ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ – 11 (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΑ ΚΑΙ…ΑΛΛΑ)



Η τοπική εκκλησία του χωριού είχε στην κατοχή της κάποια αγροτεμάχια που προέρχονταν από αφιερώσεις των πιστών ή κληροδοτήματα. Ήταν τα «μαναστηριακά» - τα μοναστηριακά - χτήματα. Μια φορά το χρόνο, την Κυριακή μετά του «Αηλιός» - του Προφήτη Ηλία, 20 Ιουλίου, -  μαζεύονταν οι κάτοικοι στην πλατεία του χωριού κι εκεί γινόταν δημόσιος πλειστηριασμός. Ο Παναγιώτης Φίλιος, ο Καραγιάννης, παραδοσιακά έκανε τον τελάλη. Έδινε κάποιος μια τιμή για συγκεκριμένο κτήμα κι αυτός, στριφογυρίζοντας τη μαγκούρα του, τριγύρναγε γύρω από την Άγια Μαύρα, έμπαινε και στα μαγαζιά, διαλαλώντας τις προσφορές. Ο τάδε δίνει τόσα για τις Λάκκες, ή τα Τσερνόκια ας πούμε. Καταγράφονταν οι προσφορές και κατακυρωνόταν το κτήμα στον τελευταίο που πλειοδοτούσε. Κάποιο χωραφάκι τον ενδιέφερε και αφού κάνανε τις προσφορές τους οι άλλοι, πλειοδότησε ο Καραγιάννης.
- …μία!… δύο!… γράψε λοιπόν  ’κει πέρα  Πι Φι.
Μιας και μιλάμε για «μαναστηριακά», η λέξη για κάποιο λόγο είχε στο μυαλό των ανθρώπων μια υποτιμητική σημασία, για κάτι το παρατημένο στην τύχη του, κάτι έρημο και ταλαίπωρο.
- Χάιντε μαναστηριακό!…, άκουγες όταν θέλανε να παρακινήσουν ένα ζώο να κουνηθεί και να πάει πιο γρήγορα… 

Η οικογένεια του Νικήτα (Γκίτα) Πετρούλια έφυγε για Αθήνα εκεί κάπου στα ’64. Στις πρώτες καλοκαιρινές διακοπές του σχολείου ο μικρός γιος της οικογένειας ο Γιώργος - γνωστός λάτρης του χωριού - ήρθε στο χωριό κι έμενε στη γιαγιά και τον παππού, τον Κώστα το Βρότσο, τον Τούρκο.
Ο Γιώργος είχε δει και μάθει στην Αθήνα πράγματα που εμείς στο χωριό δεν γνωρίζαμε. Πρώτο και κύριο ήταν ο Παναθηναϊκός! Κατόρθωσε και μας μύησε σχεδόν όλους στην …Παναθηναϊκή ιδέα. Μόνο γι’ αυτόν μιλούσε.
- Άλλες ομάδες δεν υπάρχουν, Γιώργο;
- Πώς… υπάρχουν… η ΑΕΚ…
Για Ολυμπιακό ούτε κουβέντα…
Μας έκανε κι ένα …πολιτικό μάθημα μαθαίνοντάς μας ένα σύνθημα επίκαιρο εκείνην την εποχή στην Αθήνα. Ένα σύνθημα που το παπαγαλίζαμε κι εμείς χωρίς να ξέρουμε τι λέμε, προς μεγάλη έκπληξη ή και δυσφορία των μεγαλυτέρων. Φωνάζαμε λοιπόν στο δρόμο:
- Λα-ο-κρατί-α - και όχι-Βασι-λιάς! (…) 

Ο αγροφύλακας του χωριού, ο Λιας ο Κεφάλας, ήταν ο πανταχού παρών άνθρωπος. Δεν ξέφευγε τίποτε της προσοχής του. Και δεν μιλάμε για τα ζωντανά που μπορεί να έμπαιναν σε σπαρμένο χωράφι ή στους κήπους κι έκαναν ζημιές. Κάθε κίνηση ήταν ελεγχόμενη και η σφυρίχτρα του πάντα το υπενθύμιζε. Έμπαινες ας πούμε σ’ ένα ξένο αμπέλι να κόψεις ένα τσαμπί σταφύλι; …φρρρρ! η σφυρίχτρα του.
Βγήκαμε μια φορά, νεαρούληδες, εκεί προς το πρώτο παγκάκι για να φουμάρουμε ένα τσιγαράκι. Για ασφάλεια και προφύλαξη μπήκαμε μέσα σ’ ένα …φρεάτιο ομβρίων που υπήρχε εκεί στη στροφή. Με τη πρώτη ρουφηξιά ακούμε μια φωνή:
- Αααχ! μοσχοβολάει το άτιμο…
Ήταν ο αγροφύλακας! Από πού ξεφύτρωσε; Μόνο που δεν τα κατάπιαμε τα τσιγάρα…
Μια άλλη φορά, εκεί προς το τέλος Αυγούστου, αρχές Σεπτέμβρη, καβάλησα το γάιδαρο, πήρα κι ένα καλάθι και ξεκίνησα για το αμπέλι στη Μεγάλη Ράχη, για σταφύλια. Όταν πήρα την κατηφόρα και δεν ήμουν ορατός - έτσι νόμιζα - από τον κύριο δρόμο, άνοιξα το «Καρελάκι», πήρα τσιγάρο, το άναψα …και ακούω τη φωνή:
- Επ! τσιγαράκι, τσιγαράκι;…
Ήταν ο αγροφύλακας πίσω μου, πάνω σ’ ένα υψωματάκι!… Ο καπνός μού βγήκε από τα αυτιά.
Κι όμως, ποτέ δεν μας «μαρτύρησε», δεν μας κάρφωσε… 

Τα «αναχρικά» των νοικοκυριών, τα μαγειρικά σκεύη - πριν την εισβολή του αλουμινίου και των ανοξειδώτων - «κακάβια, τεντζερέδες, χαρανιά, τεψιά, κεψέδες, τηγάνια, χουλιάρια, πιρούνια», ήταν χάλκινα.
Μια φορά στο τόσο ερχόταν στο χωριό ο «καλατζής», ο γανωματής, πλανόδιος τεχνίτης που αναλάμβανε το γάνωμα, δηλαδή το γαλβάνισμα και το στίλβωμά τους. Αυτό γινόταν για λόγους υγείας, γιατί με τον καιρό τα σκεύη μαύριζαν.
Φορτωμένος με τα απαραίτητα εργαλεία γύριζε στο χωριό και φώναζε:
 - Ο καλατζής, χαλκώματα γανώνω!…,
…και καλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν τα είδη που χρειάζονταν γάνωμα.
Θυμάμαι να στήνει το εργαστήριό του στο εγκαταλειμμένο σπίτι του Σπυρολεωνίδη που τότε ήταν όρθιο ακόμα. Πρώτα καθάριζε καλά το σκεύος τρίβοντάς το με τριμμένη στουρναρόπετρα, στη συνέχεια το έπλενε και με την τσιμπίδα το κρατούσε πάνω από τη φωτιά που είχε αναμμένη. Αφού το ζέσταινε, έριχνε μέσα το νησαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει και να κολλήσει καλύτερα το καλάι, ο κασσίτερος. Έριχνε το καλάι και με μπαμπάκι το άπλωνε σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους. Τέλος το έτριβε καλά με ένα μάλλινο ύφασμα και το σκεύος έλαμπε.
Δεν ξέρω πόσο στοίχιζε στο φτωχικό βαλάντιο των χωρικών αυτή η δουλειά, πάντως σ’ όλα τα σπίτια λάμπανε τα κατσαρολικά και τα κουταλοπίρουνα.



Έφτιαχναν το δίκτυο της υδροδότησης του χωριού, εκεί γύρω στο ’70, κι όλοι σχεδόν στο χωριό συμμετείχαν στις εργασίες των σωληνώσεων κάπου στου Καρίγιαννη. Εκεί ήταν κι ο Γιώργης Κολοβός ο Κουτσικάκος κι ο Βασίλης Κολοβός, ενώ κάπου τριγύρω ήταν κι ο …σκυλάκος του Παμεινώντα του Σπυρόπουλου. Κάποιος έριξε την ιδέα να δέσουν ένα …ντενεκεδάκι στην ουρά του σκύλου… Μεγάλοι και ώριμοι άνθρωποι σου λέει μετά! Πιάνει ο Βασίλης το ζώο και μ’ ένα σύρμα έδεσε το ντενεκεδάκι στην ουρά του. Ο σκύλος άρχισε να τρέχει ουρλιάζοντας και τράβηξε κατά το σπίτι. Εκεί η μάνα του Παμεινώντα, η Σταυρουλίτσα, θεία του Βασίλη, είδε το σκυλί και πήγε να του λύσει το σύρμα. Πονεμένος κι αγριεμένος ο σκύλος της ρίχνει μια δαγκωνιά κι εκείνη τότε άρχισε να καταριέται τον «παλιάνθρωπο, που να τον βαρέσει η γιαστραπή, να τον τινάξει το συγενικό, κακιά αρρώστια να τον βαρέσει και να μην τον εβρεί το βράδυ…».
Ο Γιώργης που είχε επιστρέψει εν τω μεταξύ, άκουσε τα Σταυρουλίτσα και προσπάθησε να την ηρεμήσει.
- Θειά, μην καταριέσαι, μπορεί νά’ ναι δικός σου άνθρωπος… 

Ο Δημητράκης ο Πετρούλιας του Τάσιου είχε ο καημένος μια κάποια νοητική υστέρηση. Πιτσιρικάδες τον φοβόμασταν γιατί θύμωνε και μας κυνηγούσε όταν τον φωνάζαμε με το παρατσούκλι του «Τσιουμάκης». Στην πραγματικότητα ήταν ακίνδυνος και δεν ενοχλούσε κανέναν. Έμενε με τη γριά μάνα του και κύρια ασχολία του ήταν να «σκαρίζει» τις 5-6 γιδούλες του. Έβγαινε με τα ζα το πρωί κρατώντας ένα ραδιοφωνάκι και επέστρεφε πάντα ακριβώς την ίδια ώρα. Στο ΕΙΡΤ τότε είχε την εκπομπή «Για σάς παιδιά» με την Λήδα Κροντηρά και την Άντα Γεωργίου. Μόλις άρχιζαν λοιπόν «τα παιδάκια» ο Δημητράκης ήξερε πως είναι ώρα επιστροφής. Κάποια φορά όμως δεν έλεγε να γυρίσει. Ρε, πού είναι ο Δημητράκης… Ο καψερός περίμενε ν’ αρχίσουν «τα παιδάκια», αλλά εκείνη η μέρα ήταν αργία και δεν είχε την εκπομπή…

Η γριά Μούργαινα, χήρα του Γιώργη του Φίλιου του Μούργου, είχε μέχρι τα βαθειά της γεράματα βοηθό και συντροφιά της έναν γάιδαρο, που πρέπει να ήταν κι αυτός …συνομήλικός της. Πουθενά δεν πήγαινε χωρίς τον γάιδαρο. Στο αμπέλι, στο χωράφι, παντού, μπροστά ο γάιδαρος που γύριζε πάντα φορτωμένος με ξύλα, κάποιο σακί, κλαριά… Η γριά κυρτωμένη από τα χρόνια, ακολουθούσε με τα πόδια. Όταν ήταν καμιά ανηφόρα, απ’ το Μητραίικο ας πούμε, έπιανε την ουρά του γαϊδάρου και σιγά-σιγά ανεβαίνανε…
Όταν πέθανε ο άντρας της, κατά διαβολική σύμπτωση, αρρώστησε ο γάιδαρος και το γουρούνι της. «Κοπανιότανε» η γριά:
- Άντρα, γουρούνι, γάιδαρο και ποιόν να πρωτοκλάψω… 

Ο Γκίτας ο Μαυρίκης ο Λουμπρής, ένας άντρας μέχρι ’κει πάνου, είχε ταξιδέψει κι αυτός, όπως πολλοί από το χωριό, στην Αμέρικα για να καζαντίσει. Του άρεσε πολύ να διηγείται ιστορίες και κατορθώματά του εκεί:
- Μια φορά, που λέτε, αρπάχτηκα με έναν τύπο και με τη μία του έριξα …έξι μπουνιές!…
Κι έδειχνε πώς. Μέτραγε τους κόμπους - τις αρθρώσεις του χεριού του - από τα δάχτυλα μέχρι και τον ώμο!
Μια άλλη φορά διαφωνούσε με τον Μήτσιο τον  Καραϊσκάκη για κάτι στην Αμέρικα.
- Ρε σου λέω ήτανε κουρείο εκεί…
- Όχι ήταν καμπινές…
- Δε θυμάσαι καλά. Κουρείο ήτανε…
- Όχι, καμπινές… Εσύ δε θυμάσαι…
Μόνο που δεν σήκωσαν μαγκούρες… 

Για κάποια χρόνια οι αλεπούδες είχαν γίνει πληγή στην περιοχή. Ρήμαζαν τα κοτέτσια του κόσμου. Τις επικήρυξε το δασαρχείο κι όποιος πήγαινε τα πόδια και την ουρά της αλεπούς έπαιρνε κάποια αποζημίωση. (Πού είσαστε φιλοζωικές οργανώσεις…).
Ο Λουμπρής κυνήγαγε μια «αλουπού» όλη τη μέρα. Το ζούλπι είχε βάλει στο μάτι τις κότες του και κάτι έπρεπε να κάνει. Γιόμισε λοιπόν μια «τσιάγκρα» που είχε και της έστησε καρτέρι. Έλα όμως που η «αλουπού» του ξέφευγε. Εδώ την είχε, εκεί την είχε, την περιόρισε στο καλύβι κάτω από το σπίτι του. Μπαμ, κάτω η «αλουπού». Έπεσε εξουθενωμένος ο μακαρίτης.
-   Με  παίδεψε το άτιμο το ζωντανό αλλά το ξέκανα… 

Τις εκλογές, εθνικές ή δημοτικές-κοινοτικές τις ζούσαν έντονα και στο χωριό. Δεν γίνονταν έκτροπα ή δημόσιες αντεγκλήσεις όμως ο εκλογικός πυρετός ήταν ανεβασμένος. Δεν υπήρχαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να οξύνουν τα πάθη, μόνο κάποιο ραδιόφωνο για καμιά είδηση και καμιά εφημερίδα κι αυτή …μπαγιάτικη. Εκλογικό υλικό των κομμάτων - αφίσες, φωτογραφίες - σπάνια έφτανε στο χωριό παρά μόνον τα ψηφοδέλτια. Με αυτά, λοιπόν, κάνανε όλο το …παιγνίδι. Πηγαίνανε κρυφά στις πόρτες των σπιτιών και κρεμούσαν τα ψηφοδέλτια των αντιπάλων. Ήταν πρόκληση κάτι τέτοιο. Τα σκίζανε οι μεν, τα ξανακρέμαγαν οι δε…
Ο Γκίτας ο Πετρούλιας και ο ανηψιός του ο Βασίλης Κολοβός ήταν αντίθετοι πολιτικά, αλλά φίλοι αγαπημένοι. Παίρνει ο Γκίτας το Βασίλη παράμερα και του λέει εμπιστευτικά:
-   Ανηψιέ, πρόσεξε στην πόρτα σου θα σου κρεμάσουν ψηφοδέλτια…
-   Μπάρμπα, του λέει ο Βασίλης, τη δική σου πόρτα την είδες;
…του είχε κρεμάσει αντίθετα ψηφοδέλτια… 

Σε κάποιες Κοινοτικές εκλογές περιμένανε τ’ αποτελέσματα μαζεμένοι στην πλατεία. Βγαίνει ο Λάμπρος ο Σπυρόπουλος που ήταν υποψήφιος και ανακοινώνει:
-    Ένα πήρα, ρε παιδιά, κι εκείνο ασταύρωτο…
Ένα ψηφοδέλτιο χωρίς καν σταυρό.
  
Σε κάποιες άλλες εκλογές, εθνικές αυτή τη φορά, μπήκε η (…) στο κέντρο, ψήφισε κι όταν βγήκε τη ρωτάει η μάνα της:
-          Τι ψήφισες, χαϊμένο;
-   Νέλο!, της απαντάει. («Νέλος» ήταν το παρατσούκλι του Γιάννη του Λαδά, της «επταετίας» και το είπε …ποιος ξέρει γιατί… Ο «Νέλος» δεν κατέβηκε ποτέ σε εκλογές). Δέχτηκε τότε την επιτίμηση της μάνας.
-   Χά’ να χαθείς, χαϊμένο, που ξέρεις κι εσύ από …κουμμουνισμό!...
Από τον Π.Β.Κ.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου