ΚΤΗΤΟΡΙΚΟΝ και ΑΝΕΚΔΟΤΑ του ΛΕΠΤΙΝΟΥ ΑΡΚΑΔΙΑΣ - 13

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΦΙΛΙΟΥ

Ἀπὸ τ’ Ἁρκουδόρεμα ἦρθε ὁ Παναγιώτης Φίλιος. Τὸν Γκίτα τὸν Φίλιο μὲ τὰ παιδιά του Παναγιώτη, Δημήτρη, Στάθη, Φίλιππο καὶ Κώστα τοὺς βρίσκουμε στὸ χωριὸ στὶς ἀρχὲς τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21. Τότε σκοτώθηκαν ὁ Φίλιππος κι ὁ Στάθης.
Ὁ Παναγιώτης εἶχε τὸν Γκίτα ἤ Κόπανο, γνωστὸ γιὰ τὸ μούτζωμα καὶ τὸν Βασίλη, τὸν γέρο Βάσιο. Ὁ Δημήτρης εἶχε τὸν Γκίτα ἢ Πασιὰ καὶ τὸν Θανάση.

γερο Κόπανος εἶχε μαγαζί. «Κλεφτομάγαζο». Νιὰ φορὰ πάει κάποιο παιδὶ καὶ τοῦ δίνει μνιὰ δραχμὴ νὰ τὴν κάνει δεκάρες. Κάνει λάθος ὁ γερο Κόπανος καὶ τοῦ δίνει 11 δεκάρες. Σὲ λίγο καταφτάνει ὁ μικρὸς μὲ ἄλλη δραχμή. Ὁ γερο Κόπανος τοῦ ’δωσε 9 δεκάρες.
- Μπάρμπα, τοῦ λέει ὁ μικρός, ἐννιὰ δεκάρες μοῦ ’δωκες ἀντὶς γιὰ δέκα.
- Τὶς ἐννιὰ τὶς εἶδες, τὶς ἕντεκα δὲν τὶς εἶδες; τ’ ἀπαντάει ὁ γερο Κόπανος.

γερο Βάσιος ἤτανε πολυφαγάς. Ὅταν ἔτρωγε γάλα μὲ ἄλλους τσιοπάνηδες - ἀπὸ τὴν ἴδια τσιανάκα φυσικά - στὸ τέλος ἔλεγε:
- Θὰ ’ν τὸ μάσουτε1 ἤ θὰ ’ν τὸ μάσω;
Τὸν ξέρανε κι ἀποφεύγανε συνήθως οἱ ἄλλοι - «μάσ’ το» - τοῦ ’λεγαν. Νιὰ φορά, ποὺ λέτε, ἦρθε ὁ κουνιάδος του ἀπὸ τὴ Βελανιδιὰ τῆς Μεσσηνίας. Ἔτριψαν γάλα2 καὶ στὸ τέλος ρώτησε ὁ γερο Βάσιος:
- Θὰ ’ν τὸ μάσεις, ἀδερφέ μου, ἤ θὰ ’ν τὸ μάσω;
- Θὰ ’ν τὸ μάσω!, τοῦ λέει ὁ Βελανιδαῖος.
Δὲν τά ’χασε ὁ γερο Βάσιος.
- Ἔ, τότες ἄς τὸ μάσουμε μαζί…

Κάποτε τρώγανε λάχανα. Ρίξανε λίγο λάδι καὶ κάποιο λεϊμόνι ποὺ τότε δὲν τό ’βρισκες εὔκολα. Ὁ γερο Πασιάς, ποὺ ἔτρωγε κι αὐτὸς μαζί, ἔβρεχε τὴ μπουκιά του στὸ πάνω μέρος ποὺ ἤτανε τὸ λάδι. Ὁ γερο Βάσιος, ποὺ ἀνακάτωνε συνέχεια τὰ λάχανα δὲν ἄντεξε καὶ τοῦ λέει:
- Ἀδερφέ μου, στὸν πάτο εἶναι τὸ ξινό!...

γερο Βάσιος ἤτανε ὀπαδὸς τοῦ Κοσσιονάκου, δημοκρατικοῦ πολιτευτῆ. Ὁ Πασιὰς ἤτανε τοῦ Φλέσσα, πολιτικὰ ἀντίθετος.
Σὲ κάποιες ἐκλογὲς ἀργούσανε νὰ βγοῦνε τὰ ἀποτελέσματα κι ὁ Παναγιώτης ὁ Πετρούλιας ὁ Λαγὸς φώναξε τοῦ γερο Βάσιου:
- Γέρο Βάσιο, ἔχουτε κάνα νέο;
- Ρίχνετ’ ἀραιὲς ντουφεκιές, ἀπαντάει ὁ γερο Βάσιος, κατὰ τοῦ Πασιὰ τὴν πόρτα, ὥσπου νὰ μάθουμε τ’ ἀποτελέσματα.

Ὁ Γκίτας ὁ Κόπανος εἶχε τὸν Νίκο, τὸν Παναγιώτη καὶ τὸν Θανάση τὸν Ἀναγνώστη. Ὁ γερο Βάσιος εἶχε τὸν Γιάννη (παπα Γιάννη), τὸν Χρήστο, τὸν Νίκο, τὸν Κώστα καὶ τὸν Γιώργη.

Νίκος, ὁ Νικολάκης ὅπως ἔμεινε γνωστός, ἤτανε καλὸς κυνηγὸς καὶ πολὺ βλάστημος. Παντρεύτηκε τὴν Εὐθυμία Σωφρονᾶ ἀπὸ τὸν Ἄκοβο.
 Τοὺς Σωφροναίους τοὺς λέγανε Μπλιοναίους κι ὁ Νικολάκης κληρονόμησε τὸ παρατσούκλι Μπλιόνης. Τοὺς ἀπογόνους του τοὺς λένε μέχρι καὶ σήμερα Μπλιοναίους.

Παναγιώτης ἤτανε ἄνθρωπος μονόχνωτος καὶ ἀπόμακρος. Ὄνομα καὶ πρᾶμα «Κόπανος».

Θανάσης ὁ Ἀναγνώστης παντρεύτηκε στὰ Πάνου Γιανναίικα. Πῆγε σώγαμπρος καὶ κληρονόμος τοῦ Ἠλία Χρηστάκη. Εἶχε πολλὰ χτήματα, μὰ δὲ ρίζωσε στὰ Πάνου Γιανναίικα. Τὰ πούλησε καὶ ξαναγύρισε στὸ Λεφτίνι.

τανε ταχτικὸς ψάλτης. Καὶ ὄντις3 τοῦ ταίριαζε γιὰ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας καθότι ἤτανε σεβαστὸς καὶ χαμηλῶν τόνων ἄνθρωπος.

Κάποια φορὰ στὴ λειτουργία ὁ Ἀναγνώστης βρέθηκε σὲ ἀπορία τί ἔπρεπε νὰ εἰπεῖ καὶ σταμάτησε.
- Ψάλε Ἀναγνώστη!, τοῦ λέει ἀπὸ μέσα ὁ παπα Γιάννης.
- Δὲν μπορῶ, μὲ πονάει τὸ δάχτυλό μου…, ἀποκρίθηκε ὁ Ἀναγνώστης.

Ἀναγνωστοῦ, ἡ Γιαννούλα Χρηστάκη, ἤτανε καμωματοῦ,4  ὅπως μολόγαγε5 ἡ ἀδερφὴ τοῦ Ἀναγνώστη ἡ Ἑλένη ἡ Νικολοβασίλαινα.
 Ἅμα τὴ ζόριζε ὁ Ἀναγνώστης γιὰ κανιὰ δουλειὰ τού ’λεγε:
- Ἀναγνώστη!, μὲ μαλώνεις καὶ θ’ ἀρρωστήσιω!...

Γιὰ κάποιο λόγο, ἔφυγε νιὰ φορὰ ἀπὸ τὸ χωριό. Εἶχε ρίξει χιόνι καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει ἀχνάρια καὶ τὴ βροῦνε, ἔβαλε τὰ γουρνοτσάρουχα ἀνάποδα…

γριεύτηκε νιὰ φορὰ ἡ Κοκκίνω, τὸ μουλάρι τους, τὴν παράσυρε τὴν Ἀναγνωστοῦ καὶ τὴ γκρέμισε. Ἔμεινε κάτου ξερή. Ἔτρεξε τότες τὸ χωριὸ νὰ βοηθήσουνε κι ὁ γερο Γιώργης ὁ Φίλιος, ὁ Μοῦργος, τὴν πῆρε καλικούτσια6 γιὰ νὰ ’ν τὴ μεταφέρει. Ἐνῶ ἤτανε, λέει, ἀναίσθητη, ἅμα συναντάγανε κανέν’  ἀντινόμι7 …ἀντεσήκωνε τὰ πόδια της…
Τότε καταλάβανε πὼς τοὺς κορόιδευε.

Τὸ τραγούδι τῆς Ἀναγνωστοῦς ἤτανε:
                             «βατσικιτσιό, βατσικιτσιό,
                             στὸ κρεβατάκι νὰ σὲ εἰδῶ».

Ὁ Ἀναγνώστης ἀπόχτησε δύο γιοὺς, τὸν Δημήτρη ἤ Μήτσιο καὶ τὸν Βασίλη ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Καλαμάτα.

Βασίλης ἄφηκ’ ἐποχὴ σὰν καλλίφωνος. Ὅπου γλέντι, ἦταν παρὼν μὲ τὸ τραγούδι του. Ἤτανε καὶ καλὸς ψάλτης. Ὁ γράφων τὰ πρῶτα βήματα στὸ ψαλτήρι τὰ πῆρε ἀπὸ τὸν Βασίλη.

παπα Γιάννης ἤτανε ἥσυχος ἄνθρωπος, ἀλλὰ κάποτε μάλωσε μὲ τὸ Σγουρογιωργάκη. Πῆγε στὸ μαγαζὶ καὶ παράγγειλε μισὴ ὀκὰ κρασὶ νὰ πιοῦνε. Ὁ Γιωργάκης ἄρχισε νὰ φωνάζει καὶ νὰ ἀπειλεῖ. Γυρίζει τότε ὁ παπα Γιάννης καὶ τοῦ λέει:
- Μὲ τὸ στόμα Γιωργάκη λέγε ὅ,τι θέλεις καὶ φέρε καὶ τὸ κρασί. Πρόσεξε μόνο μὴ βάλεις χέρι πάνου μου, γιατὶ τότες ὁ παπὰς θὰ γίνει Γιάννης καὶ θὰ βάλει φουστανέλα…

παπα Γιάννης εἶχε ἀμπέλι στ’ Ἀρκουδόρεμα καὶ συνόρευε μὲ τὸν Τσιεκά. Κάποτε στὸ σύνορο8 τσακωθήκανε, ἤρθανε στὰ χέρια κι ὁ παπα Γιάννης τὸν ἔβαλε χάμου τὸν Τσιεκά. Τοὺς βλέπει ὁ Πασιὰς ἀπὸ ἀπέναντι καὶ φωνάζει:
- Παπα Γιάννη, ντροπή σου!.
Γυρνάει κι ὁ παπὰς καὶ τοῦ λέει:
- Τώρα πού ’βαλα τὸ Γκίτα χάμου, ντροπή σου παπά· πότε9 ἦταν ὁ παπὰς χάμου καὶ λαγκόδερνε10 δὲν ἦταν ντροπή;

Ὁ παπα Γιάννης εἶχε τοὺς Βασίλη, Δημήτρη, Κώστα, Νικόλα καὶ Φίλιππα. Ὁ Βασίλης ἔγινε κι αὐτὸς παπάς. Ἤτανε γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ δάσκαλος.

παπα Βασίλης εἶχε πολυμελὴ οἰκογένεια. Ὅταν ἤτανε πενήντα χρονῶν ἡ παπαδιά του ἔμειν’ ἔγκυος. Πιὸ πρὶν ὁ παπα Βασίλης πείραζε τὸν Κοκονόγιαννη γιατὶ ἔκανε τὸ Νίκο σὲ μεγάλη ἡλικία.
Ὅταν σημάδεψε11 λοιπὸν ἡ παπαδιά, ὁ Κοκονόγιαννης δὲν τοῦ τὸ χάρισε.
- Καὶ καλὰ καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ λαϊκοὶ παπα Βασίλη, ἀλλὰ κι ἐσεῖς καὶ οἱ παπάδες;
- Σατανικὸς πειρασμός…, τ’ ἀπαντάει ὁ παπάς.

Ἀρεστείρης ὁ Σγοῦρος, γαμπρὸς τοῦ παπᾶ, ἤτανε Πρόεδρος στὸ χωριὸ τότε μὲ τὴν ἱστορία τῆς ἀκρίδας, ποὺ ἔχουμε εἰπεῖ. Ὁ παπα Βασίλης ἤτανε Γραμματέας.
Περσέψανε λοιπὸν πέντ’ ἕξι ντενεκέδες πετρέλαιο κι εἴπανε νὰ ν’ τὸ μοιράσουνε. Ὁ Ἀρεστείρης ὅμως πούειχε μαγαζὶ τόειχε πουλημένο τὸ πιὸ πολύ. Ὅταν τὸ ζήτησ’ ὁ παπάς, ὁ Ἀρεστείρης τοῦ παρούσιασε μόνο ἔνα δοχεῖο.
- Πούειναι τ’ ἄλλα Γκιαγκιά; (Ἔτσι λέγανε τὸν Ἀρεστείρη).
- Αὐτὸ εἶναι…
Ἀπὸ τὰ νεῦρα του ὁ παπὰς παίρνει τὸ ντενεκὲ στὶς κλωτσιὲς σὰν κλωτσοσκούφι. Πάει τὸ πετρέλαιο…

Στὴ λειτουργία νιὰ φορά, βγῆκε μὲ τ’ Ἅγια ὁ παπα Βασίλης, εἶπε τὶς εὐχὲς κι ἔφτασε νὰ μνημονέψει τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, ἀλλὰ εἶχε ξεχάσει τ’ ὄνομα.
- Τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν…τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν…τοῦ…, γυρνάει στὸν ψάλτη του, - πῶς τὸν λέν’ τὸ μακαρίτη Βασιάκη;…

Τὸ Ψυχοσάββατο τῆς Πεντηκοστῆς ἡ γριὰ Μούργαινα (ἡ χήρα τοῦ Γιώργη τοῦ Φίλιου, τοῦ Μούργου) πῆρε τὸν παπὰ νὰ ψάλλει στὸ μνῆμα τοῦ μακαρίτη τοῦ ἄντρα της. Ἡ ἐκταφὴ εἶχε γίνει πρὶν ἕνα χρόνο, ἀλλὰ κάποια ἀπὸ τὰ ροῦχα του δὲν εἶχαν λειώσει καὶ τὰ εἴχανε ξαναχώσει.
- Ἄ,12 ψάλλε ἂ ’δῶ, ἂ παπα Βασίλη, γιατὶ ἐδῶ εἶναι ἂ τὰ πράματα τοῦ Γιωργούλη.
Πρέπει νὰ εἰποῦμε ὅτι ὁ Γιωργούλης εἶχε κήλη, «τρομπόνια», καὶ τὸ μυαλὸ τοῦ παπὰ πῆγ’ ἐκεῖ.
Ἄρχισε ὁ παπα Βασίλης νὰ ψέλνει χαμογελώντας. Ὅταν ὅμως εἶπε «τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου Γεωργίου», ἔχασε τὸν ἔλεγχο κι ἀρχίνησε νὰ γελάει πέφτοντας πάνου στὸν πάντα ἀκόκουθό του Βασίλη Κολοβό.
- Βασιάκη, ἐδῶ εἶναι τὰ «πράματα» τοῦ Γιωργούλη…

Ὁ Θανάσης τοῦ Δημήτρη εἶχε τὸν Δημήτρη τὸν Πλύμμα καὶ τὸν Ἀντώνη ἤ Κουλουραντώνη.
Ὁ γερο Πασιὰς εἶχε τὸν Μήτσιο, τὸν Γιώργη - μέγα γλεντζέ - καὶ τὸν Παναγιώτη.

Μήτσιος, ποὺ τὸν λέγανε Κοκκινά, ἔκανε καὶ τὸν ψάλτη. Νιὰ φορὰ ἔψελνε μὲ τὸν Μαυρικοπαναγιώτη κι ἡ γιορτὴ ἦταν Μεγαλοβασιλιάτικη.13 Στὸ Μεγαλυνάριο, τοὺς λέει ὁ παπὰς μέσα ἀπὸ τὸ Ἱερὸ νὰ εἰποῦνε τὸ «Ἐπὶ σοὶ χαίρει». Ἄρχινάει ὁ Μαυρικοπαναγιώτης νὰ ψέλνει ξεφυλλίζοντας νὰ τὸ βρεῖ, γιατὶ δὲν τόηξερε ἀπ’ ὄξω, μὰ δὲν τό ’βρισκε. Γυρνάει καὶ λέει τοῦ Κοκκινᾶ ποὺ καμάρωνε.14
- Λέγε καὶ σὺ Κατσιαμπανολένη!...
Ἀπὸ τότε ὁ Κοκκινὰς ἔπαψε νὰ ψέλνει.

Πασιογιώργης ἔκανε κουμπάρο ἕνα γύφτο ἀπὸ τὴ Μερόπη τῆς Μεσσηνίας. Κάποτε πῆγε ἐκεῖ καὶ μπῆκε σ’ ἕνα καφενεῖο. Γιὰ νὰ ’ν τὸν πειράξουνε οἱ πονηροὶ ποὺ πίναν τὸν καφέ τους, σηκωθήκανε οὗλοι μαζὶ καὶ τοῦ δώσανε τὸ χέρι λέγοντας:
- Καλῶς τὸν κουμπάρο!.
Χωρὶς νὰ ’ν τὰ χάσει ὁ Γιώργης γυρνάει καὶ τοὺς λέει:
- Ρὲ παιδιά, ἐγὼ ἕνα γύφτο ἔκαμα κουμπάρο καὶ τοὺς γύφτους ἔχω κουμπάρους. Μήπως εἴσαστ’ οὗλοι γύφτοι;

Παναγιώτης ἤτανε γνωστὸς σὰν Καραγιάννης ἤ ὡς Π.Φ. ἀπὸ τ’ ἀρχικὰ τοῦ ὀνόματός του. Ὅταν μίλαγε, παντοῦ στὴν κουβέντα του ἔλεγε: «κατάλαβες αὐτὸ καὶ σοῦ ’πα καὶ μοῦ ’πες, τοῦτ’ αὐτὰ καὶ τὰ ρέστα, τὸ ἑξῆς ζήτημα. Αἴφνης λοιπόν, αὐτὸ νά ’χεις ὑπόψη σου».
Χάιντε νὰ βγάλεις ἄκρη…

Εἶχε πάει καὶ στὴν Ἀμερικὴ ὁ Παναγιώτης. Κάποτε, ἐκεῖ, εἶχε ξεμείνει ἀπὸ δουλειά. Τελικὰ τὸν βάλανε σ’ ἕνα σφαγεῖο. Τὸ σφαγεῖο ἤτανε ψηλὰ καὶ τὶς πατσιὲς καὶ τὰ ἐντόσθια τὰ ρίχναν’ ἀπὸ ἕνα μεγάλο χωνὶ σ’ ἕνα χαμπηλότερο15 μέρος. Δουλειὰ τοῦ Παναγιώτη θὰ ἤτανε νὰ μεριάζει τὶς πατσιές, γιὰ νὰ τὶς πηγαίνουν γιὰ πλύσιμο.
Πῆγε κανονικὰ στὴν ὥρα του καὶ περίμενε. Ὥσπου ν’ ἀρχινήσουν ὅμως τὸ ξεκοίλιασμα τῶν ζώων ἤθελε καμπόσο χρόνο. Ὁ Παναγιώτης ἔσκυψε νὰ εἰδεῖ γιατὶ ἀργούσανε. Καθὼς ὅμως ἔβαλε τὸ κεφάλι του στὸ χωνί -χλάπ- τοῦ ’ρχεται νιὰ πατσιὰ στὴ μούρη. Γιόμισε μπρουστούρα16 ὁ Παναγιώτης κι οὔτε ποὺ ξαναπάτησε ἐκεῖ.

Δημήτρης ὁ Πλύμμας ἤτανε ἀγαθὸ ἀνθρωπάκι. Παντρεύτηκε τὴν Ἑλένη τοῦ Κολοβαντώνη. Ἦταν ἀγαπημένοι μέχρι τὸ τέλος. Ὁ Δημήτρης τὴν ἔλεγε «Ἑλένη κολίτσι» κι ἡ Ἑλένη, «Δημήτλη παλληκάρι».

Τῆς φώναζε νιὰ φορά:
- Μωλ’ Ἑλέν’…
- Τί θέλεις, Δημήτλη;
- Ἔλα γιώ…
- Τί θέλεις;…
- Θέλω νὰ σὲ ζωγλαφίσω!...

ταν πέθανε ἡ γυναίκα τοῦ Μήτσιου τοῦ Παπαδόπουλου, ἡ Γιαννούλα - κόρη τοῦ παπα Γιάννη -, ὁ Πλύμμας ἤτανε στὸ Δυρράχι. Ὥσπου νὰ ’ρθεῖ στὸ χωριὸ τὴν εἴχανε κηδέψει. Ἐρχότανε νύχτα. Κάποιοι κογιόνηδες17  θελήσανε νὰ ’ν τόνε σκιάξουνε. Κρυφτήκανε στὸ νεκροταφεῖο κι ὅταν πέρναγε ὁ Πλύμμας ἀρχινήσανε τὰ βογγητά. Νόμισε τότες ὅτι τὴ θάψανε ζωντανὴ τὴ Γιαννούλα καὶ μνιὰ καὶ δυὸ στὰ Κριλαγαναίικα. Τοὺς βρῆκε μαζωμένους στὶς παρηγοριές. Ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ τοὺς λέει:
- Ρὲ βοϊδαράδες, τί κάνουτε ’δῶ κι ἔχουτε τὴ χριστιανὴ θαμμένη;!
- Ἔλα Δημήτρη τὸ ξέρουμε…, τοῦ λέει ὁ παπα Γιάννης ποὺ γνώριζε τὴν ἀγαθότητα τοῦ Πλύμμα.

ταν πέθαν’ ὁ Πλύμμας ἡ γριὰ Πλύμμαινα εἶχε νιὰ γίδα ποὺ μασταρώθηκε.18 Συνηθιζότανε στὴν περίπτωση αὐτὴ νὰ «ξαφνιάζουνε» τὸ ζωντανὸ μὲ μπαρούτη. Πῆρε ἡ γριὰ λίγη θράκα, ἔριξε τὴ μπαρούτη, φούντωσ’ ἡ γίδα, φούντωσ’ ἡ γριά, τὰ παρατάει καὶ πάει στὰ Κολοβαίικα στ’ ἀνήψια της. Βρῆκε τὸν Παπαφλέσσια, τὸ Γιώργη καὶ τὸ Γεράσιμο καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ πᾶνε νὰ εἰδοῦνε μὴν ἀνάψει τὸ σπίτι.
Πήγανε, ἀνοίξανε καὶ τηράξανε μέσα. Στὰ σκοτεινὰ λαγκούριζαν19 τὰ μάτια τῆς γίδας. Ὁ Γερασιμάκος, πιὸ… θαρραλέος ἀπ’ ὅλους βάνει νιὰ φωνή:
- Ὁ Πλύμμας!!!...
Μπράτ! λακᾶνε, πηδᾶνε τὸ μπαλκόνι ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο κι ἀκόμα πηλαλᾶνε…
__________________________________________

  1. μαζώνω (ἀόρ. ἔμασα)=μαζεύω.
  2. τρίβω γάλα=τρίβω ψωμὶ στὸ γάλα. Ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια γεύματα τῶν τσοπάνηδων.
  3. ὄντις=ὄντως, πράγματι.
  4. καμωματοῦ=αὐτὴ ποὺ κάνει καμώματα, ναζιάρα.
  5. μολογάω=διηγοῦμαι, ἀφηγοῦμαι.
  6. καλικούτσια=καβαλικευτὰ στὸν ὧμο.
  7. ἀντινόμι=σήκωμα, ἀνωμαλία τοῦ ἐδάφους, ἐμπόδιο.
  8. Τὰ σύνορα τῶν κτημάτων ἦταν μόνιμο σημεῖο διαφωνιῶν.
  9. πότε=ὅταν.
10. λαγκοδέρνω=ἀγωνίζομαι νὰ ἀπελευθερωθῶ, σπαρταράω.
11. σημαδεύω (γιὰ ἔγκυες)=ἡ ἐγκυμοσύνη γίνεται ἐμφανής.
12. Τὸ «ἄ» τὸ ἀπέδιδαν στὴν κουβέντα τῆς γρια Γιώργαινας.
13. Μεγαλοβασιλιάτικη (γιορτὴ/λειτουργία)=Ἡ λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου. Χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ μεγάλη διάρκεια καὶ κάποιους
      ἰδιαίτερους ὕμνους.
14. καμαρώνω=(ἐδῶ) κορδώνομαι χωρὶς λόγο, χαζεύω.
15. χαμπηλός=χαμηλός.
16. μπρουστούρα=οἱ ἀκαθαρσίες ποὺ εἶναι στὰ ἐντόσθια καὶ τὶς κοιλιὲς τῶν ζώων.
17. κογιόνης=αὐτὸς ποὺ κογιονάρει, περιπαίζει, κοροϊδεύει.
18. «μασταρώθηκε»=ἔπαθε φλόγωση τοῦ μαστοῦ.
19. λαγκουρίζω=γυαλίζω, λάμπω.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου