Εκεί
μετά του Σταυρού, τον Σεπτέμβρη, άρχιζε σιγά σιγά μια άλλη φάση της ζωής. Το
όργωμα και η σπορά, ο «σπαρτής».
Ξεκινούσαν,
όπως σ’ όλες τις δουλειές, πρωί πρωί, έβαναν «ταῒ» στα χοντρικά
ζώα, καρπό στον ντορβά για να φάνε και να δυναμώσουν, φόρτωναν το αλέτρι, το
ζυγάρι, τις λαιμαριές, τα ξινάρια και τον σπόρο στο σακούλι και ξεκινούσαν για
το χωράφι. Μαζί έπαιρναν και τα «λιανά» ζά τους, τις γίδες, που ήταν σχετικά
ήρεμες γιατί κυοφορούσαν, και τις άφηναν να βόσκουν παραπέρα.
Το
όργωμα δεν πρέπει να είχε μεγάλες διαφορές από την εποχή του …Ησιόδου, αν
εξαιρέσει κανείς το μεταλλικό αλέτρι αντί του ξύλινου. Κι όμως, κάπου σαν
όνειρο θυμάμαι τη γρια Μούργαινα να οργώνει με το γάιδαρό της με αλέτρι ξύλινο!
Συνήθως το αλέτρι ήταν για ζευγάρι ζώων. Ξύλινος δοκός που προσαρμοζόταν στο
αλέτρι, το «σταβάρι», έμπαινε ανάμεσα στα ζώα, κι εκεί συνδεόταν ο ζυγός, το
«ζυγάρι», το οποίο δενόταν με αλυσίδα στη λαιμαριά των ζώων. Όταν
χρησιμοποιούσαν ένα ζώο, «μονάλετρο», προσάρμοζαν ανάλογα το ζέψιμο του ζώου
στο αλέτρι. Ο ζευγολάτης διηύθυνε το αλέτρι με στιβαρό χέρι έτσι ώστε να
μπαίνει βαθειά στη γη και να μη μένουν κενά ανάμεσα στις αυλακιές. Με την βίτσα
φοβέριζε τα ζώα να μη χαλαρώνουν. Αυτήν τη βίτσα την λέγανε και «φκέντρα» (=βουκέντρα)
και στο πίσω μέρος της λαβής ήταν προσαρμοσμένο ένα μέταλλο σαν Γ, για να
καθαρίζουν τα φτερά του αλετριού από τα κολλημένα χώματα.
Και
στο όργωμα και τη σπορά αλληλοβοηθούνταν. Συνήθως τα νοικοκυριά είχαν ένα «χοντρικό» ζώο και γι’αυτό «σέμπρευαν», με
κάποιον άλλο με το ζώο του για να γίνει «ζευγάρι» και να τελειώνουν τη δουλειά
πιο γρήγορα και πιο άνετα.
Το
σκόρπισμα του σπόρου απαιτούσε τεχνική ώστε ο σπόρος να πέφτει ομοιόμορφα.
Έσπερναν το χωράφι ανά τμήματα, «σποριές», για να προλαβαίνουν να οργώσουν το
οριοθετημένο μέρος και να μην τους παίρνουν το σπόρο …τα μυρμήγκια. Πρώτα έσπερναν
τα «γρασίδια», τον βίκο και το κοτσίρι κι ας ήταν η γη λίγο ξερή και στη
συνέχεια, όταν η βροχή είχε πια μαλακώσει τη γη, τη βρώμη, το κριθάρι και
τελευταία το σιτάρι.
Έζευαν,
λοιπόν, τα ζώα κι αφού σκόρπιζαν, όπως είπαμε, το σπόρο, ξεκινούσε το όργωμα. Άλλοι,
πίσω από την αυλακιά ισοπέδωναν το χώμα με το ξινάρι. Δεν χρησιμοποιούσαν
σβάρνες γιατί στο πετρώδες χώμα το ξινάρι κάνει καλύτερη δουλειά. Με το ξινάρι
έσκαβαν και τα σημεία του χωραφιού που το αλέτρι δεν έμπαινε, γιατί κάθε
σπιθαμή γης ήταν πολύτιμη. Με ένα μικρό διάλειμμα για φαγητό δούλευαν
ακατάπαυστα μέχρι αργά το απόγευμα. Τούτη η δουλειά απασχολούσε το χωριό
ολόκληρον το Οκτώβρη.
Ήταν
ένα πρωινό μουντό και παγερό. Δεν είχε φωτίσει καλά-καλά, όταν ξεκίνησαν για το
χωράφι στου Λοσιεβή. Μπροστά οι γίδες, πίσω η μάνα κρατώντας την κατσαρόλα με
τις χυλοπίτες, το μεσημεριανό τους, και πιο πίσω ο πατέρας οδηγώντας τα
μουλάρια, τον Κοκκίνη και τον Αράπη φορτωμένα με το αλέτρι, τα ζυγάρια, τις
λαιμαριές, τα ξινάρια και το σακούλι με το σπόρο. Στο ένα μουλάρι, πάνω στο
σαμάρι, ανάμεσα σε πράγματα βάλανε τον μικρούλη 4 ή 5 χρόνων. Οι αδερφές,
μεγαλύτερες, μείνανε πίσω, θα πήγαιναν στο σχολείο. Φθάσανε στο χωράφι, έζεψε
τα μουλάρια ο πατέρας την ώρα που μέσα από τα σύννεφα ξεπρόβαλε ένας θαμπός
ήλιος. Οι γίδες έβοσκαν εκεί τριγύρω. Τον μικρούλη τον έβαλαν να «λουμώξει»
μέσα στο γυρισμένο ανάποδα σαμάρι του μουλαριού, που στρωμένο με ό,τι ρούχα
είχαν διαθέσιμα ήταν ένα πρώτης γραμμής «λίκνο». Ήταν η κούνια για τα μικρά που
αναγκαστικά οι γονείς τα έπαιρναν μαζί στις διάφορες δουλειές..
Η
παγωνιά του πρωινού τού είχε παγώσει τα πόδια και τα ένιωθε κρουσταλλιασμένα. Ο
ήλιος, να η λύση. Σηκώθηκε πήγε σε μια άκρη, ξάπλωσε με την ράχη στο χώμα και
σήκωσε τα πόδια του αγνάντια στον ήλιο. Να τα ζεστάνει.
-
Το παιδί!…,
…ήρθε
η μάνα κοντά και με την ποδιά της του φάσκιωσε τα πόδια να ζεσταθούν…
Από τον Π.Β.Κ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου