ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Από τον Π.Β.Κ
Είχε παγώσει το
χιόνι. Ο γερ’ Αντώνης ο Κεφάλας τράβαγε σιγά-σιγά για το μαγαζί της Εκκλησίας
που το είχε τότε ο μπάρμπα Βαγγέλης ο Κολοβός.
Ο γέρο Μήτσιος ο
Μητρόπουλος είχε ξεκινήσει κι αυτός για το μαγαζί. Μπήκε από την πόρτα της
αυλής του στο καλύβι που είχε το ληνό και τα βαρέλια του με το κρασί, πήρε το
ποτήρι που φύλαγε αναποδογυρισμένο εκεί, το γιόμισε μέχρι πάνου, το κατέβασε
μονορούφι, το ’βαλε στη θέση του και βγήκε από την πόρτα που έβλεπε στο δρόμο.
Εκεί αντάμωσε τον
Αντώνη.
-Γειά σου Μήτσιο…
-Γειά σου Αντώνη,
πας πάνου…;
-…στο μαγαζί…
-Χάιντε πάμε…
Με στήριγμα τις
μαγκούρες τους πήραν τον ανήφορο σιγά-σιγά. Εκεί μπροστά στο ιερό της Άγια
Μαύρας ο πάγος ήτανε γυαλί.
-Πρόσεχε Μήτσιο
γλυστράει…μη μ’ πέσεις…
Δεν απόσωσε την
κουβέντα του και ξάπλα ο γέρο Μήτσιος. Εδώ η μαγκούρα, εκεί τα γυαλιά.
-Σου τό ειπα,
καημένε… Ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο Αντώνης.
-Ρε βόηθα κι άσε τα
γέλια…
Πάει να βοηθήσει ο
γερ’ Αντώνης…ανάσκελα κι αυτός.
-…τα κρεμμύδια σου
ρε γέρο Καραΐσκο…!
Τις μέρες του
δωδεκαημέρου οι άντρες στο μαγαζί παίζανε και κάνα τυχερό παιγνίδι. Για το
καλό… Παίζανε τίποτες πενταροδεκάρες, αλλά κυρίως τα κεράσματα. Τότε ήταν που
καθυστερούσαν να γυρίσουν στο σπίτι και οι γυναίκες φρύαζαν μόνες με τα παιδιά.
Ήτανε μια φορά παραμονές του νέου χρόνου στο μαγαζί του Γιώργη του Κολοβού –
στου Αρεστείρη - που παίζανε με τις ώρες «τριανταμία». Όξω έκανε φαρμάκι και η
σόμπα έκαιγε στο φουλ. Πού να ζεσταθείς, όμως, όταν το κρύο μπαίνει από παντού;
Τυλιγμένοι με τα χοντρά τους ρούχα, δίπλα στη σόμπα, παίζανε ακάθεκτοι. Κάποια
στιγμή λέει ο Γιώργης. «Ρε παιδιά, δεν σας μυρίζει κάτι σα λαχανίλα;».
Καιγότανε η χλαίνη του…
Χειμώνας καιρός.
Στο χωριό πριν την ηλεκτροδότηση, στις 8 το βράδυ ήταν…μαύρα μεσάνυχτα. Καθισμένοι
γύρω από τη φωτιά στο παραγώνι κουτουλάγαμε έτοιμοι για ύπνο. Η γειτόνισσα η Γληγόραινα
η Φίλιου –χήρα πολλά χρόνια η κακομοίρα- τελείωσε νωρίς με τις λίγες γίδες τις,
στην πραγματικότητα τσακωνότανε μαζί τους, και κατά τις πέντε το απόγιομα –ήδη
βράδυ- αφού δείπνησε κάτι πρόχειρο, αποκοιμήθηκε στο παραγώνι. Μετά από δυό
τρείς ώρες ξύπνησε χορτασμένη ύπνο. Τι ώρα νάειτανε;! Είδε φως στο παραθύρι μας
και φωνάζει της μάνας μου. «Μωρ’ Γιαννούλα! τι ώρα έναι; Ξημέρωσε;»
«Τι λες θειά…!
Οχτώμισι είναι η ώρα!».
«Μπου μπου
τρομάρα μου και πώς θα ξενυχτίσω…!».
..και πήγε στο
κατώι κι άρχισε πάλι τον τσακωμό με τις γιδούλες της…
Θεός ‘σχωρέσ’ τους όλους!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου