Η
περίοδος της Μεγάλης Σαρακοστής μέχρι και το Πάσχα ήταν περίοδος έντονης
θρησκευτικής δραστηριότητας στο χωριό. Όταν χτύπαγε η καμπάνα για τους
Χαιρετισμούς ή τις ακολουθίες της Μεγαλοβδομάδας το χωριό μαζευόταν ολόκληρο
στην Εκκλησία, για τις «ολονυχτίες», όπως λέγαμε. Σπάνια και για σοβαρούς
λόγους θα έλειπε κάποιος. Αυτοί ήταν κυριολεκτικά οι «δι’ εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντες». Θυμάμαι τις γιαγιούλες να πέφτουν στα γόνατα και να κάνουν μετάνοιες
καλογερικές, μέχρι το έδαφος.
Η
Μεγαλοβδομάδα ήταν ιδιαίτερη περίοδος για το χωριό. Τα νοικοκυριά ολοκλήρωναν τις
δουλειές που είχαν ήδη αρχίσει πιο πριν, όπως την καθαριότητα του σπιτιού, το
πλύσιμο των χοντρών ρούχων, το σκούπισμα σπιτιού και αυλών, το συγύρισμα. Πέρναγαν
με ασβέστη τοίχους και μάντρες και καθάριζαν το χώρο γύρω από το σπίτι τους. Ζύμωναν
και φούρνιζαν ψωμί. Ένα καρβέλι μάλιστα το σταύρωναν σαν ιδιαίτερο πασχαλινό
ψωμί. Γινόταν και στην Εκκλησία καθαριότητα. Ανάβανε φωτιά στην πλατεία και
ζέσταιναν τα «μανάλια» για να τα καθαρίσουν από τα κεριά που είχαν τρέξει και
τα γυάλιζαν. Καθάριζαν τα δάπεδα, έπλεναν και γενικά ευπρέπιζαν το Ναό.
Πριν
γίνει «πνευματικός» ο δικός μας παπάς, εκεί κατά την Μ. Τετάρτη ερχόταν ο
Παπαντώνης ο Σπανός από τον Άκοβο για εξομολόγηση. Ήταν ένας αγαθός γέροντας
που γνώριζε τους πάντες προσωπικά. Αυτό βοηθούσε στην εξομολόγηση και στη
…παροχή συγχώρεσης.
–
Του (τάδε) δεν είσαι εσύ; Δεν έχεις αμαρτίες…
Για
τα πιτσιρίκια, οι μακρόσυρτες ακολουθίες της Μεγαλοβδομάδας, ήταν δοκιμασία.
Γέρναμε και μας έπαιρνε ο ύπνος γλυκά-γλυκά στην ποδιά της μάνας ή στο στασίδι.
Και για τους μεγάλους το ίδιο ίσχυε. Άνθρωποι της βιοπάλης, νικημένοι από τη
νύστα, τον «παίρνανε» λίγο στο στασίδι τους. Βλέπετε οι ψαλτάδες, ο Βασίλης
Κολοβός κι ο Γιώργης Κολοβός, θυμάμαι λίγο και τον Νίκο Κολοβό το Βούρκο, τα
λέγανε όλα… δεν συντόμευαν ποτέ. Όταν άκουγα από τον ψάλτη «πᾶσα πνοή…», με έπιανε απελπισία. Δεν ήταν ούτε στη μέση η ακολουθία! Τα μεγαλύτερα
αγόρια που είχανε «διακόνημα» στο ιερό, τη λαμπάδα και το θυμιατό, μετράγανε τα
Ευαγγέλια της Μ. Πέμπτης.
–
Το τέταρτο λέει τώρα…
Την
Μ. Πέμπτη, λοιπόν, βάφανε κόκκινα αυγά. Ο μπάρμπα Βαγγέλης που τα φρόντιζε όλα,
είχε και βαφή στο μαγαζί του. Δεν θυμάμαι να φτιάχνουν πασχαλινά κουλουράκια.
Ίσως ήταν μια περιττή πολυτέλεια. Την Μ. Παρασκευή τα αγόρια πρωί-πρωί
ξεχυνόμασταν στους λόγγους, εκεί κατά τα αμπέλια, για να κόψουμε ανθισμένα
ρείκια και μαμουκαλιές για τον Επιτάφιο. Οι νέες γυναίκες και τα κορίτσια
μάζευαν λουλούδια και τον στόλιζαν. Συνήθεια που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες
μας. Τις πιο πολλές φορές ο καιρός ήταν μουντός και «θλιμμένος» - παράξενο! – που
μας ανησυχούσε μήπως βρέξει το βράδυ στη περιφορά.
Τα
«εγκώμια» γύρω από το κουβούκλιο ψέλνονταν από δύο αυτοσχέδιες χορωδίες, δεξιά
κι αριστερά, που συμμετείχαν μικροί-μεγάλοι. Κατά την περιφορά τα παιδιά
κρατούσαν τα εξαπτέρυγα, ένα πιο δυνατό παλληκάρι το Σταυρό και νεαροί τον
Επιτάφιο. Την επόμενη χρονιά οι μεγαλύτεροι παραχωρούσαν τη θέση τους στους
νεότερους, βάσει μια σιωπηρής άγραφης συμφωνίας. Και σήμερα εξακολουθούν οι
ίδιες συνήθειες, με κάποιες παραλλαγές.
Ο
Επιτάφιος περιφερόταν στους κύριους δρόμους του χωριού. Όταν ήταν δάσκαλος ο Β.
Καρατζαφέρης, λίγο πριν κλείσει το σχολείο για τις διακοπές, έβαζε τα παιδιά
του σχολείου και «ξεχαλικίζανε» αυτούς τους δρόμους. Ωραία κίνηση!
Το
Μ. Σάββατο γινόταν η θυσία του κατσικιού ή σπανιότερα του αρνιού. Οι νοικοκυρές
έπλεναν την αντεριά, έκοβαν τη συκωταριά κι έκαναν προετοιμασία για τη
«μαγερίτσα». Παραδοσιακά την έφτιαχναν με φρέσκα αρωματικά χόρτα από τον κήπο
τους και γάλα ή φρέσκια μυζήθρα που έριχναν στο τέλος. Ξενίζει η συνταγή αυτή,
αλλά το φαγητό γινόταν ιδιαίτερα νόστιμο, αλλά πολύ βαρύ για τα στομάχια μετά
από πενήντα μέρες νηστείας.
Εκεί
πριν τα μεσάνυχτα του Σαββάτου, μόλις μας είχε «τσακίσει» ο ύπνος, χτύπαγε η
καμπάνα και σιγά-σιγά μαζευόμασταν στην Εκκλησία. Ο παπάς από την Πύλη έβλεπε
τους προσερχόμενους και εντόπιζε αυτούς που έλειπαν, που συνήθως ήταν κάποια
γιαγιά που ζούσε μόνη της. Έλεγε στα παιδιά:
-
Πηγαίνετε, ειδοποιείστε την (τάδε)…
Τρέχοντας
πηγαίναμε και φωνάζαμε:
-
Γιαγιά…! Έλα, βάρεσε η καμπάνα!
Αφού
συγκεντρώνονταν όλοι, η Ανάσταση ήταν υπόθεση των πάντων, άρχιζε η ακολουθία. Δεν
έφευγε κανείς, μέχρι τέλους…
Το
Αναστάσιμο τραπέζι εκτός από τη «μαγερίτσα» περιλάμβανε τα κόκκινα αυγά που
τσουγκρίζαμε, φρέσκο τυρί και φρέσκια μαλακή μυζήθρα.
Δεν
ψήναμε το σφαχτό στη σούβλα, όπως γινόταν εξάλλου σ’ όλη την Πελοπόννησο, αλλά
το βάζαμε στο φούρνο. Η «Ρουμελιώτικη» συνήθεια του οβελία, και το κοκορέτσι
μαζί, «ήρθαν» στο χωριό στα τέλη της δεκαετίας του ’60, από τους «Αθηναίους»
που άρχισαν να έρχονται στο χωριό για διακοπές. Τότε ήταν που κάναμε επισκέψεις
για ευχές από σπίτι σε σπίτι, από σούβλα σε σούβλα, και μέχρι να στρωθεί το
μεσημεριανό τραπέζι είχαμε χορτάσει με μεζέδες και κρασί.
Οι
«Αθηναίες», στην συγκεκριμένη περίπτωση, φέρανε κι άλλες συνήθειες πρωτόγνωρες
στο χωριό. Φορούσαν παντελόνια και μ’ αυτά πήγαιναν και στην Εκκλησία. Σκάνδαλο
μέγα! Αν δεν έφευγαν οι «παντελονούδες» ν’ αλλάξουν, ο παπάς δεν έβγαινε από το
Ιερό για το «Χριστὸς ἀνέστη». Ούτε βαρελότα και «τρακατρούκες» υπήρχαν μέχρι
τότε. Αντί αυτών είχαμε ένα …υποκατάστατο. Ξύναμε την εύφλεκτη ύλη από τα
σπίρτα, την βάζαμε στο αλουμινόχαρτο που είχαν τα πακέτα των τσιγάρων, κάναμε
ένα μπαλάκι που το χτυπούσαμε με δύναμη με ένα σφυρί ή σκεπάρνι. Έκανε κάποιο
θόρυβο.
Το
απόγευμα της Κυριακής μετά τον εσπερινό της «Αγάπης», στηνόταν γλέντι στην
πλατεία. Τριπλούς κύκλους χορού φτιάχνανε. Τότε είχε κόσμο το χωριό και αυθεντικό,
αγνό κέφι για διασκέδαση. Το ίδιο επαναλαμβανόταν και τη Δευτέρα που την
έβλεπαν – όπως πράγματι είναι - συνέχεια της Κυριακής του Πάσχα. Η Δευτέρα είχε
και το δικό της χαρακτηριστικό έδεσμα. Σε όλα τα σπίτια φουρνίζανε τη «αλύπητα»,
- γαλατόπιτα - τη μοναδική πίτα που φτιάχνανε. Παραδοσιακά γινόταν με γάλα,
αυγά, αλεύρι, και «μυρουδικά» - αρωματικά χόρτα – από τον κήπο. Κάποιες
νοικοκυρές βάζανε και λίγο χοντροκομμένο τυρί. Αργότερα η «αλύπητα» εξελίχτηκε.
Αφαιρέθηκαν τα χόρτα και προστέθηκε ζάχαρη. Έγινε πλέον η γνωστή γλυκιά
γαλατόπιτα.
Και
η ζωή συνεχιζόταν· όπως χθες, σήμερα, πάντα…
Ένα Πάσχα, ο Πανάγος ο Βρότσος έψηνε
τον οβελία στη αυλή του. Εκεί ήταν και μια νύφη του που φρόντιζε τα πιοτά και
τους μεζέδες. Ο Πανάγος στο ποτήρι του έβαλε κρασί από τ’ αμπέλι του, η νύφη
όμως προτίμησε να πιεί ένα ουζάκι που το αραίωσε με λίγο κρύο νερό.
- Νύφη, τι πίνεις;
- Νερό, πατέρα…
- Θελώνει το νερό…;; Δε θελώνει…!
Μια
χρονιά της Πεντηκοστής, όταν πλέον είχαν φτιαχτεί οι δρόμοι και η συγκοινωνία
ήταν εύκολη, είχε έρθει ο Σύλλογος από την Αθήνα με πούλμαν. Πρόεδρος ήταν ο
δάσκαλος Γιάννης Φίλιος. Ήταν πρώτη φορά που ήλθαν τόσοι πατριώτες μαζί και
ήταν για το χωριό ιδιαίτερη στιγμή. Το μεσημέρι στήθηκε στην πλατεία του χωριού
συνεστίαση και γλέντι, που πήραν μέρος ντόπιοι και επισκέπτες, μικροί και
μεγάλοι, με ωραία φαγητά και κρασί.
Αργά
το απόγευμα άρχισε να αποχωρεί ο κόσμος για τα καταλύματά τους. Είχαν φύγει
όλοι εκτός από τον γέρο Μήτσιο τον Καραΐσκο. Αφού ήπιε όσο κρασί είχε η κανάτα,
άπλωνε το χέρι και έπιανε όσα ποτήρια μισογεμάτα - μισοάδεια έφτανε και τους
έκανε… εκκαθάριση. Να πάει χαμένο το κρασάκι; Δοκίμασε να
σηκωθεί…μπα!...αδύνατο. Τότε πέρασε από εκεί ο Γιώργης ο Κολοβός, ο Κουτσίκος.
-Μπάρμπα…!
Δεν έφυγες;
-Ναι,
Γιώργη μου, τώρα… κι έκανε πως σηκώνεται.
Κατάλαβε
ο Γιώργης και για να μην τον προσβάλει, του λέει:
-Έλα,
μπάρμπα, πάμε μαζί, κάτου πάω κι εγώ…
Από τον Π.Β.Κ.
Ο δαίμων της αυτόματης διόρθωσης έκανε την "γαλόπιτα" "αλύπητα". Παρακαλούμε για την κατανόησή σας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια για μία ακόμη φορά φίλε Πάνο.Τι μας θυμίζεις!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓ.Δρούκας
ΜΑΣ ΠΕΘΑΝΕΣ ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΙΤΣΑ......ΜΑΣ ΘΥΜΗΣΕΣ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ...ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΑΣ..ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΜΑΣ ΕΘΙΜΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΙΚΡΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΑΣ.ΚΑΛΑ ....ΓΡΑΦΕΙΣ ΥΠΕΡΟΧΑ....ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ.
ΑπάντησηΔιαγραφή