ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ – 15 (ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ) - συνέχεια



Ο Παναγιώτης Σχίζας, ο δάσκαλος από το Δυρράχι, έφερε άλλο ύφος και σειρά. Η πρώτη του χρονιά στο σχολείο μας, το 1966, ήταν …φαρμακερή. Είναι αλήθεια ότι με τον προηγούμενο δάσκαλο τα πράγματα ήταν χαλαρά και οι επιδόσεις των μαθητών όχι πολύ καλές. Επιδιώκοντας, λοιπόν, ο καινούργιος δάσκαλος να διορθώσει την κάπως …χύμα κατάσταση που επικρατούσε και να βελτιώσει την παρουσία και τις επιδόσεις μας μεταχειρίστηκε σκληρές μεθόδους. Έπεσαν πολλές σφαλιάρες, επιβλήθηκαν τιμωρίες ορθοστασίας στη γωνία με το πρόσωπο στον τοίχο και στο ένα πόδι, τραβήγματα αυτιών, επιπλήξεις, χτυπήματα με τη βέργα και όλα όσα …προέβλεπε η παιδαγωγική. Στα πλαίσια της προσπάθειας για γενική αναμόρφωσή μας, μας μάθαινε και τρόπους καλής συμπεριφοράς. Για να μπει κάποιο παιδί στην τάξη, κτυπούσε την πόρτα, άκουγε το «εμπρός» και έπρεπε να πει: «Με συγχωρείτε, επιτρέπεται;». Όταν κάποιο ήθελε να βγει, σήκωνε το χέρι του και ρωτούσε: «Με συγχωρείτε, μπορώ να πάω έξω;»
Την δεύτερη χρονιά, λες και ήταν άλλος δάσκαλος, δεν άγγιξε ποτέ παιδί. Είχε κατορθώσει να μετατρέψει το σχολείο και τους μαθητές σε μια καλοκουρδισμένη μηχανή. Έπαιρνε από τον κάθε μαθητή το μέγιστο των δυνατοτήτων του χωρίς τιμωρίες, χωρίς εντάσεις. Εφάρμοσε νεότερες και πιο μοντέρνες ιδέες και μεθόδους, με εποπτικά μέσα και πρακτική διδασκαλία. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με πάσης φύσεως χάρτες και πινακίδες με ρητά, όπως: «ΑΡΓΙΑ ΜΗΤΗΡ ΠΑΣΗΣ ΚΑΚΙΑΣ», «ΕΙΣ ΜΕΝ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ ΟΦΕΙΛΩ ΤΟ ΖΗΝ ΕΙΣ ΔΕ ΤΟΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΝ ΜΟΥ ΤΟ ΕΥ ΖΗΝ», «ΧΡΟΝΟΥ ΦΕΙΔΟΥ» και άλλα παρόμοια. Κάποιες φορές το μάθημα της Φυσικής Ιστορίας το κάναμε στο ύπαιθρο σε συνδυασμό με απογευματινό περίπατο.
Το μισό μέρος της σημερινής πλατείας, κατά το μέρος που είναι το Ηρώο, ήταν χωράφι ιδιοκτησίας Μαυρίκη. Εκεί, με την καθοδήγηση του δασκάλου φτιάξαμε τον σχολικό μας κήπο. Χωρίσαμε το μέρος σε βραγιές, σε τμήματα, κι εδώ σπείραμε σιτάρι, αλλού κριθάρι, πιο πέρα ήταν ο χώρος για το καλαμπόκι, σε ιδιαίτερο μέρος τα λαχανικά, σπανάκι, μαρούλια, κρεμμύδια, σκόρδα κλπ. Σ’ όλο το χώρο, βεβαίως, υπήρχαν λουλούδια, όλων των ειδών και των χρωμάτων. Τα φροντίζαμε τα παιδιά του σχολείου στα διαλείμματα και τα αποτελέσματα ήταν εκπληκτικά. Το σπανάκι ήταν τόσο που το χρησιμοποιήσαμε στα συσσίτια, τα δε μαρούλια άφηναν με το στόμα ανοιχτό όσους τα έβλεπαν. Κάναμε μ’ αυτά ωραίες σαλάτες.
Ιδιαίτερα χαιρόμασταν την ώρα της ωδικής, τις Τετάρτες το απόγευμα. Και ο Β. Καρατζαφέρης μας μάθαινε τραγούδια, αλλά περισσότερο με εθνικοπατριωτικό περιεχόμενο και προσανατολισμό. Ο Π. Σχίζας άλλαξε το …ρεπερτόριο. Μας μάθαινε όμορφες προσευχές, να ψάλλουμε τροπάρια και το καλύτερο, μας μάθαινε τραγουδάκια όπως,
Στης ερημιάς τα μονοπάτια
είδα στον όρθρο το βαθειό
να κελαηδούνε τα πουλάκια
εκεί στο γάργαρο νερό… (αυτό είναι επτανησιακή καντάδα!)
                 ή
Η κοκκινοσκουφίτσα μας ήρθε, τραλαλά
να την υποδεχτούμε με γέλια, με χαρά.
Τρα λαλαλά, τρα λαλαλά, τραλαλαλά λαλά…,
 που τα λέγαμε με τη συνοδεία του μαντολίνου του.
Μετά ο δάσκαλος πήρε μετάθεση… Μέχρι τα μέσα του Νοέμβρη του 1968 δεν είχε διοριστεί νέος και αναγκαστήκαμε να πηγαίνουμε στον Άκοβο. Ξεκινούσαμε το πρωί τα περισσότερα παιδιά και κάναμε μάθημα στο Σχολείο του Ακόβου. Την διακοπή του μεσημεριού την περνάγαμε σαν τσιγγανάκια χαζεύοντας στους δρόμους ή σε κάτι βράχια στην είσοδο του χωριού και το απόγευμα επιστρέφαμε στο σπίτι μας. Μετά ήρθε ο Σταύρος Μπομπολής, παλιός γνώριμος γιατί είχε διατελέσει και πιο πριν δάσκαλος στον Άκοβο. Εμπειρότατος, άφησε το δικό του ξεχωριστό στίγμα στην εξέλιξη και πορεία των μαθητών του. Έμεινε κάνα δυο χρονιές και… άρχισε πάλι η περιπέτεια για τα λιγοστά μαθητάκια. Δεν διορίστηκε δάσκαλος κι έπρεπε να πηγαίνουν πάλι στον Άκοβο για μάθημα.
Το 1973 ξανάνοιξε το σχολείο με δάσκαλο τον Κ. Ντάμτσιο από τη Βέροια. Αφού η παραδοσιακή αίθουσα του σχολείου είχε γίνει ξενώνας, το σχολείο στεγάστηκε για ένα χρόνο στο παλιό σπίτι της Κωνσταντίνας Σπυροπούλου ( της Κώτσιως) και τελικά στο σπιτάκι που έφτιαξε η Γεωργία Πετρούλια, η oma, ιδιοκτησίας σήμερα του εγγονού της Werner Hermann. Μολονότι καμιά φορά κάποιος ποντικός αναστάτωνε την ηρεμία της τάξης, σύμφωνα με μαρτυρία ανθρώπων που έκαναν μάθημα εκεί, ήταν το ωραιότερο σχολείο που πήγαν ποτέ. Νεόδμητο, με χαλιά, τζάκι και γκαζόν στην αυλή. Σκέτο κολλέγιο!
Μετά τον Ντάμτσιο ήρθε η Τερζάκη από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας η οποία διετέλεσε και υπηρεσιακή Πρόεδρος του χωριού - είχε γίνει ήδη η μεταπολίτευση - μέχρι τις αυτοδιοικητικές εκλογές που ακολούθησαν, και στη συνέχεια ο Ν. Παναγούλης από τη Λάρισα. Μετά δύο χρόνια, το 1977, το σχολείο έπαυσε οριστικά να λειτουργεί. Τρεις - τέσσερις μαθητές που είχαν απομείνει συνέχισαν το σχολείο στον Άκοβο, ενώ κάποια χρονιά πήγαν και στο Δυρράχι.

Τα παιδιά του δημοτικού, δεν υποχρεώνονταν να έχουν ιδιαίτερη ενδυματολογική παρουσία, - θα ήταν ένα επί πλέον έξοδο για τους φτωχούς ανθρώπους του χωριού -, μέχρι την επικράτηση των συνταγματαρχών το 1967. Τότε επιβλήθηκε η ομοιόμορφη παρουσία των κοριτσιών με μπλε ποδιά, άσπρες κάλτσες και λευκό γιακά. Μπλε ποδιά που έφτανε μέχρι τη μέση, σαν ζακετάκι, και άσπρο γιακά φορούσαν και οι μικροί μαθητές της Πρώτης, Δευτέρας ίσως και της Τρίτης τάξης.

Τα χρόνια που μιλάμε, ο κυριακάτικος εκκλησιασμός ήταν υποχρεωτικός με τη συνοδεία ή μη του δασκάλου. Κι όταν ακόμη ο δάσκαλος δεν ήταν παρών οι μαθητές πηγαίναμε ανελλιπώς στην λειτουργία και καθόμασταν στη σειρά, στην βορεινή πλευρά του Ναού, απέναντι από τους ψάλτες. Ο δάσκαλος ο Π. Σχίζας ερχόταν κάθε Κυριακή από το Δυρράχι - έψαλε κιόλας - με ένα ποδήλατο ή και με τα πόδια πολλές φορές, οπότε δεν τολμούσαμε ούτε να σκεφτούμε να απουσιάσουμε. Δεν ήταν απλώς και μόνον ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός, οριζόταν και …υπηρεσία «Πάτερ ἡμῶν» και «Πιστεύω». Πηγαίναμε εκ περιτροπής στη μέση του Ναού απέναντι από την Ωραία Πύλη και τα απαγγέλαμε. Αλίμονο σ’ αυτόν που δεν τα ήξερε.
Η «νηστεία» ήταν ένα είδος τιμωρίας για άτακτους και όχι μελετηρούς μαθητές. Ήταν εγκλεισμός στο σχολείο για κάποιες ώρες, στην ανάπαυλα του μεσημεριού ή και το βράδυ καμιά φορά. Βέβαια ο δάσκαλος φρόντιζε να «απολύσει» τον τιμωρημένο κάποια στιγμή για να πάει στο σπίτι του να φάει και να κοιμηθεί. Σπάνια επέβαλαν τέτοια τιμωρία στα χρόνια που μιλάμε, αλλά πιο παλιά, όπως λένε, ήταν η πλέον συνηθισμένη τιμωρία, κυρίως στα αγόρια. Βέβαια λίγοι μαθητές παρέμεναν έγκλειστοι. Στην πρώτη ευκαιρία «δραπέτευαν» από κάποιο παράθυρο ή από την πόρτα που παραβίαζαν…

Το να είσαι αριστερόχειρας εκείνα τα χρόνια φαινόταν σαν να κουβαλούσες κάποιο κουσούρι. Όποιος έγραφε με το αριστερό ήταν σαν να δήλωνε πως είναι, τουλάχιστον, …κομμουνιστής. Τα καημένα τα παιδιά δεινοπαθούσαν προσπαθώντας να καταπολεμήσουν την φυσική τους προδιάθεση. Τα έδερναν οι δάσκαλοι, δέχονταν και τη χλεύη των άλλων παιδιών: «Άντε ρε ζερβοκουτάλα!...».
Ο Κώστας του Μήτσιου του Μήτρου, του Παυλή, τύχαινε αριστερόχειρας. Τον σηκώνει ο δάσκαλος στον πίνακα να γράψει την ορθογραφία και το παιδί πιάνει την κιμωλία με το αριστερό κι άρχισε να γράφει. Ο δάσκαλος δεν το είχε ακόμα αντιληφθεί, η μεγαλύτερη αδερφή του όμως, η Γιωργία, θορυβήθηκε βλέποντάς τον και προσπάθησε να τον συμμορφώσει όσο ήταν καιρός. Σκύβοντας στο θρανίο του λέει ψιθυριστά:
- Κώστα, με το άλλο χέρι, το καλό, εκείνο με το μπάλωμα…
Στο δεξί μανίκι του ρούχου του είχε ένα μπάλωμα…

Ο Κώστας Ντάμτσιος, δάσκαλος για κάποια χρονιά στο χωριό, πριν τη μεταπολίτευση του 1974, σχολίαζε τον διορισμό του στο ορεινό χωριό.
- Εμείς οι τρεις Κωστάδες πιάσαμε τα …υψώματα του Γκολάν. Ο ένας το Λονδίνο (ο τέως Βασιλιάς), ο άλλος το Παρίσι (ο Κ. Καραμανλής) κι εγώ το Λεπτίνι…

Τελείωσε το σχολείο τον Ιούνιο κι έφυγε ο Νίκος Παναγούλης ο δάσκαλος για την πατρίδα του. Σύμφωνα με αφήγηση του Παναγιώτη Κολοβού του παπά, ο Αντώνης Κολοβός του Νίκου του Τσικολαρέα και ο ίδιος, είχαν …ανησυχία για την πρόοδό τους! Θέλανε να μάθουν τί βαθμούς τους είχε βάλει ο δάσκαλος. Εύκολο να πάρουν τα κλειδιά για να ανοίξουν το σχολείο, αφού τα είχε ο πατέρας του Αντώνη, που ήταν στο Σύλλογο Γονέων με πρόεδρο τον παπά. Αποφασίσανε λοιπόν να κάνουν το βράδυ καταδρομική έφοδο στο σχολείο, το σπίτι του Werner.
Για να μην ανάψουν φως και δώσουν στόχο άναψαν ένα κερί και άρχισαν το ψαχουλητό. Σκαλίζοντας βρήκαν μια κόλλα UHU σε stick, πρωτόγνωρο υλικό τότε, που κίνησε την περιέργειά τους. Την άνοιξαν, την περιεργάστηκαν κι αφού μπαχαλέψανε λίγο αφοσιώθηκαν στον στόχο τους.
Τον Σεπτέμβριο ο δάσκαλος αμέσως αναζήτησε ευθύνες απ’ αυτούς τους δύο. Το παραδέχτηκαν τα παιδιά, αλλά πώς, ποιός τους είδε και το μαρτύρησε;
Εμ, μόνον αυτοί είχαν πρόσβαση στα κλειδιά κι ο δάσκαλος θυμόταν πού και πώς είχε αφήσει τα πράγματά του. Έπρεπε, επίσης, να προσέξουν να μη …στάξει το κερί στο βιβλίο (!) και μην αφήσουν ανοικτή την κόλλα!...

Από τον Π.Β.Κ.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου