ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ


Όταν έριχνε χιόνι στο χωριό εκείνα τα χρόνια, μιλάω για τη δεκαετία του ’60, -οι πιο παλιοί θα έχουν ανάλογες εμπειρίες- το έριχνε για τα καλά. Με τα σημερινά δεδομένα θα μιλάγαμε για «αποκλεισμό οικισμού». Κι όμως, ούτε η ζωή του χωριού σταμάταγε, ούτε φυσικά το σχολείο «παρέμενε κλειστό». Η μάνα σηκωνόταν πιο νωρίς απ΄ όλους, άναβε τη φωτιά κι έβανε ένα τσουκάλι να ζεστάνει νερό. Αλλιώς δεν τολμούσαμε να το βάλουμε στα μούτρα μας. Μας έντυνε όσο πιο ζεστά ήταν δυνατό, παίρναμε τη σάκα, το σακούλι οι πιο πολλοί, με τα βιβλία και με το άκουσμα της καμπάνας ξεκινάγαμε. Κάποια χρονιά είχε τόσο χιόνι που οι δρόμοι ήταν αδιάβατοι. Θυμάμαι το Λιά τον Κεφάλα, τον αγροφύλακα, για να πάει από το σπίτι του στο καλύβι που είχε τις γίδες –στο Κεφαλαίικο- άνοιγε δρόμο με το φκυάρι. Άνοιγε κυριολεκτικά χαντάκι. Κι έβλεπες να ξεπροβάλει πότε το φκυάρι που πέταγε το χιόνι , πότε το πηλίκιό του, ’κείνο το στρογγυλό το γαλλικό. Ο Λάμπρος ο Σπυρόπουλος πάλι, μια χρονιά με πολύ χιόνι, έφερνε ένα ένα τα παιδιά στην πλάτη… Είχε τρία στο σχολείο.
Καμιά φορά ο δάσκαλος είχε ανάψει την ξυλόσομπα, αλλά τούτο ήταν έργο κυρίως δικό μας. Των παιδιών. Μια φορά στο τόσο πηγαίναμε κι από ένα ξύλο στο σχολείο. Ένα ξύλο που στα διαλείμματα το κόβαμε σε κομμάτια κατάλληλα για τη σόμπα. Βάναμε το ξύλο στο πεζούλι της πλατείας μπροστά από την πόρτα του μαγαζιού, ένα παιδί πάταγε το ξύλο για να είναι σταθερό και το άλλο πιο χαμηλά το έκοβε με το πριόνι. Το είχαμε για διασκέδαση…
Κι έβλεπες ν’ απλώνονται γύρω από τη σόμπα χεράκια τρεμάμενα από το κρύο και ποδαράκια γιομάτα χιονίστρες. Κυρίως των κοριτσιών που ήταν πιο εκτεθειμένα. Δεν φορούσαν παντελόνια τότε. Ούτε είχαν. Το τραγικό ήταν όταν ο δάσκαλος έκανε χειμωνιάτικα έλεγχο…καθαριότητας. Απλώναμε τις παλάμες στο θρανίο και έλεγχε αν ήταν καθαρές. Αλίμονο αν κάποια νύχια είχαν…πένθος. Χραπ!... με τη «λούρα», τη βέργα από μουριά…
Είχαμε και σχολικό πρωινό για κάμποσα χρόνια. Φροντίδα του κράτους για την βελτίωση της διατροφής παιδιών φτωχών ορεινών περιοχών. Γάλα αγελαδινό σε σκόνη που έτριζε όταν το έτριβες στα δάκτυλα. Στήνανε το λεβέτι εκεί κοντά στην πόρτα του τότε Κοινοτικού Γραφείου, κάτω από την ταράτσα του σχολείου. Τί παράξενη γεύση για παιδιά που γνωρίζαμε μόνο τη γεύση του γάλακτος της γίδας! Για να σπάσει λίγο η μυρωδιά του προσθέταμε κακάο. Να, το σοκολατούχο γάλα μας! Εκτός από γάλα μάς έδιναν και ένα κιτρινοπορτοκαλί μαλακό τυρί από πεντόκιλη κονσέρβα. Άλλη παράξενη γεύση! Θύμιζε το τυρί gouda στο πιο μαλακό του και με φουλ λιπαρά. Άλλα παιδιά το έτρωγαν, άλλα…μπλιάχ! Το μεσημέρι, για κάποια χρόνια, είχαμε και γεύμα. Οι μανάδες ή οι μεγαλύτερες αδερφές μας μαγείρευαν εκ περιτροπής. Τι περιελάμβανε το…menu; Φασόλια, φακές, μακαρόνια, ρύζι, κάπου κάπου μπακαλιάρο και φυσικά πλιγούρι. «Μπλουγούρι» το λέγαμε κι απ’ ό,τι θυμάμαι δεν ήταν ιδιαίτερα…δημοφιλές. Η ενισχυτική αυτή διατροφή – σας θυμίζει δυστυχώς κάτι σύγχρονο; - σταμάτησε στο τέλος της δεκαετίας του ’60.
Τί κι αν έριχνε χιόνι πολύ και το κρύο ήταν τσουχτερό, τί κι αν κάποια παπούτσια ήταν σκισμένα και τρύπια, το χιόνι πάντα ήταν η πρώτη ύλη για παιγνίδια. Και χιονοπόλεμο παίζαμε, και χιονάνθρωπο στήναμε. Τεράστιο, στην πλατεία. Στη βάση του έμενε άλιωτο το χιόνι για πολύ πολύ καιρό, μη σας πω μέχρι του Ευαγγελισμού κάποιες χρονιές. Παίρναμε και το παγωμένο σαν σπαθιά νερό που κρέμονταν από τα κεραμίδια και το…βυζαίναμε.
Έριχνε πολύ χιόνι ’κείνα τα χρόνια. Λες κι ο καιρός συνωμοτούσε με την ανέχεια και τις δυσκολίες του κοσμάκη, την έλλειψη σε θέρμανση, σε ρούχα και φαγητό ακόμη. Βέβαια σε κάθε σπίτι έκαιγε ένα τζάκι. Στη θράκα ψήναμε κάνα κάστανο από το Νιχώρι –κάτι μικρά, κακόμοιρα, όλο νεύρα-, ρεβίθια ή κάνα σύκο ξερό. Άμα έβανες μέσα και λίγο καρύδι γινόταν λιχουδιά αριστοκρατική. Όχι ότι το τζάκι εξασφάλιζε ζεστασιά απόλυτη. Ο αέρας παγωμένος ερχόταν από τις φυράδες και μας πάγωνε την πλάτη. «Μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα» είναι η γνωστή, τόσο αληθινή έκφραση. Θυμάμαι τη γιαγιά μου την Καλλιρρόη να γυρίζει με τον πισινό στη φωτιά, να σηκώνει τη φουστάνα και… αααχ!...ζεστούλα…! Πολλές φορές ο αέρας φύσαγε έτσι που «γύριζε τον καπινό» μέσα. Ντουμάνι, απελπισία. Για τον ύπνο, γέρναμε στο στρώμα δίπλα στο παραγώνι με τα ρούχα και σκεπαζόμασταν με τη βελέντζα ή τη μπαντανία και …όνειρα γλυκά. Αν, όμως, για υπόστρωμα έβαναν κάνα σάισμα, τα όνειρα δεν ήταν τόσο …γλυκά. Τσίμπαγε πολύ.
Έριχνε πολύ χιόνι ’κείνα τα χρόνια. Τα ζα κλεισμένα βελάζανε και ζητάγανε τροφή. Πού να τα «σκαρίσουν»;! Ο τόπος ήτανε σκεπασμένος για μέρες από το χιόνι. Τα «χοντρικά», τα γαϊδουρομούλαρα, τα πάχνιζαν και τους έριναν άχερα να φάνε. Τα «λιανά», κυρίως γίδες κι ελάχιστες προβατίνες, τα τάιζαν με ξερά μουρόφυλλα και συκόφυλλα και κανα καρπό. Κριθάρι. Το πιο ευχάριστο γεύμα τους – ρόφημα μάλλον – ήταν ζεστό νερό με λίγο πίτουρο ή και αλεύρι, για όποιον μπορούσε, και μια χούφτα χοντρό αλάτι. Ε, ρε πανηγύρι! Πέφτανε τα ζωντανά με τα μούτρα και ρούφαγαν κι έβρεχαν τα γένια τους στη νόστιμη «σούπα». Οι πιο τολμηροί βγαίνανε με το μουλάρι στο λόγγο και κόβανε κλαρί (κλάρες πουρναριού) και κουμαριές. Δεν ήταν ασυνήθιστο να βλέπεις γυναίκες (κυρίως) φορτωμένες με κλαριά πουρναριού από τα κοντινά δέντρα. Τα ζωντανά θέλανε και κάτι πράσινο. Είχανε κατσικάκια κι έπρεπε να κατεβάσουν γάλα.
Το «μαγαζί» πάντως ήτανε στις δόξες του. Και βέβαια ήταν καθαρά αντρική υπόθεση. Οι γυναίκες πάλι, έπρεπε να φροντίσουν για τα ζωντανά, να αρμέξουν, να «προβυζάξουν» τα κατσικάκια και να τα χωρίσουν στον «τσάρκο», να νοιαστούν για το δείπνο, για τα παιδιά, να μπαλώσουν… κι όλα τ’ άλλα που ήταν δική τους δουλειά. Αμ πώς!  Τα κορίτσια κένταγαν υπό το φως του «τσιμπλή», της λάμπας πετρελαίου… Πώς έβλεπαν κι έφτιαχναν τόσο όμορφα πράματα;
Οι άντρες, λοιπόν, στο μαγαζί… Εκεί γινόταν επισκόπηση κοινωνική, πολιτική και της καθημερινότητας του χωριού. Έπιναν κάνα σφηνάκι ούζο, κονιάκ ή μαστίχα ή απλά το κρασί τους. Για μεζέ -σπάνια- έφερναν τίποτε ρεβίθια βρασμένα και αλατισμένα ή καμιά σαρδέλα που της αφαιρούσαν απλά το πολύ αλάτι με ένα κομμάτι εφημερίδας! Πάντα είχα την απορία γιατί ο μαγαζάτορας ανεβοκατέβαινε τον «καταρράκτη» του μαγαζιού της Εκκλησίας για να πάει στο υπόγειο να φέρει λίγο λίγο το κρασί. Γιατί δεν γέμιζε μια νταμιτζάνα να το έχει πρόχειρο; Ε;;!!
Όταν είχε πολύ κρύο ζέσταιναν στην ξυλόσομπα το κρασί, δεν ξέρω αν έβαζαν και λίγη ζάχαρη, κι έφτιαχναν το «πόντσι». Κι έβλεπες μάγουλα αναψοκοκκινισμένα, μάτια να λάμπουν και μύτες κατακόκκινες. Έπαιζαν και το τάβλι και τα χαρτάκια τους. Από τα πιο αθώα, μέχρι «πόκα» και «σκαμπίλι». Και όπως είναι φυσικό, πολλές φορές το αθώο παιγνίδι κατέληγε σε καυγά. «Κλέβεις, ρε!», «όχι, εσύ κλέβεις!». Εκεί, κατά τις 10, γύριζαν στο σπίτι για να…τσακωθούν με τη γυναίκα τους… 
                                                                               Από τον Π.Β.Κ.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου