ΚΤΗΤΟΡΙΚΟΝ και ΑΝΕΚΔΟΤΑ του ΛΕΠΤΙΝΙΟΥ ΑΡΚΑΔΙΑΣ - 12

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ  ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


 Ὁ Σπῦρος Βρῶτσος, ὅπως ἔχουμε εἰπεῖ, ἀφοῦ κρεμάστηκε ὁ ἀδερφός του ὁ Γιάννης, γράφτηκε Σπυρόπουλος. Εἶχε γιοὺς τὸν Στάθη καὶ τὸν Θανάση.
Στάθης εἶχε τὸν Νικολάκη (Σταθονικολάκη), τὸν Σπύρο, τὸν Γιάννη καὶ τὸν Λεωνίδη. Ὁ Σταθονικολάκης ἐγκαταστάθηκε, γύρω στὰ 1920, στοῦ Μελιγαλᾶ.

Σπῦρος μὲ τὸν Λεωνίδη καὶ τὸν Γιάννη εἴχανε συνεταιρικὰ ἕνα πηγάδι, ποὺ σώζεται μέχρι σήμερα μὲ τ’ ὄνομα Σπυραίικο. Οἱ δύο πρῶτοι εἴχανε καὶ κῆπο. Ὁ Γιάννης εἶχε δικαίωμα νὰ παίρνει μόνο νερό.
Κάποτε, τὸν Ἰούλιο, τὸ νερὸ ἤτανε λίγο καὶ δὲν ἔφτανε νὰ ποτίζουνε τὶς κολοκυθιές. Δὲν ἀφήνανε, λοιπόν, τὸν Γιάννη νὰ παίρνει νερὸ κι ἀρχινήσανε τοὺς τσακωμούς. Ἡ κόρη τοῦ Γιάννη μάλιστα πῆγε κι …ἔχεσε μεσ’ στὸ πηγάδι.
Φαίνεται πὼς τὰ πράματα πήρανε ἄσκημο δρόμο γιατὶ νιὰ ἡμέρα ’κεῖ ποὺ ἁλωνίζανε τοὺς φώναξε ὁ Γιάννης:
- Ρέ κερατάδες, ἐγὼ δὲ θὰ κάτσω νὰ μὲ σκοτώσουτε σὰν τὸν Παναγόγιαννη!.
Τ’ ἄκουσε ὁ Γιωργάκης Σγοῦρος, ἔβαλε μάρτυρες καὶ τοὺς κατάγγειλε. Πέσαν’ οὗλοι ἀπάνω. Ὁ ἀδερφός τους ὁ Σταθονικολάκης πῆγε στὸν Παναγογιώργη, ἀδερφὸ τοῦ σκοτωμένου Παναγόγιαννη, τὸν παρακάλεσε καὶ πῆγε στὸ δικαστήριο μ’ ἕνα ψεύτικο γράμμα καὶ κατάθεσε ὅτι ὁ ἀδερφός του τάχατες βρίσκεται στὴν Ἀμερική. Ἔτσι γλύτωσαν ὁ Σπῦρος κι ὁ Λεωνίδης τὴν τιμωρία.
Γιὰ νὰ ψευδομαρτυρήσει ὁ Παναγογιώργης, ὁ Σταθονικολάκης ὑποχρεώθηκε νὰ δώσει τὴν κόρη του τὴ Σταυρούλα στὸν γιὸ τοῦ Παναγογιώργη τὸν Νικολὴ τὸν Βοῦρκο, πούειχε χηρέψει.

ταν ἤτανε νὰ παντρευτεῖ ὁ Σπῦρος τὴ Σιωρομαριὰ ἀπὸ τὸ Δυρράχι, κι ἐνῶ οἱ Δυρραχίτες γλεντάγανε καὶ περιμένανε τὸ συμπεθεριό, αὐτὸς πῆρε τὰ ζά του καὶ τὰ πῆγε γιὰ βοσκή. Ἤθελε νὰ πάρει περσότερη προίκα…

Γιάννης παντρεύτηκε τὴ Γιωργίτσα τοῦ Μαυριανοθοδωράκη. Ὅταν ἦταν ἀρρεβωνιασμένος βρῆκε τὸν μπάρμπα του τὸ Ραβανογκίτα στοῦ ’Σχήρας1 καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ’ν τοῦ μάθει χορό. Ἔτσι ἔμεινε αὐτὸ ποὺ λέγανε γιὰ πολλὰ χρόνια: «πάτα ’δῶ, πάτα ’κεῖ, ἔ, ἅμα βγάλεις καὶ τὸ πόδι σου πρὸς τὰ ὄξω, ἐντάξει εἶσαι».
Ὁ Γιάννης γιὰ πολλὲς ἡμέρες πήγαινε στὸ ἴδιο μέρος, πιανότανε ἀπὸ νι’ ἀρμουτζιὰ καὶ χόρευε τραγουδώντας:
              «Σήκωσ’ τὸ φουστανάκι σου
              νὰ εἰδῶ τὸν …ἄσσο κούπα!...».

πως εἴπαμε ὁ Γιάννης παντρεύτηκε τὴ Γιωργίτσα τοῦ Μαυριανοθοδωράκη. Ὁ κουνιάδος του ὁ Ἀλέξης εἶχε πάρει ξαδέρφη του, τὴ Θανασούλα.
Κάποτ’ ὁ Γιάννης ἔχασε τὸ βόιδι του. Βλέπει κάπου τὸν πεθερό του καὶ τοῦ φωνάζει:
- Ἔ, ἔ, συμπέθερε Θοδωράκη, μὴν εἶδες τὸ βόιδι μου;
- Ὄχι, ρὲ παιδί μου δὲν τόειδα, ἀποκρίνετ’ ὁ Θοδωράκης. - Ἐδῶ μὲ τὰ δικά μου μόνο τοῦ γαμπροῦ μου τοῦ Γιάννη εἶναι…

Κάποτ’ ὁ Γιάννης τσακώθηκε μὲ τὴ γυναίκα του στὸ χωράφι. Θὰ ’ν τὴ καταχέρισε φαίνεται, γιατὶ μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἔλεγε:
- Τὴ Γιωργίτσα στὶς Τρουπίτσες2 τὴ βαρέσαν’ οἱ …πετρίτσες!…

Ὁ Γιάννης εἶχε τρεῖς γιούς. Τὸν Γληγόρη, τὸν Μήτσιο καὶ τὸν Λιά.

Τὸ Μήτσιο τὸν πάντρεψε μὲ μνιὰ ἀπὸ τὴ Μερόπη τῆς Μεσσηνίας. Πῆγε τὸ συμπεθεριό, στεφανώσανε καὶ κινήσανε γιὰ τὸ χωριό. Τὰ νιογάμπρια ὅμως εἴχανε κάποιο πρόβλημα. Ἡ νύφη κατὰ τὸ ἔθιμο, ἔπρεπε νὰ δώσει «ἀποδειχτικό» τῆς ἁγνότητάς της.
Ὁ Στρουμπούλης ὅμως, ὁ Μήτσιος, ἦταν ὑπάλληλος τοῦ Κριμπᾶ στὴ Μερόπη κι ἡ νύφη εἶχε χάσει πρὸ πολλοῦ τὸ «ἀποδειχτικό». Τί νὰ κάνανε!; Ἐκεῖ ποὺ τὸ ψιλοκουβεντιάζανε, πιάνει νιὰ βροχή. Μπράτ!, τὰ νιογάμπρια γυρίζουνε πίσω. Γύρισε καὶ τὸ συμπεθεριὸ στὸ χωριὸ χωρὶς τὴ νύφη. Ὁ Γιάννης πούειχε σφάξει καὶ νι’ ἀρνάδα, ἔπεσε τοῦ θανατᾶ. Ἔκλαιγε καὶ τὴν προβατίνα.
- Ἄχ, προβατινίτσα μου!...
Πάει κι ἡ Δασκαλάκαινα κι ἀντὶς γιὰ εὐχὲς τοῦ λέει:
- Καψερὲ Γιάννη, καλὴ ὑπομονή…

Κάποτε σκάβανε στοῦ Κριμπᾶ. Τὸ μερομίσθιο ἦταν 1.20 δρχ. Ἐκεῖ ποὺ τοὺς πλέρωνε ὁ Κριμπάς, ἔδωκ’ ἕνα τάλληρο (ἤτανε χαρτονόμισμα) παραπάνου στὸ Γιάννη. Ρώτησε μὴν τὸ πῆρε κανένας καὶ τοῦ λέει ὁ Γιάννης:
- Ὄχι, ὄχι, κυρ Δημοστένη!  Τί νὰ ’ν τὸ κάνω ’γὼ τὸ τάλληρο;…

κεῖ στὰ 1933, γύριζε στὰ χωριὰ κάποιος Σακκὰς κι ἔκανε μικροκλεψιές. Μπῆκε καὶ στοῦ Γιάννη τὸ σπίτι κι ἔφερε τ’ ἀπάνου κάτου. Ἔρχεται σπίτι ὁ Γιάννης, γλέπει τὴν ἀκαταστασία καὶ φωνάζει τὴ γριά του:
- Γριά, ἔ μωρ’ γριά, γιὰ φέρε ’δῶ ’κεῖνο τὸ προσκεφαλάκι. (Εἶχ’ ἕνα προσκεφάλι ἀπὸ τραγόμαλλα ποὺ καθόταν ἀπάνου).
Τό ’φερε ἡ γριὰ τὸ προσκεφάλι, τὸ πῆρε στὰ χέρια του, ἔλεγξε μὴν εἶχ’ ἀνοιχτεῖ, σιγουρεύτηκε πὼς ἤτανε ἐντάξει κι ἄρχισε νὰ γελάει, νὰ ’ν  τἀγκαλιάζει, καὶ νὰ ’ν τὸ φιλάει. - Πάει, εἴπανε, τοῦ ’στριψε.
- Ἄμ, δὲ ζουρλάθηκα, τοὺς λέει. - ’Δῶ μέσα ἔχω τὴν προίκα τῆς Κουτσούρας μου! («Κουτσούρα» ἔλεγε τὴ δυχατέρα του τὴ Σταυρούλα). Μέσ’ στὸ μαξιλάρι εἶχ’ ὁ Γιάννης 30.000 δρχ!. Τεράστιο ποσὸ γιὰ τὴν ἐποχή.

Τὸν γιό του τὸν Λιὰ τὸν σκοτώσανε οἱ ἀντάρτες. Πρὶν τὸν σκοτώσουνε, ἐκεῖ γύρω στὸ 1948, κρυβότανε. Πήγανε, ποὺ λέτε, στὸ σπίτι του δυὸ ἀντάρτες τῆς πολιτοφυλακῆς καὶ βρήκανε τὸ γερο Γιάννη καὶ τὴ νύφη του νὰ κάθουνται στὸ παραγώνι. Ρωτήσανε ποῦ εἶναι ὁ Λιὰς κι ὁ γερο Γιάννης ἀρχίνησε νὰ τοὺς λέει. Τὴ νύφη του τὴ ζώσανε τὰ φίδια καὶ μὲ τρόπο ἄρχισε νὰ πατάει τὸ πόδι τοῦ Γιάννη. Ποῦ νὰ πάρει χαμπάρι ὁ γέρος!...Τὸν πατάει πιὸ δυνατά, γυρνάει καὶ τῆς λέει ὁ γέρος:
- Μὲ πατᾶς νυφή, μὲ πατᾶς!...

Λεωνίδης ἤτανε ἐγωιστὴς καὶ μερακλής. Ὅταν ἔμπαινε στὸ χορὸ τραγούδαγε:
                 «Μέσ’ τοῦ Λονταριοῦ -μωρὲ Κωσταντή-
                 μέσ’ τοῦ Λονταριοῦ τὸν κάμπο…».
Ἅμα ἤθελε νὰ ’ν τὸν πειράξει κανεὶς ἔφτανε νὰ τοῦ εἰπεῖ τὴ λέξη «Τρίκορφα». Τὴ συφορὰ τοῦ παππούλη του τοῦ Σπύρου τὴ θεωροῦσε προσωπική του ὑπόθεση.

τανε πολὺ βλάστημος. Ὅταν προπολεμικὰ τὸ χωριὸ εἶχε παραγωγὴ φακῆς, - ἐκλεκτῆς ποιότητας μάλιστα - ὅλη τὴν ἄνοιξη μποροῦσε νὰ μὴ συγνεφιάσει, μόλις ὅμως ρίνανε τὴ φακὴ στ’ ἁλώνι κάθε μέρα ἔβρεχε. Ἐκεῖ νὰ ἀκούγατε τὸ Λεωνίδη νὰ βλαστημάει καὶ νὰ φοβερίζει τὸν Θεό!.
 - Ρὲ κερατά, ἔλεγε, ἅμα σοῦ βαστάει ἔλα παρακάτου καὶ τὰ λέμε. Φοβᾶσαι, τρομάρα σου, μπὰς καὶ γένω νοικοκύρης…

Εἶχε νιὰ φορὰ ἁλωνιάτη3 τὸν Πετρουλογιώργη. Τὸ ἄχερο εἶχε γίνει σκόνη καὶ τοῦ λέει ὁ ἀγαθὸς Πετρουλογιώργης:
 - Ἔ, νὰ βγάλουμε τὰ μουλάρια· ἔγινε στάχτη.
  - Στάχτη καὶ μπαρούτι νὰ γένει τὸ δικό σου, τ’ ἀπαντάει ὁ Λεωνίδης.

λλη φορὰ στὸ μαγαζὶ ἀστειευόντανε. Γέλαγε ὁ Λεωνίδης. Ὁ Νικολὴς Ραβάνης ὁ Γούναρης, ποὺ ἤτανε ντόμπρος καὶ τά ’λεγε στὰ ἴσια, τοῦ λέει:
- Ἐσεῖς οἱ Σπυραῖοι διαλέξατε γαμπροὺς ἕναν κι ἕνα· πρῶτο μπόι ὅλοι τους. Τὸν Βοῦρκο, τὸν Γούναρη, τὸν Κριλαγανογιώργη μὲ τὰ πόδια του, τὸν Κουμοῦτσο…
Ξερὸς στὰ γέλια ὁ Λεωνίδης. Συνέχισε ὁ Γούναρης:
- Ξέχασα τὸν καλύτερο γαμπρό σας, τὸν Τσικουνίδα, πούεινε δικός σου γαμπρός.
Ἀλλάζει χρῶμα ὁ Λεωνίδης, στρίβει καὶ ὅπου φύγει-φύγει…

Τὰ νεῦρα καὶ τὶς στενοχώριες τοῦ Λεωνίδη τὰ πλήρωνε ὁ Χορευτὴς ἢ Τσιακαρίκας, ἕνα μουλαράκι του, ποὺ τόειχε κάνει νὰ μὴν πατάει ποτὲ στὰ τέσσερα.4
Ὁ γαμπρός του ὁ Βασίλης ὁ Πετρούλιας ὁ Τσικουνίδας, ποὺ δούλευε στὴν ἑταιρεία ΣΠΑΠ, κάποτε ἀρρώστησε. Συνταξιοδοτήθηκε καὶ ἦρθε στὸ χωριὸ γιὰ τὸ καλὸ κλίμα. Ἐπειδὴ στὸ πατρικό του μίνεσκε ὁ ἀδερφός του ὁ Τάσιος, εἶπε νὰ μείνει μὲ τὰ πεθερικά του. Ὅλα πηγαίνανε καλὰ γιὰ κάμποσον καιρό. Ὅταν ὅμως ὁ γαμπρὸς ἀνάρρωσε καὶ λιμπίστηκε5τὴ γυναίκα του, τὸ μυρίστηκε ὁ γέρος. Βλέπετε τὰ σπίτια τότε δὲν εἴχανε χωρίσματα… Κατεβαίνει τὸ λοιπὸν ὁ Λεωνίδης στὸ κατώι, παίρνει ἕνα στειλιάρι κι ἀρχινάει τὸν κακομοίρη τὸν Τσιακαρίκα λέγοντας:
- Δὲν ντρέπεσαι ρὲ κι ἐσὺ καὶ καταδέχεσαι ν’ ἀκοῦς ποὺ μπούρμπουνας6 ὁ Πετρουλαίικος θέλει ν’ ἀνεβεῖ στὸ δελφίνι μου!...
Τὰ μάζεψε ὁ Βασίλης καὶ πῆγε στὸ πατρικό του, γλύτωσε κι ὁ Τσιακαρίκας τὸ ξύλο.

Ὁ Θανάσης τοῦ Σπύρου εἶχε γιοὺς τὸν Νικολάκη τὸν Κοκόνη, τὸν Γιώργη ἤ Τσιόγκα, ποὺ ἐγκαταστάθηκε στοῦ Κατσαροῦ τῆς Μεσσηνίας καὶ τὸν Θανάση τὸν Καρά. Εἶχε καὶ μιὰ κόρη τὴν Τσιώνα.

Καρὰς πῆρε τ’ ὄνομα τοῦ πατέρα του, ποὺ τὸν πλάκωσε ἕνας βράχος. Ἔσκαβε γιὰ νὰ βγάλει χῶμα ὅταν ξεκόπηκε ὁ βράχος καὶ τὸν σκότωσε.

Νικολάκης, πατέρας τῶν Κοκονογκίτα, Κοκονόγιαννη, Κοκονοχρήστου καὶ Κοκονογληγόρη, ἤτανε ἀγαθὸς ἄνθρωπος. Δὲν εἶχε ποτὲ διαβολοστείλει. «Χάει στὸ Χριστό», ἔλεγε.

δυναμία τοῦ Νικολάκη ἤτανε τὸ κρασί. Στὰ γεράματά του εἶχε πρόβλημα μὲ τὰ μάτια του καὶ τούειπανε νὰ μὴ ρίνει ἁλάτι στὸ φαΐ του. Ἔ, αὐτὸς δὲν ἔρινε, ἔτρωγε μόνο…σαρδέλλες.
Γήτευε τὶς γυναῖκες ὅταν τὶς πόναγε τὸ στῆθος τους. Ἤτανε μοναδικὸς καὶ περιζήτητος. Στὸ γήτεμα ἔλεγε τὴν εὐκή: «Ἅγιε μου Δημήτρη, Ἅγιε μου Νικόλα, Ἅγιε μου…(μνημόνευε ὅσους Ἅγιους θυμόταν), Ἅγια μου ἅγια Βαρβάρα φέρε τῆς (τάδε) τὸ γάλα».

Εἶχε παντρευτεῖ τὴν ἀδερφὴ τοῦ γέρο Σκαντάλη τὴν Ἑλένη ἢ Κλιτσίκω. Τὸ παρατσούκλι τὸ κληρονομήσανε κι οἱ ἐγγόνες της.

Θανάσης ὁ Καρὰς ἦταν αὐτὸς ποὺ σκότωσε τὸν Καροῦτσο. Εἶχε πολυμελὴ οἰκογένεια. Ὁ γιός του ὁ Δημοστένης ἤτανε στὴν Ἀθήνα ἀρχιλοῦστρος. Ὅταν ὅμως ἔφυγε γιὰ τὴν Ἀμερική, τὴ δραστηριότητά του στὴν Ἀθήνα τὴν ἀνάλαβε ὁ πατέρας του. Ρόγιαζε παιδάκια ἀπὸ τὰ γύρω χωριὰ γιὰ λούστρους.

Μάζεψε κάποτε κανιὰ δεκαριὰ παιδάκια καὶ μὲ καράβι τὰ πήγαινε ἀπὸ Καλαμάτα στὸν Πειραιά. Ἔβγαλε μισὸ εἰσιτήριο καὶ μπήκανε στὸ καράβι.
- Ἅμα ἔρθει ὁ ἐλεχτής, τοὺς λέει, καὶ ζητήσει τὰ εἰσιτήρια θὰ δείξουτ’ ἐμένα καὶ θὰ εἰποῦτε πῶς τά ’χει ὁ καπετάνιος.
Πάει παραπέρα καὶ ξαπλώνει. Φόραγε καὶ κάτι μπότες μέχρι τὸ γόνα, ἀγνώστου προελεύσεως. Ξεκινήσανε. Ὅταν ζητήσανε ἀπὸ τὰ παιδάκια τὰ εἰσιτήρια, ἐκεῖνα δασκαλεμένα λένε:
- Τά ’χει ὁ καπετάνιος.
Ὁ Καρὰς παραπέρα ἔκανε πὼς κοιμᾶται. Πάει ὁ ἐλεγκτὴς κοντὰ καὶ τὸν σκουντάει. Πετάγετ’ ἀπάνου ὁ Καρὰς ἀγριεμένος.
- Τί τρέχει καὶ μ’ ἔσκιαξες;
- Τὰ εἰσιτήρια…, τοῦ λέει.
- Τὰ εἰσιτήρια; Νά!… Βγάνει καὶ τοῦ δείχνει τὸ μισὸ καὶ τοῦ λέει:
- Ξέρεις ποιός εἶμαι ’γώ; Θὰ σοῦ δείξω ’γὼ σὰ φτάσουμε στὸν Περαία!...
Βγάνει κι ἕνα χαρτὶ καὶ μολύβι κι ἔκανε πὼς πάει νὰ γράψει, ἐνῶ δὲν ἤξερε γράμματα,
- …τὰ στοιχεῖα σου, τὰ στοιχεῖα σου γλήγορα!.
Χίλια συγνώμη ζήτησ’ ὁ ἀνθρωπάκος κι ὁ Καρὰς οὔτε ποὺ ξαναενοχλήθηκε.

Φτάσανε κανιὰ φορὰ στὸν Πειραιὰ καὶ πήραν’ ἕνα κάρο γιὰ τὴν Ἀθήνα. Καμάρων’ ὁ Καράς – «καπετάνιο» τὸν ἔλεγε κι ὁ ἁμαξάς -, φτάσανε στὸ Μεταξουργεῖο. Πηδάει κάτου ὁ Καρὰς καὶ λέει στὸν ἁμαξά:
- Νιὰ στιμὴ νὰ κατουρήσω κι ἔφτασα νὰ σὲ πλερώσω…
Μπαίνει ὁ Καρὰς στὸ καφενεῖο τοῦ Μητσέα καὶ καρφὶ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἄλλη πόρτα. Δασκαλεμένα καὶ τὰ παιδιὰ φύγανε. Ὁ ἁμαξὰς περιμένει ἀκόμα…

Τὰ παιδιὰ τὰ εἶχε σ’ ἕνα δωμάτιο καὶ νιὰ φορὰ τὴ βδομάδα τοὺς ἀγόραζε πλεμόνια βοϊδινά, τοὺς ἔφκιανε καὶ νιὰ κατσαρόλα κριθαράκι καὶ τὰ τάιζε ἐξτρά.
Κάποτε πέρασ’ ὁ ἀνηψιός του ὁ Ἀντώνης ὁ Κεφάλας, - ἤτανε στρατιώτης κι εἶχε ἄδεια - καὶ τὸν προσκάλεσε ὁ Θανάσης νὰ τοῦ κάνει τὸ τραπέζι.
- Τί ’ναι τοῦτο, μπάρμπα; ρωτάει ὁ Ἀντώνης. - Δὲν τὰ λυπᾶσαι τὰ κακόμοιρα, θ’ ἀρρωστήσουνε. Δὲν ἔχεις τὸ Θεό σου;
- Τί λὲς ρέ; ἀπαντάει ὁ Θανάσης. - Ἔτρωγες καὶ στὸ σπίτι σου τέτοιο φαΐ;

ταν πρωτοπῆγε στὴν Ἀθήνα, μπῆκε σ’ ἕνα καφενεῖο καὶ παράγγειλε καφέ. Παίρνει καὶ νιὰ ’φημερίδα – νὰ διαβάσει τάχα -, ἀλλὰ τὴν βάσταγε ἀνάποδα. Τὸν τήραγε κάποιος ἐκεῖ δίπλα καὶ τὸν ρωτάει:
- Μπάρμπα, τί γράφει ἡ ἐφημερίδα;
- Ἔ, οὗλο τὰ ἴδια κοπανάει…, ἀπαντάει ὁ Καράς. Γιὰ νὰ κάνει μάλιστα καὶ τὸ κομμάτι του, φωνάζει τὸν καφετζή.
- Ἔ, παιδί, φέρε μου κι ἐμένα ἀπὸ ’κεῖνο τὸ παιχνιδάκι!  Εἶχε εἰδεῖ κάποιον ποὺ ρούφαγε ναργιλὲ κι ἤθελε κι αὐτός.
Τοῦ πῆγε ὁ καφετζὴς τὸν ναργιλέ, βάνει τὸ μαρκούτσι στὸ στόμα, κι ἀντὶς νὰ ρουφήξει,…φύσηξε ὁ Καράς. Πεταχτήκανε οἱ σπίθες καὶ γέλασε καὶ τὸ παρδαλὸ κατσίκι.

λλοτε πάλι εἶπε νὰ πάει στὴν Ἀθήνα μὲ τὸ τραῖνο, ἀλλὰ ὅπως πάντα χωρὶς εἰσιτήριο. Ὁ ἐλεγκτὴς τὸν πῆγε στὸν προϊστάμενό του. Τοῦ λέει ὁ Καράς:
- Τί λὲς ρ’ ἀδερφέ; Γιὰ μένα πάει τὸ τραῖνο; Πάει ποὺ πάει. Ἔ, ἅμα ’ρθεῖς στὸ χωριό μου θὰ σοῦ δώκω τὴν Κοκκίνω7 νὰ περπατᾶς οὕλη μέρα καβάλα!.

Κάποια Πρωτοχρονιὰ παίζανε τριάντα ἕνα ὁ Καράς, ὁ Τάσιος ὁ Πετρούλιας, ὁ Κώστας ὁ Κολοβός, ὁ Κώστας ὁ Βρῶτσος κι ἄλλοι. Ὁ Τάσιος ἔκανε κάσσα κι ὅταν ἔχανε ἔλεγε: «τζενεράλ!».8 Ὁ Καρὰς κέρδιζε καὶ σὲ κάθε παρτίδα ἔλεγε: «ποὺ τσιουράει!»9. Τοὺς ξετίναξε ὁ Καράς. Ἤρθανε μεσάνυχτα κι ἀκόμα παίζανε. Καταφτάνει τότε ἡ γυναίκα τοῦ Καρᾶ, ἡ Ἑλένη, φωνάζοντας:
- Δὲ ντρέπεσαι μωρὲ κακομοίρη, μὲ τὰ παιδιά σου παίζεις; (ἦταν ὅλοι κατὰ 40 χρόνια μικρότεροι). Ποὺ νὰ σὲ κάψει ἡ γιαστραπή!...
Ἀτάραχος ὁ Καρὰς γυρνάει στὸν Τάσιο:
- Ρὲ καλόπαιδο, δὲ βγάνεις κι ἕνα χαρτάκι τῆς Ἑλένης τώρα ποὺ  τσιουράει;
__________________________________________________

1. Στοῦ ’Σχήρας=ὄνομα χωραφιῶν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό.
2. Τρουπίτσες=τοποθεσία στὸ χωριό.
3. ἁλωνιάτης=αὐτὸς ποὺ μὲ τὸ ζῶο του βοηθοῦσε κάποιον ἄλλο στὸ ἁλώνισμα τῶν σιτηρῶν.
4. «νὰ μὴν πατάει στὰ τέσσερα»= Ἀπὸ τὸ φόβο του νὰ πηγαίνει μόνο τρέχοντας.
5. λιμπίζουμαι=ἐπιθυμῶ πολύ, λαχταρῶ.
6. μπούρμπουνας=σκαθάρι.
7. Κοκκίνω=τὸ ὄνομα τοῦ μουλαριοῦ του.
8. «τζενεράλ!»=ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ σλόγκαν τοῦ Τάσιου τοῦ Πετρούλια μὲ τὰ ὁποῖα διάνθιζε τὶς κουβέντες του, ὅπως:
   «Αλαχράμ!», «κουραζέρα!».
9. τσιουράω=(γιὰ ὑγρά) τρέχω, ἔχω διαρροὴ. «ποὺ τσιουράει»=ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὑπονοούμενο, τὸ ἔλεγε καὶ σὰν εὐχή, «βάλε
    χαρτὶ τώρα ποὺ τρέχει, ποὺ ἔχω τύχη, ρέντα».

1 σχόλιο: