ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ - 12 (Ο ΤΡΥΓΟΣ)



Αν ο επισκέπτης του χωριού, με μέτωπο την Ξεροβούνα, ρίξει μια ματιά χαμηλά στο χώρο που περικλείεται από τους οδικούς άξονες προς Δυρράχι και προς Άκοβο θα δει δασωμένες πλαγιές και ρεματιές. Τίποτε πλέον δεν μαρτυρά ότι, μέχρι και πριν 15 χρόνια, όλη αυτή η περιοχή ήταν κατάφυτη από αμπέλια. Αν τώρα δοκιμάσει να περάσει κάποιος μέσα στις δασωμένες αυτές πλαγιές μπορεί να δει να ξεπροβάλει ανάμεσα στην άγρια βλάστηση κάποιο βλαστάρι αμπελιού, ό,τι έχει απομείνει από τον κάματο και τον αγώνα των ανθρώπων που μέχρι και τη δεκαετία του ’60 ξελόγγωναν, ξελάκωναν και φύτευαν αμπέλια. Καλλιεργούσαν μια ποικιλία μαύρου σταφυλιού που οι ντόπιοι την λέγανε «πλατάνα». Δεν γνωρίζω αν συναντάται και με άλλο όνομα σε άλλα μέρη. Αυτή η ποικιλία έδινε ένα κόκκινο δυνατό κρασί. Είχαν και μερικά κλήματα μοσχάτο - τις «μουσκίτσες» - και λίγους ροδίτες κι αυτά για οινοποίηση αλλά και για επιτραπέζια κατανάλωση.
Αν πάμε λοιπόν πίσω στο χρόνο, θα δούμε το χωριό εκεί, λίγο πριν λίγο μετά από του Σταυρού (14 Σεπτέμβρη), να ζει σε υπερένταση. Έβγαζαν τα «βαγένια» - τα βαρέλια - από τα κατώγια και με νερό κουβαλημένο από το πηγάδι τα έπλεναν και τα ετοίμαζαν. Αν τα βαρέλια, δρύινα κυρίως, χρειάζονταν επισκευή, ν’ αλλάξουν κάποιες «δόγες» ας πούμε, έφερναν ειδικό μάστορα, τον «βαρελά», που έκανε αυτή τη δουλειά. Έπλεναν, επίσης, και ετοίμαζαν τους ληνούς - τα πατητήρια - ώστε όλα να είναι έτοιμα να δεχτούν τον πολύτιμο χυμό του σταφυλιού, αποτέλεσμα κόπων και φροντίδων ολόκληρης χρονιάς. Εύχονταν να μη βρέχει γιατί το νερό την ώρα του τρύγου είναι εφιάλτης. Η βροχή ξεπλένει τη ρώγα του σταφυλιού και χάνονται χρήσιμοι ζυμομύκητες. Ο τρύγος θα πρέπει τότε να αναβληθεί για μέρες.
Ξεκινούσαν πρωί, με τα «πούργια», τα μεγάλα καλάθια μεταφοράς των σταφυλιών και τις «κόφες», λίγο πιο μικρά και πιο πλατειά «πούργια», φορτωμένα στα ζώα και τα μικρά καλάθια στο χέρι, και πήγαιναν κατά τα αμπέλια. Συνήθως μαζεύονταν φίλοι και συγγενείς με τα ζώα τους και τρυγούσαν στου ενός κι έπειτα στου άλλου, γιατί η δουλειά ήθελε χέρια και ζώα για το κουβάλημα των σταφυλιών στο ληνό. Αν το αμπέλι ήταν σε πλαγιά, το καλάθι που γέμιζε το φορτώνονταν στο ώμο και βαδίζοντας λοξά - δύσκολα να ανεβείς κόντρα - ανέβαιναν τον ανήφορο. Αν το αμπέλι ήταν σε επίπεδο μέρος το κουβάλημα ήταν πιο εύκολο. Τ’ αμπελοστάφυλα, όπως κόβονταν στο αμπέλι, μαζεύονταν στις «κόφες» και απ’ εκεί ρίχνονταν κατευθείαν στα «πούργια» που ήταν φορτωμένα πάνω στα ζώα και με έναν συνοδό και τα παιδιά πολλές φορές, τραβούσαν για το ληνό. Έκαναν πολλές φορές το δρομολόγιο αμπέλι-ληνό. «Μόσχος και γλυκόπιοτο» και «καλά κρασιά» ήταν οι ευχές που έδινε κάποιος όταν συναντούσε ζώο φορτωμένο με σταφύλια και τον καλούσαν τότε να διαλέξει το καλύτερο τσαμπί από το πούργι για να δοκιμάσει. Είχαν δρόμο να κάνουν μέχρι το ληνό, ειδικά όταν κάποια αμπέλια ήταν μακριά και σε μέρη αρκετά δύσβατα. Τα τελευταία χρόνια, πριν την εγκατάλειψη των αμπελιών, - πόσο πιο οξύμωρο θα μπορούσε να είναι; - διανοίχτηκαν βασικοί δρόμοι και είχαν πρόσβαση τα αυτοκίνητα στα οποία φόρτωναν τα σταφύλια και όλα ήταν πιο απλά.


Δούλευαν ακατάπαυστα για πολλές ώρες με ένα μικρό διάλειμμα για κολατσιό, ρέγγα, όπως έχουμε πει, ντομάτες από τον κήπο τους και τυρί. Γύρω στις 20 με 22 του Σεπτέμβρη ο τρύγος είχε τελειώσει. Τώρα ήταν η φάση του ληνού. Ήταν χτιστός, με λείο κονίαμα από μέσα, συνήθως σε μια άκρη της αυλής του σπιτιού σε στεγασμένο συνήθως χώρο. Κάποτε πιο παλιά, υπήρχαν ληνοί στα αμπέλια γιατί αυτά ήταν μεγάλα και τα σταφύλια πολλά και ήταν πιο πρακτικό η δουλειά να γίνεται επιτόπου. Το μούστο τον έβαζαν σε ασκιά και τον μετέφεραν στα βαρέλια.
Αφού λοιπόν συγκέντρωναν τα σταφύλια στο ληνό, έπλεναν τα πόδια τους - αστειευόντουσαν μ’ αυτό λέγοντας πως το καλό πλύσιμο των ποδιών γινόταν …μέσα στο ληνό (!) - και άρχιζαν το πάτημα. Σ’ αυτήν την διαδικασία παίρνανε μέρος και τα παιδιά που το έβλεπαν σαν διασκέδαση.
Ο μούστος έτρεχε και έπεφτε στο καζάνι ή λεβέτι πιο χαμηλά από το ληνό. Από εκεί ο νοικοκύρης έπαιρνε το μούστο με την «μπότσα», κάνοντας ταυτόχρονα και το μέτρημα της ποσότητας, και τον έριχνε, περνώντας τον από ένα μεγάλο χωνί-«σουρωτήρι» για να συγκρατεί τις ολόκληρες ρόγες, στο βαρέλι που ήταν τοποθετημένο στην κανονική και οριστική θέση του, μέσα στο υπόγειο για να «βράσει» και να γίνει κρασί. Η περιεκτικότητα σταφυλοσάκχαρου στον μούστο μετριόταν με ειδικό όργανο, το γράδο. Κάποτε μετράγανε με ένα …αυγό, εμπειρική μέθοδος που εκείνοι γνώριζαν καλύτερα. Οι βαθμοί που είχε συνήθως ο μούστος των αμπελιών που ήταν σε ράχες που τις έβλεπε ο ήλιος πολλές ώρες ήταν γύρω στο 12 με 13, ενώ ο πιο αδύνατος μούστος από αμπέλια όχι πολύ προσήλια ήταν γύρω στο 11, 11,5. Στην περίπτωση αυτή έριχναν στο βαρέλι μούστο που τον είχαν βράσει πρώτα - βοηθούσε και στο «βράσιμο», τη ζύμωση - ή, άλλοι, τον ενίσχυαν προσθέτοντας ζάχαρη.


Τα «τσίπουρα», τα πατημένα τσαμπιά των σταφυλιών τα συγκέντρωναν στην άκρη του ληνού για να τα περάσουν από την «τσιφιλιά», την χειροκίνητη πρέσα, γιατί είχαν ακόμα αρκετό μούστο και δεν έπρεπε να πεταχτούν. Η «τσιφιλιά» ήταν ένας κάδος με «δόγες» τον οποίο γέμιζαν με τα «τσίπουρα» και πάνω του προσαρμοζόταν ένα πώμα το οποίο κατέβαινε πιεζόμενο από έναν κοχλία, ξύλινο στην αρχή κατόπιν μεταλλικό. Τα πίεζαν τόσο μέχρι που δεν έβγαινε πλέον μούστος και στο τέλος τα πετούσαν. Δεν θυμάμαι στα χρόνια μου να κάνουν απόσταξη για να βγάλουν τσίπουρο. Κάποτε, πιο παλιά, το έκαναν.
Όταν άρχιζε να «βράζει» ο μούστος, άρχιζε δηλαδή η ζύμωση, έριχναν στο βαρέλι ρετσίνι, σε μεγάλες ποσότητες που έδινε στο κρασί οξύτητα και έντονη γεύση. Λέγανε, έτσι νόμιζαν, ότι το πολύ ρετσίνι προστατεύει και διατηρεί το κρασί. Τα τελευταία χρόνια της οινοπαραγωγής στο χω-ριό σταμάτησαν να κάνουν αυτήν την κατάχρηση του ρετσινιού. Κάποιοι δεν έβαζαν σχεδόν καθό-λου. Όπως και νά’ χει, φτιάχνανε καλό κρασί στο χωριό. Κάποιοι βέβαια φτιάχνανε καλύτερο και σ’ αυτό σίγουρα έπαιζε ρόλο η τοποθεσία του αμπελιού, αλλά και ο «μάστορας», γιατί το καλό κρασί είναι τέχνη και μάλιστα δύσκολη. Στο χωριό ο παραγόμενος μούστος ήταν αρκετός και μάλιστα τόσος, που κάποιες χρονιές τον πουλούσαν σε ξένους που έρχονταν με τα ασκιά και τον αγόραζαν.
Οι νοικοκυρές έβραζαν μια ποσότητα μούστου στο καζάνι, πρόσθεταν και καθαρή στάχτη - για να τον «κόψουν», να σταματήσει η αλκοολική ζύμωση - και έφτιαχναν πετιμέζι. Από ένα καζάνι γεμάτο μούστο έμενε περίπου το ένα τρίτο της ποσότητας σαν χυμός συμπυκνωμένος, το γλυκό και αρωματικό πετιμέζι. Με τον βρασμένο και «κομμένο» μούστο έφτιαχναν και μουσταλευριά, γευστική απόλαυση μικρών και μεγάλων. Γεύσεις μοναδικές, αξεπέραστες, που έκρυβαν μέσα τους την πνοή και τα αρώματα, όλην την ψυχή της τροφοδότρας γης.


Θα ήτανε το 2003, όταν, αφού τρυγήσαμε και φορτώσαμε τα σταφύλια, ο πατέρας άρχισε το τραγούδι. Τραγούδι που ήχησε σαν μοιρολόι.
 - «αφήνω γειά στις έμορφες και γειά στις μαυρομάτες…»
Ήξερε, καταλάβαινε, πως ήταν η τελευταία χρονιά που πήγε στο αμπέλι του…

Από τον Π.Β.Κ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου