...συνέχεια
και τέλος.
Συνεχίζουμε
την αφήγηση για το Λεπτίνι μας με οδηγό και σύμβουλο το βιβλίο του Γιάννη
Φίλιου.
Μετά την
απελευθέρωση από τον Οθωμανικό ζυγό το χωριό ακολούθησε την πορεία του όπως
περίπου όλα τα ορεινά χωριά. Δέκα οικογένειες βρέθηκαν ήταν και τόσες
παρέμειναν για έναν περίπου αιώνα. Περιορισμένες οι γεωργικές καλλιέργειες και
περιορισμένη οικόσιτη η κτηνοτροφία. Τα κτήματά τους μικρά, που αγόρασαν με
αιματηρές οικονομίες από τους κατοίκους των δύο γειτονικών χωριών. Ξεχέρσωσαν
ολόκληρες πλαγιές βουνών, δεν άφησαν ούτε σπιθαμή γης ανεκμετάλλευτη. «Ἂν κανεὶς παρατηρήση καὶ ὑπολογίση τοὺς ἐκβραχισμοὺς
ποὺ ἔγιναν ἀπὸ χέρια μὲ λοστοὺς καὶ «βαριές» καὶ τοὺς ὀγκολίθους ποὺ ἔχουν
μετακινήσει, ἀσφαλῶς θὰ μείνη ἐκστατικός. Μέχρι τὴν κορυφὴ τῶν βουνῶν: Ἁγίου Ἠλία,
Ἔνινας καὶ Κοτρονιᾶς καὶ ὅλων τῶν λόφων ἔχουν γίνει ἔργα τοιχοποιίας γιὰ νὰ
βαστοῦν τὸ λιγοστὸ χῶμα γιὰ καλλιέργεια», παρατηρεῖ ο δάσκαλος Γιάννης
Φίλιος. Στο χώρο κάτω από τη βρύση και τους κήπους του Άγιο Νικόλα, ξεχέρσωσαν
το λόγγο και φύτεψαν αμπέλια. Έκαναν αρκετό και καλό κρασί.
Ὅμως: «Τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους ἦσαν
σχεδὸν ὅλοι χρεωμένοι σὲ τοκογλύφους τοῦ Λεονταρίου», αναφέρει ο Γιάννης
Φίλιος. Για να κατορθώσουν να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές ανάγκες δούλευαν
στα Μεσσηνιακά κτήματα και σαν μυλωνάδες σε μύλους της περιοχής Μεγαλοπόλεως,
της Μεσσηνίας και Λακωνίας. Μέχρι και τη δεκαετία του ’60 πήγαιναν στη Μεσσηνία
για σκάψιμο των κτημάτων, στην «αξίνα», στη «σταφίδα» ή –οι γυναίκες κυρίως-
στα ρύζια. Είχε μεγάλη παραγωγή ρυζιού η Μεσσηνία. Εργάτες στα ελαιοτριβεία,
στο «Λιτριβειό», πήγαιναν μέχρι και τα πιο πρόσφατα χρόνια. Εξασφάλιζαν έτσι το
λάδι της χρονιάς τους.
Μέσα στον
οικισμό, επειδή το νερό ήταν λίγο, άνοιξαν πηγάδια για την άρδευση των κηπαρίων
τους. Οι κήποι της Βρύσης ποτίζονταν εκ περιτροπής, όριζαν προς τούτο υδρονόμο,
με το νερό που συνέλλεγαν σε δεξαμενή.
Οι δέκα οικογένειες,
που βρέθηκαν μετά την επανάσταση, αυξήθηκαν. Ἐτσι το 1860 το χωριό αριθμούσε
143 κατοίκους, το 1900 έφτασε τους 300 και το 1920 τους 320. Τότε παρατηρήθηκε
η μεγαλύτερη πληθυσμιακή αύξηση.
Ήδη, όμως,
από το 1880 είχε αρχίσει η μετανάστευση προς Αμερική, Μεσσηνία και Αθήνα. «Συνέβαλε ἡ στενότης τῆς περιφερειάς μας, ἀλλὰ
καὶ τὸ ἄγονο μέρος αὐτῆς», γράφει ο Γιάννης Φίλιος και αυτή είναι η
αλήθεια. Αυτό συνεχίστηκε και μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο κυρίως προς Αθήνα.
Πολλούς όμως πήρε η ξενιτειά, μέχρι και τη δεκαετία του ’60, με προορισμούς
άλλους, όπως η Αυστραλία.
Το 1912
ιδρύθηκε η Κοινότητα Λεπτινίου με πρώτον πρόεδρο τον Νικόλαο Κολοβό του
Γεωργίου.
Το 1830
έκτισαν το Ναό της Αγίας Μαύρας και του Αγίου Δημητρίου μικρό κτίσμα, που πλέον
δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες του χωριού. Ἐτσι το 1925 αποφασίστηκε να χτιστεί
μεγάλος, ευρύχωρος ναός. Με έρανο των Λεπτινιωτών της Αμερικής συγκεντρώθηκε
ένα σεβαστό ποσό χρημάτων. Για την ανέγερση του ναού εργάστηκαν μικροί,
μεγάλοι, άντρες και γυναίκες. Κάθε Κυριακή κουβαλούσαν με τα ζώα τους, ακόμη
και στους ώμους, πέτρες, άμμο και ασβέστη και ό,τι άλλο υλικό χρειαζόταν.
«Στὸ Λεπτίνι δημοτικὸ σχολεῖο ἱδρύθηκε τὸ
1902, ἀλλὰ διδάσκαλος δὲν ἦλθε νὰ ἀνοίξη τὸ σχολεῖο»,
σημειώνει ο Γιάννης Φίλιος. Κατά τα πρώτα χρόνια του οικισμού πιθανόν οι
καλόγεροι του Αγίου Νικολάου και του μοναστηριού της Σολομονής, στα όρια με τον
Άκοβο, να μάθαιναν τα λίγα «κολλυβογράμματα» στους άρρενες κατοίκους. Αργότερα
προσλάβαναν ιδιωτικούς δασκάλους. Τέτοιοι φέρονται ο Νικήτας Ραβάνης, γύρω στο
1875, και κάποιος Καρλάφτης.
Πρώτος
επίσημα διορισμένος δάσκαλος ήταν ο Παπαβασίλης Φίλιος από το 1904 ως το 1938.
Δάσκαλος αυστηρός και δύσκολος, αλλά οι γονείς μας σ’ αυτόν έμαθαν τα όποια
γράμματα γνώριζαν.
Μετά τη
δεκαετία του ’40 ο πληθυσμός άρχισε να αραιώνει και το σχολείο λειτούργησε με
όλο και λιγότερους μαθητές μέχρι το 1976.
Το Λεπτίνι
πλήρωσε φόρο αίματος και στους Βαλκανικούς πολέμους, με δύο νεκρούς, και στην
Μικρά Ασία, με το καταστρεπτικό 1922, με άλλους δύο νεκρούς και έναν αιχμάλωτο.
Και φθάσαμε στο 1940. Σημειώνει ο Γιάννης Φίλιος που είχε και προσωπικές
εμπειρίες: «Ὅλοι οἱ Λεπτινιῶτες ἀξιωματικοὶ
καὶ ὁπλίτες, μόνιμοι καὶ ἔφεδροι ἔτρεξαν στὴν σάλπιγγα τῆς πατρίδος. Ἡ καμπάνα
κτύπησε στὸ χωριό· τὸ κτύπημά της ἦταν τραχύ, δυνατό, προμήνυε κίνδυνο. Ἦταν ἡ
φωνή τῆς πατρίδος…Τὸ Λεπτίνι θρήνησε δύο παλληκάρια ποὺ ἔπεσαν στ’ Ἀλβανικὰ
βουνά…». Η γερμανική κατοχή και ο εμφύλιος μέχρι τη λήξη του στοίχισε στο
χωριό άλλους έξι ανθρώπους.
Η
μεταναστευτική αιμορραγία στοίχισε πολύ στο χωριό. Μέχρι και το τέλος της
δεκαετίας του ’70 έφυγαν πολλοί κυρίως για την Πρωτεύουσα. Έφυγαν οικογένειες
ολόκληρες καθώς και μεμονωμένα άτομα που αναζήτησαν στην πόλη εργασία. Στο
χωριό απόμειναν ελάχιστοι. Τώρα πλέον μιλάμε για ερήμωση…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου