ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ – 14 ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (από τα χρόνια του 1960 μέχρι το οριστικό κλείσιμό του)



Εκεί κατά τις 20 του Σεπτέμβρη άρχιζαν τα σχολεία. Μουδιασμένα τα παιδιά, μετά την τρίμηνη σχεδόν διακοπή έπρεπε να επιστρέψουμε στα θρανία. Υπήρχε, πρώτα απ’ όλα, η αγωνία ποιός θα είναι ο δάσκαλος. Αν ερχόταν κανένας πολύ αυστηρός κι είχε τη «λούρα», τη βέργα, σαν κύριο …μάθημα; Βλέπετε εκείνα τα χρόνια κυριαρχούσε το αξίωμα πως «το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» και ήταν η κύρια παιδαγωγική μέθοδος. Οι δάσκαλοι έδερναν και μάλιστα ανηλεώς κάποιες φορές και οι γονείς όχι μόνο το επέτρεπαν αλλά τους πρότρεπαν στη χρήση βίας: «δάσκαλε, βαρ’ τον να βάλει μυαλό!» Ήταν τα παιδιά πιο ατίθασα, δεν μελετούσαν όσο έπρεπε; Δεν το νομίζω. Τα παιδιά διαχρονικά είναι τα ίδια. Αν ερχόταν ο περυσινός, ουφ!, ανασαίναμε με ανακούφιση, επειδή ακριβώς τον γνωρίζαμε και ξέραμε τα χούγια του. Ας είναι…
Ο δάσκαλος με την μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής στο χωριό μας ήταν ο Βασίλης Καρατζαφέρης. Ήρθε το 1961. Πριν απ’ αυτόν, από τον Μάρτη μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς, ήταν ο Βλαχάκης από το Δυρράχι.
 Όλα τα παιδιά μαζευόμασταν στην ίδια αίθουσα, - στο κτήριο της Εκκλησίας, πάνω από το μαγαζί - τα πρωτάκια στα πρώτα θρανία κι όσο μεγάλωνε η τάξη, πιο πίσω. Η διδασκαλία γινόταν με τη μέθοδο της συνδιδασκαλίας, γιατί ο δάσκαλος έπρεπε να διδάξει όλα τα μαθήματα σε όλες τις τάξεις σε περιορισμένο χρόνο. Αν θυμάμαι καλά, η Α΄ και η Β΄ τάξεις διδάσκονταν μαζί όλα τα μαθήματα εκτός από τη Γλώσσα και την Αριθμητική, όπως λέγανε τότε τα Μαθηματικά. Η  Γ΄ τάξη έκανε από κοινού τα μαθήματα με την Δ΄ και η Ε΄ με την ΣΤ΄, εκτός πάντα από την Αριθμητική. Επειδή λοιπόν θα τύχαινε η μικρότερη τάξη να κάνει τα μαθήματα που με λογική και φυσική σειρά έπρεπε να τα κάνει την επόμενη χρονιά και η μεγαλύτερη τάξη την προηγούμενη, είχαν προσαρμόσει τα μαθήματα σε Α΄ και Β΄ έτη (κύκλους) συνδιδασκαλίας. Ο δάσκαλος έβαζε τα παιδιά να γράψουν την ορθογραφία τους ή να λύσουν κάποιο πρόβλημα αριθμητικής κι έπιανε να κάνει μάθημα με άλλα. Διαδοχικά έκανε το μάθημα σ’ όλες τις τάξεις κι έτσι μαθαίναμε γράμματα τότε.
Παίρναμε δωρεάν από τον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών (Σχολικών, πιο παλιά) Βιβλίων, μόνο το Αναγνωστικό. Τα άλλα βιβλία τα αγοράζαμε - σημαντικό κόστος για φτωχούς ανθρώπους - και ήταν στην κρίση του δασκάλου ποιά θα μας πρότεινε. Ο Βασίλης Καρατζαφέρης, θυμάμαι, είχε προτίμηση στα βοηθητικά βιβλία των «Εκδόσεων Καμπανά». Εκεί, γύρω στο ’68 - ’69 τα βιβλία άρχισε να δίνονται όλα δωρεάν και είχαν πάνω τους τη σφραγίδα: «ΔΩΡΕΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ». Μέχρι το 1963 και την άνοδο στη εξουσία του Γ. Παπανδρέου, του «Γέρου», η επίσημη γλώσσα ήταν η απλή καθαρεύουσα με όλο της τον εξοπλισμό, τόνους και πνεύματα, και η διδασκόμενη Γραμματική ήταν των Βαμπούλη-Ζούκη. Μετά το 1964, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Ευάγ. Παπανούτσου, επικράτησε η Δημοτική γλώσσα, πάλι βεβαίως με τόνους και πνεύματα, βασισμένη στην Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Με την επικράτηση όμως των Συνταγματαρχών το 1967, ξαναγυρίσαμε στην απλή καθαρεύουσα…
Μέχρι και τα πρώτα χρόνια του ’60 τα πρώτα μας γράμματα τα χαράξαμε στην «πλάκα» με το «κοντύλι», στη συνέχεια αρχίσαμε να γράφουμε στο τετράδιο με το ξυλομόλυβο και την αντιγραφή μας καλλιγραφημένη στο «καλό τετράδιο» με …πένα και μελάνι. Ήταν αρκετά δύσκολο να γράψει κανείς με πένα. Τρύπαγε το χαρτί ή έκανε λεκέδες το μελάνι και τότε «τρώγαμε» τις απαραίτητες σφαλιάρες από τον δάσκαλο για την απροσεξία μας. Στον εξοπλισμό μας λοιπόν είχαμε το μελανοδοχείο, τον κονδυλοφόρο, πένες ανταλλακτικές και το «στουπόχαρτο», το απορροφητικό χαρτί που βάζαμε πάνω στο φρεσκογραμμένο με μελάνι γραπτό μας. Κάποια στιγμή φάνηκαν και κονδυλοφόροι που είχαν φούσκα που γέμιζε με μελάνι. Αυτοί ήταν επιτρεπτοί, αντίθετα με τα στυλό διαρκείας που ήταν αυστηρά απαγορευμένα.
Το κύριο, όμως, μέσο γραφής ήταν το μολύβι. Ο δάσκαλος είχε ορίσει να κάνουμε μία εγκοπή στο πίσω μέρος του μολυβιού και με κλωστή να δένουμε τη γόμα. Αυτό το έλεγχε συχνά-πυκνά κι αλίμονο σ’ εκείνον που δεν είχε κρεμασμένη τη γόμα του στο μολύβι ή την είχε …μισοφαγωμένη, γιατί τα παιδιά από τότε …έτρωγαν γόμες! Κοκκίνιζαν τ’ αυτιά του από το τράβηγμα ή φούσκωναν οι παλάμες από τις ξυλιές. Γράφαμε λοιπόν με το μολύβι και χρου-χρου με την ξύστρα γεμίζαμε τον τόπο ροκανίδια. Κάποτε φέρανε, μάλλον η Βασιλική Πρόνοια, μια μεγάλη ξύστρα τοίχου με …μανιβέλα και ενσωματωμένο χώρο για τα ροκανίδια. Την βιδώσανε λοιπόν στον τοίχο κοντά σ’ ένα παράθυρο και τον ίδιο καιρό αύξησαν τα μαγαζιά τις …πωλήσεις μολυβιών. Το είχαμε δει σαν παιγνίδι και κάθε λίγο κάποιο παιδί σηκωνόταν να ξύσει τάχα το μολύβι του. Μέχρι να σχολάσουμε είχε φαγωθεί το μισό…
Κάποια άλλη φορά είχαν φέρει μια μεγάλη ποσότητα τετραδίων που τα μοίραζαν δωρεάν. Είχαν στο εμπρός εξώφυλλο ήρωες του ’21 και στο πίσω εξώφυλλο την προπαίδεια. Όποιο παιδί τελείωνε το τετράδιο ζητούσε από τον δάσκαλο καινούργιο. Βέβαια κάναμε κατάχρηση της δωρεάν παροχής γιατί μόλις φτάναμε στη μέση του τετραδίου, μουτζουρώναμε ή γράφαμε ό, τι νά’ ναι στο υπόλοιπο για να πάρουμε άλλο!
Τα μαθήματα γίνονταν πρωί - απόγευμα. Από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις δωδεκάμισι ή μία και από τις δυόμισι μέχρι τις πέντε το απόγευμα, ενώ το Σάββατο είχαμε μάθημα μέχρι το μεσημέρι. Μπορεί να μην είμαι απόλυτα ακριβής στο ωράριο, αλλά χοντρικά αυτό ήταν το ημερήσιο πρόγραμμα. Τα απογεύματα κάναμε κυρίως τα δευτερεύοντα μαθήματα, κάναμε χειροτεχνίες, ωδική και χορό.
Η καμπάνα ήταν που σήμαινε την ώρα προσέλευσης στο σχολείο. Θυμάμαι τα μεσημέρια πηγαίνοντας για το σχολείο, συναντούσα τον Αντώνη Κεφάλα στο σπίτι του - καθόμασταν και στο ίδιο θρανίο - και μαζί ανεβαίναμε να χτυπήσουμε την καμπάνα. Ήμασταν κάτι σαν …κωδωνοκρούστες.
Όπως έχουμε πει σε άλλη ευκαιρία, το πρωί παίρναμε το ρόφημά μας, γάλα σε σκόνη και το μεσημέρι για κάποια χρόνια και μέχρι τα τέλη του ’60 είχαμε γεύμα, το συσσίτιο. Η μεγάλη αίθουσα του σχολείου χωρίστηκε και ένα μέρος της έγινε τραπεζαρία. Ο δάσκαλος στην κεφαλή του τραπεζιού έτρωγε μαζί με τα παιδιά.
Το πρωί στο προαύλιο, στη σημερινή πλατεία άστρωτη τότε με χώμα και χαλικάκια, πριν μπούμε στην αίθουσα, γινόταν προσευχή, έπαρση της σημαίας και πολλές φορές έλεγχος καθαριότητας …ποδιών. Βγάζαμε το ένα παπούτσι και την κάλτσα, όσοι φορούσαν, κι ο δάσκαλος έβλεπε πώς …γίνονταν τα πόδια μέσα στα κλειστά πλαστικά παπούτσια τον χειμώνα ή τα παλιοπέδιλα το καλοκαίρι. Έπεφταν τότε οι σφαλιάρες και η «λούρα» έτσουζε στα γυμνά, τα ακάλυπτα, τις πιο πολλές, πόδια.
Πολλές φορές τα πρωινά είχαμε για κάνα δεκάλεπτο περίπου σουηδική γυμναστική. Αρχίζαμε: «ἀκροστασία καὶ βαθειὰ εἰσπνοή, μεσολαβή, διάστασις, ἀνάτασις, πρότασις, ἔκτασις» και ακολουθούσε η εντολή - έτσι ακουγόταν -  «ατνός». Έτσι είχε καταντήσει το «ἀτενῶς».

 

Οι παραδοσιακοί χοροί ήταν βασικό μάθημα εκείνα τα χρόνια. Τραγουδούσαμε και χορεύαμε στην πλατεία, Συρτό, Καλαματιανό, Τσάμικο, Σούστες, τον Τσακώνικο κ.α. Για να ακριβολογούμε …χόρευαν τα άλλα παιδιά. Δεν ξέρω γιατί απέκτησα αντιπάθεια για το χορό και κάθε φορά ξεγλιστρούσα  εντέχνως. Θυμάμαι το δάσκαλο τον Β. Καρατζαφέρη μια φορά να λέει στον Γιώργο Πετρούλια και τον Λια τον Κουμούτσο:
- Πιάστε τον…
…κι έτρεξε ο ένας από το ένα μέρος κι ο άλλος απ’ το άλλο για να με μπλοκάρουν και να με βάλουν στο χορό!...

Εκείνα τα χρόνια υπήρχε σε χρήση ένα …διαταξικό σχολικό βοήθημα το ΜΑΘΑΙΝΩ ΑΠ’ ΟΛΑ, που ο δάσκαλος το σύστηνε ανεπιφύλακτα. Ήταν, θά ’λεγα κάτι σαν περιοδικό ποικίλης ύλης. Γραμματική, Αριθμητική, Γεωγραφία, Ιστορία, όλα δοσμένα μέσα από ιστορίες απλές, με ανέκδοτα, σπαζοκεφαλιές, έγχρωμες ζωγραφιές κ.α. Όταν θέλαμε να ξεδώσουμε λίγο από την καθημερινή πίεση καταφεύγαμε στο βιβλίο αυτό. - «Κύριε, πότε θα κάνουμε ΜΑΘΑΙΝΩ ΑΠ’ ΟΛΑ;» Ο δάσκαλος για να μας κάνει τη χάρη ή όταν ο ίδιος …βαριόταν, μας άφηνε να διαβάσουμε απ’ αυτό το βιβλίο…


Οι δάσκαλοι ήταν απαιτητικοί, βασανιστικοί θά έλεγα, σχετικά με την μαθησιακή διαδικασία. Η απλή καθαρεύουσα ή και η τότε δημοτική γλώσσα, με τους ατελείωτους κανόνες τονισμού και τις δασυνόμενες λέξεις που έπρεπε να αποστηθίζουμε, ήταν βραχνάς για τα μαθητάκια. Όχι μόνο αυτό. Και το λεξιλόγιο ήταν δύσκολο. Βρισκόμασταν μπροστά από λέξεις και νοήματα που μας ξεπερνούσαν. Δείτε, για παράδειγμα, ένα ποιηματάκι του Αριστομένη Προβελέγγιου από το Αναγνωστικό της Δ΄ Δημοτικού.
Δόξα στὸ πνεῦμα τῶν Ἀρχαίων,
      παγκόσμιον φωτὸς πηγήν!
Δόξα στὰ ὅπλα ἡρώων νέων,
      ποὺ λύτρωσαν αὐτὴν τὴν γῆν!

Μ’ ἐκείνων τὴ χρυσῆ σοφία,
      μὲ τούτων τὴν ἁγία ὁρμή,
νέαν ἂς πλάσωμε ἱστορία,
      γεμάτη δόξα καὶ τιμή.

Ἐμπρός, στῶν ἔργων τὸν ἀγῶνα!
-   Ἐκεῖ εἶν’ ὁ πύρινος παλμός.
Ἐκεῖ τῆς Νίκης ἡ κορώνα
      κι ἀθανασίας ἀσπασμός.
Το ποίημα αυτό όχι μόνο έπρεπε να το κατανοήσουμε και να το αναλύσουμε, αλλά το έβαζαν για απαγγελία στις εθνικές γιορτές και σε παιδάκια 6 ετών!

 Η λάντζα, το πλύσιμο πιάτων και του καζανιού του συσσιτίου, ήταν υποχρέωση των μεγαλύτερων παιδιών. Ο Β. Καρατζαφέρης για να τονώσει τάχα το ηθικό στα εντεκάχρονα και δωδεκάχρονα κοριτσάκια που έπρεπε να κάνουν λάντζα, έλεγε με ύφος: «η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά»! Άλλοτε, προσπαθώντας να σηκώσει τα μανίκια του Γιώργου Πετρούλια, προφανώς για να πλύνει πιάτα, δέχτηκε τη διαμαρτυρία του παιδιού…
- Καλά, ντε, μη με τραβολογάς…
…κι όταν ο Γιώργος αντέδρασε, ποιος ξέρει γιατί, ο δάσκαλος άρχισε να τον κυνηγάει κραδαίνοντας τη «λούρα» της μουριάς. Για να του ξεφύγει άρχισε να τρέχει πατώντας πάνω στα θρανία και χραπ! δίνει μια ο δάσκαλος και σκίζει το χάρτη της Ευρώπης από πάνω μέχρι κάτω…

Υποχρέωση των παιδιών ήταν και η προετοιμασία, όποτε χρειαζόταν, του φαγητού της επομένης μέρας. Μια φορά κι ενώ ο δάσκαλος μίλαγε για τον Ιωάννη Τσιμισκή και τον Νικηφόρο Φωκά, σηκώνει ο Γιάννης Κολοβός του Κουτσικάκου το χέρι:
- Κύριε, Κύριε, ξεχάσαμε να βάλουμε τον μπακαλέο στο νερό…
Η αντίδραση του Καρατζαφέρη ήταν …ακαριαία.
- Μπράβο, Γιαννάκη μου. Τρέξε!…

                                                                         Συνεχίζεται…
Από τον Π.Β.Κ



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου