ΚΤΗΤΟΡΙΚΟΝ και ΑΝΕΚΔΟΤΑ του ΛΕΠΤΙΝΙΟΥ ΑΡΚΑΔΙΑΣ -2


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ  ΒΡΩΤΣΟΥ
Ἀπὸ τ’ Ἀρκουδόρεμα ἦρθαν οἱ τρεῖς ἀδερφοὶ Βρώτσου, ὁ Γιάννης, ὁ Μῆτρος καὶ ὁ Σπῦρος. Ὁ Γιάννης, μεγαλύτερος ἀπὸ τ’ ἀδέρφια, ἄφησε ἀπογόνους τὸν Θανάση, τὸν Ἀρεστείρη καὶ τὸν Νικολὸ πού ’γινε καλόγερος στὴ Μονὴ Προδρόμου μὲ τ’ ὄνομα Νεόφυτος.

Κάποτε ὁ Γιάννης ἀρρώστησε ἀπὸ λώβα.1 Τὸ χωριὸ τὸν ἀπόφευγε καὶ γι’ αὐτὸ ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὶς 9 Μάη, κι ἐνῶ οἱ κάτοικοι ἤτανε μαζωμένοι στὴν πλατέα γιὰ χορό, πῆγε στὸν Ἅγιο Νικόλα, ἔριξε σκοινὶ σὲ νιὰ πουρνάρα καὶ κρεμάστηκε.
Γι’ αὐτὸ τοὺς Βρωτσαίους τοὺς εἴπανε «κρεμασμένους».

Ὁ Μῆτρος καὶ ὁ Σπῦρος ἀπὸ ντροπὴ καὶ σὲ ἔνδειξη διαμαρτυρίας γιὰ τὴν αὐτοχειρία τοῦ ἀδερφοῦ τους, ἄλλαξαν ἐπώνυμα. Ὁ Μῆτρος γράφτηκε Μητρόπουλος κι ὁ Σπῦρος, Σπυρόπουλος. Τὰ δυὸ ἀδέρφια πήρανε μέρος στὴν ἐπανάσταση τοῦ ’21.

Εἶναι γνωστὴ ἡ τρομάρα ποὺ πήρανε τὰ δυὸ ἀδέρφια στὰ Τρίκορφα. «Ὁ Σπῦρος χέστηκε», εἴπανε, κι οἱ ἀπόγονοί του στὸ ἄκουσμα «Τρίκορφα» ἐνοχλοῦνταν.
Ὁ Μῆτρος ἤτανε, λέει, πιὸ ψύχραιμος κι ἁπλῶς…«λερώθηκε». Πῆρε μέρος σὲ πολλὲς μάχες καὶ παρασημοφορήθηκε ἀπὸ τὸν Ὄθωνα.


Ὁ Βρωτσοθανασούλης, γιὸς τοῦ Γιάννη τοῦ Βρώτσου τοῦ κρεμασμένου, εἶχε τὸν Γληγόρη, τὸν Νικολὴ ἤ Καλαμπαλίκη, τὸν Φίλιππα ἢ Κωλομαντρέτσο καὶ τὸν Χαραλάμη

Κωλομαντρέτσος ἔκλεψε τὴ Δημήτρω τοῦ Κολοβαναστάση γιὰ νὰ κληρονομήσει περιουσία. Σὰν τὸ μάθανε οἱ Κολοβαῖοι ἁρματωθήκανε καὶ πιάσανε τὸ πέρασμα στὴ Βεργατσούλα γιὰ νὰ χτυπήσουνε καὶ νὰ ξεπλύνουν τὴν ντροπή. (Δυὸ μερόνυχτα φυλάγανε, ἔλεγε ὁ Νικολοβασίλης).
Ἑτοιμαζότανε νὰ πάει κι ὁ Κολοβονικολάκης. Τὸν ρωτάει τότες ἡ γυναίκα του ἡ Μαριά, κόρη τοῦ Γερόκωστα Βρώτσου ἢ Μητρόπουλου καὶ ξαδέρφη τοῦ Κωλομαντρέτσου:
- Ποῦ πᾶς στραβόγαλε; (τοὺς ἀπόγονους τοῦ Κολοβαντώνη τοὺς λένε Γάλους ἢ Παπαφλεσσιαίους).
- Μωρή, ἀποκρίνεται, μὲ ρωτᾶς ποῦ πάω;  Ὁ Κωλομαντρέτσος πῆρε τὴ Δημήτρω!.
- Κάτσε χάμου μωρὲ Γάλε, μὴν πᾶς, ἀλλ’ ἅμα θέλεις, ἄσε χάμου τὰ τσαρούχια καὶ τὸ ντουφέκι γιατὶ θὰ σᾶς τὰ πάρουν οἱ Βρωτσαῖοι καὶ τότενες πάγαινε…, τοῦ ἀπαντάει ἡ Μαριά.

Νικολὴς ὁ Καλαμπαλίκης γιὰ ἕνα διάστημα εἶχε μετακομίσει στοῦ Μελιγαλᾶ.
Κάποτε στὸ παγκύρι ποὺ γίνεται στὶς 8 Σεμ’τέβρη, εἶχαν’ ἕνα ἀξιοθέατο, «τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον»… Ὁ Καλαμπαλίκης μὲ τὴν Καραΐσκαινα – γυναίκα τοῦ γερο Μήτσιου τοῦ Μητρόπουλου – ποὺ βρέθηκε ἐκεῖ, εἴπανε νὰ πᾶνε νὰ εἰδοῦνε.
- Ποῦ πᾶς, ρὲ γέρο; ρωτάει ὁ θυρωρός.
- Θέλουμε νὰ εἰδοῦμε!..., λέει ὁ Καλαμπαλίκης.
- Καὶ νὰ πᾶς θὰ μετανιώσεις καὶ νὰ μὴν πᾶς πάλι θὰ μετανιώσεις…, τοῦ λέει ὁ θυρωρός.
Ἐπέμενε ὁ Καλαμπαλίκης, ἔδωσε ἕνα δίφραγκο γιὰ εἰσιτήριο – καμπόσα λεφτά – καὶ μπῆκαν μὲ τὴν Καραΐσκαινα μέσα.
Τὸ ἀξιοθέατο ἤτανε νιὰ γριὰ γυναίκα πολὺ παχιά, ποὺ μόλις τοὺς εἶδε δείχνει τὸ μπροστινό της, - νά τὸ παρόν! – τοὺς λέει καὶ γυρίζοντας δείχνει τὰ πισινά της – νὰ καὶ τὸ μέλλον!...
Τὸ φυσάγανε καὶ δὲν κρύωνε…

Τὸν Καλαμπαλίκη τὸν δάγκασε τὸ γαϊδούρι, ἔπαθε μόλυνση καὶ πέθανε.  Ὁ γιός του ὁ Θανάσης, γνωστὸς σὰν Καλαμπαλικοθανάσης, ἔλεγε:
- Τὸν πατέρα μου τὸν κακοτρέχανε οἱ Βρωτσαῖοι κι ἀκουμπέτι2 Βρωτσαίικος γάιδαρος τὸν ἔφαγε.

Γνωστὸ ἔχει μείνει τὸ τραγούδι τοῦ Νικολάκη. Ὁ μακαρίτης ὅταν τὰ κοπάναγε 3 κι ἐρχότανε στὸ κέφι, πήγαινε στὸ καλύβι του τραγουδώντας:
              «Ἐσὺ κοιμᾶσαι στὴν κουνουκλιέρα 4
                 κι ἐγὼ γυρίζω νύχτα καὶ ἡμέρα…».

Γληγόρης ὁ Βρῶτσος, ἄλλος γιὸς τοῦ Βρωτσοθανασούλη, μετανάστεψε στὴν Ἀμερική. Ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιὰ του μείνανε γιὰ λίγο ἀκόμα στὸ χωριό. Ἡ Γληγόραινα, ἡ Γιαννούλα, ἤτανε καλαμπουριτζοῦ. Κάποιο βράδυ ἀγόρασε ἕνα μπουκάλι λάδι καὶ πήγαινε γιὰ τὸ σπίτι. Στὸ δρόμο ἀπάντησε τὸν Κουμουτσολιά, ποὺ τ’ ἀρέσανε τὰ…ξινά.
- Γειά σου, Γιαννούλα, τί πῆρες, λάδι;
- Λιά, φάει 5 λάδι κι ἔλα βράδυ…
Δὲν ἔχασε, ποὺ λέτε, καιρὸ ὁ Λιάς, μόλις νύχτωσε γιὰ καλὰ - τσιούπ - στὸ σπίτι.
Δὲν ξέρουμε τὶ ἔκανε, ἀλλὰ ὁ μπατζιανάκης τῆς Γιαννούλας, ὁ Πετρουλογληγόρης, τὸν χεροδίκησε τὸ Λιὰ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα.

Θανάσης ὁ Βρῶτσος, γιὸς τοῦ Ἀρεστείρη, ἤτανε παλληκαράς. Κάποτε ’κεῖ ποὺ φύλαγε τὶς γίδες, ὁ Νικολάκης ὁ Μαυρίκης τσακώθηκε μὲ τὸν Νικολάκη τὸν Βοῦρκο, πρωτοξάδερφο τοῦ Θανάση. Δὲν τὸ ξέχασε ὁ Θανάσης.
Στὸ παγκύρι, ἀπὸ τό ’να μέρος οἱ Μαυρικαῖοι κι οἱ Σπυραῖοι κι ἀπὸ τ’ ἄλλο οἱ Βρωτσαῖοι κι οἱ Φιλιαῖοι, ἀρχινήσανε τὴ γκρίνια ποιὸς θὰ πρωτοχορέψει. Στὴν ἀναμπουμπούλα τραβάει νιὰ κάμα ὁ Θανάσης καὶ πληγώνει στὴν πλάτη τὸν Μαυρικοπαναγιώτη. Πέσανε οἱ ἄλλοι στὴ μέση, τοὺς χωρίσανε καὶ γιὰ νὰ φιλιώσουνε καὶ νὰ μὴν τρέχουνε στὰ δικαστήρια, ὁ Θανάσης παντρεύτηκε νιὰ Μαυρικοπούλα, τὴ Σταυρούλα, 25 χρόνια μικρότερή του.


1.  λώβα=λέπρα
2.  ἀκουμπέτι= κι ἀκόμα, παρὰ ταῦτα.
3.  «τὰ κοπανάω»=πίνω μεγάλη ποσότητα οἰνοπνευματωδῶν.
4.  κουνουκλιέρα=κουνουπιέρα.
5.  φάει=φάγε.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου