Η ΑΠΟΚΡΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Με το «άνοιγμα» του Τριωδίου, το χωριό ακολουθούσε
πιστά τους κανόνες και το τυπικό κάθε βδομάδας, μέχρι την κορύφωση της
«καθαροδευτέρας». Η πρώτη βδομάδα η «αμολυτή» ή «απολυτή», είναι η βδομάδα που
απελευθερώνονται οι ψυχές και ανεβαίνουν στον πάνω κόσμο. Ήταν ελεύθερη
διατροφικά. Τότε έσφαζαν το γουρούνι που κάθε οικογένεια έτρεφε ολοχρονίς, για
να εξασφαλίσει το κρέας της χρονιάς. Το αγόραζαν μικρό και το είχαν στις αυλές
σε ιδιαίτερο χώρο, το «κομάσι» ή «κουμάσι». Το τάιζαν με αποπλύματα φαγητών στο
οποίο πρόσθεταν πίτουρα, το «πλύμα», που έριχναν στον «κορύτο» ή «κορύτα»
-κορμό δέντρου σκαμμένο ώστε να κρατάει την τροφή- βελάνια, αγκόρτσα και κάθε
τι που το ζώο έβρισκε διαθέσιμο. Έσκαβε με τη μύτη του τις αυλές για σκουλήκια
ή ρίζες. Καμιά φορά έπαιρνε …φόρα και θα μπορούσε να γκρεμίσει και τα θεμέλια
του σπιτιού. Τότε του πέρναγαν στη μύτη ένα σύρμα, μία «κρικέλα», ώστε να το πονάει σκάβοντας
και να το περιορίσουν. Τώρα έφτασε η ώρα του. Τη Δευτέρα ή Τρίτη της εβδομάδας
το χωριό αντηχούσε από τις στριγκλιές των ζωντανών. Τα χοιροσφάγια απαιτούσαν
την σύμπραξη τριών τεσσάρων αντρών. Δύσκολη δουλειά. Καμιά φορά το γουρούνι
τους «λάκαγε» με το μαχαίρι, που λέει ο λόγος, στο λαιμό. Σκηνές απείρου
κάλλους!!
Αχάραγα ακόμη η νοικοκυρά έβαζε στην αυλή ένα καζάνι
για να βράσει νερό. Αφού έκοβαν το λαιμό του γουρουνιού, έβγαζαν την καρωτίδα
του, τον «καρούτζο», και την έριχναν αμέσως στα κάρβουνα. Ήταν ο πρώτος μεζές.
«Καλοφάγωτο» «και του χρόνου με υγεία» ήταν οι ευχές και γέμιζαν τα ποτήρια.
Έπιναν και εύχονταν.
Ξάπλωναν το γουρούνι σε τίποτε σανίδες κι άρχιζαν το
μάδημα. Έριχναν πάνω στο δέρμα του ζεστό νερό και με κοφτερά μαχαίρια άρχιζαν
να ξυρίζουν τις τρίχες από τη ρίζα. Έβγαζαν τα εντόσθια και τη συκωταριά την
τηγάνιζε η νοικοκυρά με κρασί. Ωραίος μεζές για κρασί, που το τιμούσαν δεόντως.
«Άντε και του χρόνου», «καλοφάγωτο». Η ίδια διαδικασία συνεχιζόταν σε άλλο
σπίτι.
Η χαρά των παιδιών ήταν να πάρουμε τη «φούσκα», την
κύστη, του γουρουνιού να τη φουσκώσουμε και να την έχουμε σαν μπαλόνι. Βάζαμε
μέσα και μερικά σπυριά καλαμποκιού για να κάνουν θόρυβο με το κούνημα.
Κρέμαγαν το σφαγμένο γουρούνι και το άφηναν να
στραγγίσει και να παγώσει για τρεις τέσσερις μέρες. Στη συνέχεια ο νοικοκύρης
«ξεσφέρτσιαζε», χάραζε και έκοβε σε λουρίδες το κρέας. Το χάραζε και το αλάτιζε
με αλάτι χοντρό και το κράταγε τέσσερις πέντε μέρες σε ασφαλές μέρος. Τα αλάτι
απορροφούσε την εσωτερική υγρασία του κρέατος. Στη συνέχεια έβαζε τις λουρίδες
στον «κρεμανταλά», χοντρό ξερό κλαδί δέντρου με τα παρακλάδια του. Κρεμούσε
εκεί το κρέας και το έβαζε μέσα στο τζάκι. Από κάτω έκαιγαν κυπαρίσσι ή κέδρο
που έβγαζαν πολύ καπνό και έδιναν άρωμα στο κρέας. Εκεί το κρέας έμενε μέχρι να
στεγνώσει για δυο τρεις μέρες. Στη συνέχεια το έκοβε σε κομμάτια –εκεί που το
είχε χαράξει- και μετά «λειώνανε το παστό». Το έβραζαν στο καζάνι με λίγο νερό
και πιο πολύ το λίπος του. Μόλις κρύωνε το έβαζαν σε «κιούπια», πήλινα
πιθάρια, και το σκέπαζαν με το λίπος που
έμενε στο καζάνι, τη «γλίνα». Έτοιμο το «παστό», κρέας για όλο το χρόνο. Η
τσικνοπέμπτη, η Πέμπτη της δεύτερης βδομάδας,
της «κρεατινής», ήταν η μέρα που όλα αυτά έπρεπε να έχουν τελειώσει.
Πρέπει να πούμε εδώ πως υπήρξαν κάποτε χρόνια δύσκολα που με το δέρμα του
γουρουνιού έφτιαχνα παπούτσια. Τα «γουρνοτσάρουχα».
Τις μέρες μετά το σφάξιμο του γουρουνιού οι
νοικοκυρές έφτιαχναν λουκάνικα. Γέμιζαν τα ψιλά έντερα του ζώου με ψιλοκομμένο
κρέας, ψιλοκομμένες φλούδες πορτοκαλιού –αν είχαν διαθέσιμες- και μπαχαρικά. Το
κύμινο θυμάμαι με την έντονη μυρωδιά του. Τα λουκάνικα μπαίνανε στο κιούπι μαζί
με το άλλο παστό.
Ο παππούλης, θυμάμαι, ο γέρο Μήτσιος ο Καραϊσκάκης
είχε μια μακριά σούβλα όπου πέρναγε κομμάτια από το κρέας και το έψηνε σιγά
σιγά στο τζάκι. Έριχνε πάνω και λίγη ρίγανη. Έχω ακόμη στο στόμα τη γεύση του ψημένου
κρέατος. Γεύση και μυρωδιά που δεν την έχω ξανασυναντήσει.
Και φτάναμε σιγά σιγά στην Κυριακή της Αποκριάς,
τελευταία μέρα κρεοφαγίας. «Αποκρεύανε το κρέας», λέει. Η επόμενη βδομάδα ήταν
της Τυρινής ή Τυροφάγου. Άλλη ιστορία κι αυτή. Τρώγαμε μόνο γαλακτοκομικά και
αυγά. Αν είχε περισσέψει κάνα κομμάτι κρέας… δεν το ξέρω…(!). Τότε είχαν την
τιμητική τους τα «φτιαχτά μακαρούνια». Οι νοικοκυρές καταγίνονταν στην
παρασκευή των μακαρονιών αυτών. Απλό ζυμάρι που στο «πλαστήρι» έπαιρνε από το
χέρι της επιδέξιας νοικοκυράς τη μορφή λεπτού μακαρονιού. Τα έριχναν σε βραστό
νερό και τα έτρωγαν με μπόλικη μυτζήθρα που έκαιγαν με καυτό λάδι ή μάλλον με
τη «γλίνα» του παστού χοιρινού. Πω πω νοστιμιά! Μόνο που αν έτρωγες λίγα
μακαρόνια παραπάνω, το ζυμάρι στούμπωνε στο στομάχι. Ποιος τα λογάριαζε αυτά…
Το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής οι οικογένεια γύρω
από το τζάκι έψηνε τα αυγά. Τραβούσαν με τη μασιά ζεστή στάχτη και λίγα
κάρβουνα και έστηνε ο καθένας το αυγό του. Όποιου το αυγό ίδρωνε ήταν μάλλον ο
τυχερός της οικογένειας ή ήταν ο «δουλευταράς» ή θα του τύχαινε κάποια
αρρώστια. Ο καθένας έδινε την ερμηνεία που τον βόλευε. Σίγουρα όμως το αυγό
είχε το συμβολισμό του. Ήταν το τελευταίο αρτύσιμο έδεσμα πριν την μεγάλη
νηστεία της Σαρακοστής. Το ίδιο βράδυ οι χωρικοί ντυμένοι «μπαρμπούτες» έκαναν
επισκέψεις στα φιλικά σπίτια. Βάνανε ένα παλιοπαντέλονο ανάποδα, μια κάλτσα ή
ένα τσεμπέρι στο κεφάλι και κρατώντας ένα πανί γιομάτο στάχτη «θυμιατίζανε»
τους άλλους. Γλεντούσανε τραγουδώντας, τρώγοντας, πίνοντας και χορεύοντας. Έχω
σαν όνειρο στο μυαλό μου χορό αντρών να λένε και να παρασταίνουν το «πώς το
τρίβουν το πιπέρι». Οι πιο παλιοί ας βοηθήσουν με τις αναμνήσεις τους.
Και ξημέρωνε αισίως η Καθαρή Δευτέρα. Από το πρωί,
θυμάμαι, συνεργείο από τρεις τέσσερις
γυρνάγανε στα σπίτια και «δικάζανε» τον νοικοκύρη να τους δώσει ό,τι
νηστίσιμο μπορούσε. Ελιές, κρεμμύδια, τουρσί αγορασμένο και κρασί. Και λούπινα.
Ξέρετε εκείνα τα μικρά κουκιά. Τα θεόπικρα. Οι νοικοκυραίοι φρόντιζαν να έχουν
ξεπικρίσει τον καρπό για να τρώγεται. Τον άφηναν για μέρες στο νερό. Ο πατέρας
μου, ας πούμε κρέμαγε το σακούλι στο πηγάδι. Ωραίο έδεσμα. Ο χαλβάς ή κάνα ξερό
χταπόδι –τι νοστιμιά – ήταν πολυτέλεια. Και μαζεύονταν ο κόσμος στην Άγια
Μαύρα, την πλατεία, όπου στηνόταν το γλέντι. Υπήρχε κοινό τραπέζι με τα
συγκεντρωμένα νηστίσιμα καλούδια και κρασί άφθονο. Οι «μπαρμπούτες»
πρωτοστατούσαν. Άλλος με ρούχα ανάποδα μουτζουρωμένος, άλλος με αυτοσχέδια
μουτσούνα, άλλος με ράσο ένα λιόπανο, όπως μπορούσε ο καθένας. Θυμάμαι κάποια
χρονιά να έχουν φτιάξει τη «γκαμήλα». Δυο τρεις άντρες σκεπασμένοι με δυο
λιόπανα ενωμένα μεταξύ τους, είχαν κρεμάσει πίσω μια ουρά και για κεφάλι είχαν
ένα κρανίο γαϊδάρου ή μουλαριού –ποιος ξέρει – του οποίου ανοιγόκλειναν τα
σαγόνια με ένα σύρμα που το τραβούσαν. Δεν ξέρω πόσοι το θυμούνται. Εγώ πάντως
το έχω στη μνήμη μου λόγω του φόβου και του τρόμου που είχα πάρει βλέποντας
τέτοιο «θηρίο».
Κι ο χορός καλά κρατούσε. Τα τραγούδια τα έλεγαν
αντιφωνικά, δεν υπήρχαν όργανα, ξεκίναγε μια ομάδα και επαναλάμβανε τον ίδιο
στίχο η άλλη. Είχαν και τις προτιμήσεις τους ο καθένας. Πολλοί θυμούνται τον
Παναγιώτη Κολοβό, τον Παπαφλέσσια, να τραγουδάει το «τάκα τάκα τα πεταλάκια…» ή
τον Παναγιώτη Φίλιο, τον Καραγιάννη, με το «μια μελαχρινή…», που κάποτε
κατάληξε σε «μια μελαχρινή…σκάσε Καραγιάννη». Και ακολούθησε παρεξήγηση ανάμεσα
στον Παπαφλέσσια και τον Καραγιάννη, …οινοβαρείς και τους δύο. Την άλλη μέρα με
καθαρό και ξάστερο μυαλό, όλα καλά…φίλοι.
Στο κορύφωμα του γλεντιού θυμάμαι τον Νίκο Γ. Κολοβό
–φαίνεται ότι τά ΄λεγε καλύτερα από τους άλλους - να ανεβαίνει στο τραπέζι για
να πει τα σχολιανά του καθένα. Έβαζε στο παντελόνι του μπροστά ένα φουσκωμένο
σαν λουκάνικο άντερο γουρουνιού (…!),
και άρχιζε, με σεξουαλικά υπονοούμενα, να εξιστορεί τι έκανε ο καθένας
κυρίως με τη γυναίκα του. Ονομαστικά. Ο παπάς με την παπαδιά, η Μαρία με τον
Κώστα, ο Βασίλης με τη Γιαννούλα, ο Παπής με τη Μαριώ κοκ. Και για τον εαυτό
του έλεγε. Κανένας δε γλύτωνε από το φαρμακερό του λόγο. Δε υπήρχε παρεξήγηση,
μόνο γέλια και εύθυμη διάθεση. Βέβαια φρόντιζαν να απομακρύνουν τα μικρά
παιδιά, περισσότερο τα κορίτσια…
Τα χρόνια πριν το οριστικό ξεθώριασμα και μαράζωμα
της γιορτής, η καθαροδευτέρα πήρε ιδιαίτερο χρώμα…εκ μεταγραφής. Ήταν ο Γιώργος
ο Καραμπάτης που έδωσε με το κέφι του άλλη διάσταση στο γλέντι. Σήμα κατατεθέν
ο γάιδαρος του Βασίλη Κολοβού. Του έβαζε παντελόνι στα πίσω πόδια, ψαθάκι στο
κεφάλι, καβάλαγε κι ένας ανάποδα πάνω του και περιδιάβαινε το χωριό. Στο μαγαζί
μάλιστα κέρναγαν το γάιδαρο…λουκούμι! Μάζευε στην πλατεία τους γερόντους, το
Βαγγέλη Κολοβό, τον Γκίτα Μαυρίκη τον Λουμπρή, τον Παναγιώτη Φίλιο τον
Καραγιάννη, τον Μήτσιο Μητρόπουλο τον Καραΐσκο, τους έβαζε μπροστά στο χορό και τους κέρναγε κρασί με το…
μπουγέλο, χωρίς ποτήρι. Το ρούφαγαν…αδιαμαρτύρητα.
Και ήρθε καιρός που οι γιορτές σταμάτησαν. Τελευταία
σκιρτήματα οι συγκεντρώσεις ντόπιων και επισκεπτών, κάποιες χρονιές, στο
μαγαζί. Το Σάββατο της Τυρινής. Με τραγούδι και χορό.
Τώρα πλέον ἐχουν φύγει σχεδόν όλοι…, δεν υπάρχει
ούτε μαγαζί…
Άντε, παιδιά, καλή Σαρακοστή!
Από τον Π.Β.Κ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου