ἠλείας. Εἶχε
τὸν Γιώργη. Γιὸς τοῦ Γιώργη ἦταν ὁ Διονύσης ποὺ παντρεύτηκε τὴν Παναγούλα
δυχατέρα τοῦ Γιώργη τοῦ Κεφάλα τοῦ Καρούτσου.
Ὁ Παναγιώτης Σγοῦρος ἢ Ποῦλος, ἀδερφὸς τοῦ Σγουροθοδωρῆ,
εἶχε τὸν Σταματέλο καὶ τὸν Ἀρεστείρη.
Ὁ Σταματέλος ἤτανε ἤπιος ἄνθρωπος. Παντρεύτηκε τὴ Φωτούλα
τοῦ Κολοβαναστάση.
Κάποτε καθόντανε στὸ
παραγώνι καὶ λέγανε αἰνίγματα. Λέει ἡ Φωτούλα στὸν γιό της τὸν Παναγιώτη τὸν
Χαμιδιέ:
- Παναγιώτη, ρώτα τὸν
μπάρμπα σου τὸν Ἀρεστείρη,
«πάνου γένεια, κάτου γένεια
καὶ στὴ μέση μπεζεστένια», τί
εἶναι;
- Τῆς μάνας σου ὁ
κῶ..ς!, ἀπαντάει χωρὶς κανιὰ ἀμφιβολία ὁ Ἀρεστείρης.
Ὁ Σγουραναστάσης, ἀδερφὸς τοῦ Σγουροθοδωρῆ καὶ τοῦ
Παναγιώτη τοῦ Πούλου, εἶχε τὸν Κώστα τὸν Ἀρμυρό, ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὴν
Καλαμάτα, τὸν Γιωργάκη καὶ τὸν Δημήτρη τὸν Μπατσικούρη.
Ὁ Γιωργάκης – ὀνομαστὸς γιὰ τὸ πεῖσμα του – εἶχε μαγαζὶ
στὸ χωριό. Ὅταν κατὰ τὸ 1923 ἔφυγε γιὰ τὴν Καλαμάτα τὸ πούλησε τὸ μαγαζὶ στὸν
Ἀρεστείρη.
Ὁ Δημήτρης ὁ Μπατσικούρης ἔφκιανε τὸ καλύτερο κρασὶ τῆς
περιοχῆς.
Ἤτανε τόσο ἐγωιστὴς
ποὺ ἢ «ἐγωιστής» ἔλεγες ἤ «Μπατσικούρης» ἤτανε τὸ ἴδιο πρᾶμα. Δικαιολογημένα ὅμως, γιατὶ ἐνῶ ξεκίνησε
πάμφτωχος ἀγόρασε ἀπὸ τὸν ἀδερφό του τὸν Γιωργάκη ἀμπέλια καὶ χωράφια κι ἔκανε
σεβαστὴ περιουσία. Καὶ καυχιότανε:
- Ἔγινα νοικοκύρης,
καλῶς το μου! 12 Ἔχω χώματα,
ρέ!.
Ὁ Μπατσικούρης ἀπόχτησε δυὸ γιούς. Τὸν Νικήτα τὸν Ψόλακα
καὶ τὸν Θόδωρο. Ἀπόχτησε καὶ δύο δυχατέρες. Τὴν Καλλιρρόη ποὺ παντρεύτηκε ὁ
Ἀνδρέας Καίσαρης ἀπὸ τὸν Ἄκοβο, (εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔφτιαξε τὸ καμπαναριὸ τῆς
Ἐκκλησίας ὅπου φαίνονται καὶ τὰ ἀρχικὰ τοῦ ὀνόματός του) καὶ τὴν Παναγιώτα ποὺ
παντρεύτηκε τὸν Γιώργη τὸν Μῆτρο, τὸν Μητράκο, ἀπὸ τὸν Ἄκοβο κι αὐτόν,
φαρμακοποιὸ στὴν Καλαμάτα.
Ὁ Νικήτας ὁ Ψόλακας δούλευε ἀχθοφόρος στὴ ΣΠΑΠ,13
ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι Λεφτινιῶτες. Κατέβηκε κάποτε νιὰ γυναίκα ἀπὸ τὸ τραῖνο
καὶ ζητοῦσε ἀχθοφόρο νὰ μεταφέρει τὶς βαλίτσες της. Ἀπευθύνθηκε στὸν Γιώργη
τὸν Κεφάλα τὸν Ραδίκια ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντά.
- Κύριε, θέλω ἕναν
ἀχθοφόρο.
- Φωνάξτε τὸν κύριο
Ψόλακα, τῆς λέει ὁ Ραδίκιας.
Ἀπονήρευτη ἐκείνη ἀρχίνησε νὰ φωνάζει:
- Κύριε Ψόλακα, κύριε
Ψόλακα!…
…κι ἔγινε τῆς
κακομοίρας…
_________________________________________
1. Λαγκαδιανοί=ὀνομαστοὶ χτίστες ἀπὸ τὰ
Λαγκάδια τῆς Ἀρκαδίας.
2. χόλιασμα=πείσμωμα.
3.
ἀνυφάντρα =εἰδικὴ στὴν ὕφανση, ὑφάντρα.
4. Εἶναι, ἐπίσης, ἀλήθεια ὅτι τὸ χωριὸ δὲν
εἶχε ποτὲ ἄφθονο νερό.
5. «στὰ πόδια του φύτρωναν σπανάκια»=ἔκφραση
ὑπερβολικῆς ἀπλυσιᾶς.
6. λιχνάω=χωρίζω τὸν καρπὸ ἀπὸ τὰ ἄχυρα
τινάζοντάς τα στὸν ἀέρα.
7,8. περιοχὲς κοντὰ στὸ χωριό.
9. σεμπρεύω=συνεργάζομαι μὲ ἄλλον γιὰ
ἀλληλοβοήθεια στὴν καλλιέργεια.
10. «κάνω ζευγάρι»=ὀργώνω μὲ ζεῦγος ζώων.
11. ξεφηκαρώνω (φηκάρι=θηκάρι, θήκη)=λύνω
(-ομαι) ἀπὸ τὸν ζυγό.
12. «καλῶς το μου», ἔκφραση τοῦ Μπατσικούρη.
13.
ΣΠΑΠ=Σιδηρόδρομοι Πειραιῶς, Ἀθηνῶν, Πελοποννήσου. Μαζὶ μὲ τὴν ἑταιρεία ΣΕΚ
(=Σιδηρόδρομοι Ἑλληνικοῦ Κράτους) συγκρότησαν τὸν ΟΣΕ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου