ΚΤΗΤΟΡΙΚΟΝ και ΑΝΕΚΔΟΤΑ του ΛΕΠΤΙΝΙΟΥ ΑΡΚΑΔΙΑΣ - 3


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ  ΚΕΦΑΛΑ

Σώγαμπρος ἀπὸ τὸ Δυρράχι ἦρθε ὁ Ἀντώνης ὁ Κεφάλας ποὺ διετέλεσε πρῶτος Πάρεδρος.  Ὅταν πέθανε ὁ Δήμαρχος Φαλαισίας, ἔκανε γιὰ πολὺν καιρὸ δημαρχεύων. Ἀπόχτησε πέντε γιούς. Τὸν Δημήτρη τὸν Γουλὴ, τὸν Κώστα ἢ Τσιώνη, τὸν Βασίλη τὸν Καροῦτσο, τὸν Στάθη καὶ τὸν Παναγιώτη ἢ Καπετάνιο. Ὁ Δημήτρης παντρεύτηκε στὸ Δυρράχι. Οἱ ἄλλοι μείνανε στὸ Λεφτίνι.

γερο Κωσταντίνος ἤτανε κουφὸς κι ὅπως λένε, οἱ Κεφαλαῖοι κληρονομήσανε τὴν κουφαμάρα του. Εἶναι «περήφανοι στ’ αὐτιά».
Ἤτανε πραχτικὸς γιατρὸς στὰ μουλάρια. Τὰ γήτευε1 ὅταν τὰ ’πιανε κόψιμο καὶ τοὺς «ἔβγανε τὰ κοκκαλάκια» ἀπὸ τὰ μάτια, «γιὰ νὰ μὴν κάνουν στὰ μάτια». Παντρεύτηκε τὴν Τασιούλα τὴν Τσιώνα, ἀδερφὴ τοῦ Θανάση τοῦ Καρά, γνωστὴ γιὰ τὴ λαιμαργία της. Ἅμα φέρνανε ζέρντελα2 στὸ χωριό, ἡ Τσιώνα μὲ τὰ ἐγγόνια της πέφτανε μὲ τὰ μοῦτρα.
Κάποτε πούηταν ἄρρωστη καὶ τὴν παραστέκανε νὰ πεθάνει, ὁ ἀνηψιός της ὁ Γιώργης ὁ Καροῦτσος μπαίνοντας στὸ σπίτι φώναξε:
- Ζέρντελα, καλὰ ζέρντελα!...
Ἡ γριὰ Τσιώνα πούητανε νὰ πεθάνει, σηκώθηκε πάνου ζητώντας ζέρντελα.

γερο Ξηνταβελόνης ἀπὸ τὴν Πολιανὴ εἶχε φτιάσει ἕνα τραγουδάκι γιὰ τὴ λαιμαργία τῆς Τσιώνας καὶ δυὸ ἄλλων γυναικῶν:
                               «Τρεῖς λυγερὲς κινήσανε
                                στὴν Πολιανὴ νὰ πᾶνε
                                μοῦρες νὰ πᾶν’ νὰ φᾶνε».

Τὸν Βασίλη τὸν σκότωσε ὁ Θανάσης ὁ Καράς.

Στὶς 2 τοῦ Φλεβάρη, τῆς Πεπαντῆς,3 ποὺ γιορτάζουν οἱ Παναγιώτηδες, πιομένος ὅπως ἦταν ὁ Βασίλης πῆγε κι…ἔκλασε τὸν Θανάση καὶ τοῦ εἶπε:
- Οὔφ, ψιούφ! στοῦ Θανάση τὴ μύτη, ψιούφ!
Θανάσης ὁ Καρὰς παραξηγήθηκε τόσο ποὺ τόνε σκότωσε…
                                              
Ὁ Στάθης ὁ Κεφάλας πέθανε νέος. Ἡ χήρα του ἡ Τσιεκοστάθαινα, ἤτανε φημισμένη πρακτικὴ ὀρθοπεδικὸς καὶ μαμμή.
Ὁ Παναγιώτης ὁ Κεφάλας ἔκαψε τὸ σπίτι του δυὸ φορές. Τὴν πρώτη φορά, ὅταν ὁ πατέρας του ἤτανε δημαρχεύων, ἔκαψε ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ τὰ συγκεντρωμένα προϊόντα ἀπὸ τὴ φορολογία (δεκάτη).


Κάποτε φέρανε στὸ χωριὸ νιὰ πραχτικὴ γιάτρισσα (καὶ μάγισσα) ἀπὸ τὴ Μερόπη τῆς Μεσσηνίας, ποὺ τὴ λέγανε Μπουκαλοῦ.
Ἔκατσε ἡ γυναίκα νιὰ βδομάδα στὸ χωριό, ἔκανε τὰ μαγιλίκια της καὶ γιὰ τὸν κόπο της τῆς δώκανε διάφορα φαγώσιμα καὶ πανιά. Ὅταν ἤτανε νὰ φύγει, γιὰ πιὸ κατάλληλο ἀγωγιάτη βρήκανε τὸν Καπετάνιο.
Φορτώσανε λοιπόν τὰ τσιαμασίρια τῆς Μπουκαλοῦς στὴ μούλα τοῦ Καπετάνιου καὶ ξεκινήσανε. Ὅταν φτάσανε ὄξω ἀπὸ τὰ Τουρκολέικα στὸ μέρος ποὺ τὸ λένε Ἀμπάρα, τῆς λέει ὁ Καπετάνιος, πούειχε ἀπὸ πρὶν σκεδιάσει τὶ θὰ κάνει:
- Κυρά, ἐσὺ κάτσε ’δῶ στὸν ἴσκιο κι ἐγὼ ’θελα πεταχτῶ νιὰ στιμ4 στὰ Τουρκολέικα νὰ πάρω τσιγάρα.
- Νὰ πᾶς κυρ Παναγιώτη μου, ἀλλὰ γιὰ νὰ πᾶς ὀγληγορότερα καβάλα τὸ μουλάρι, τοῦ λέει ἡ Μπουκαλοῦ ποὺ τὸν διευκόλυνε κιόλας.
Ξεκινώντας, τῆς λέει ὁ Καπετάνιος:
- Ἄκου ’δῶ, μὴ μεριάσεις ἀπ’ τὸν ἴσκιο γιατὶ κάνει πολλὴ ζέστη!...
Ἀναχώρησε ὁ Καπετάνιος γιὰ τὰ Τουρκολέικα, ἀλλὰ δὲ γύρισε στὴ Μπουκαλοῦ. Μνιὰ καὶ δυὸ ἦρθε στὸ Λεφτίνι.
                                                 
ταν ἡ γυναίκα του, ἡ Ὄλγα, τοῦ ’κανε κανιὰ παρατήρηση τῆς ἀπάνταγε δείχνοντας τὴ χάντρα - ἕνα πολύχρωμο γυαλί - τῆς Μπουκαλοῦς:
- Ὄλγα, τ’ ἀκοῦς, μὴ μὲ φορτώνεσαι γιατὶ θὰ σὲ μαγέψω!...

λα του καλὰ τοῦ μακαρίτη, ἀλλὰ τὴ μεγαλύτερη συφορὰ τὴν ἔπαθε ἀπὸ τὴν Κανέλλα, γυναίκα τοῦ Δημήτρη τοῦ Φίλιου, ἀδερφοῦ τοῦ Παπαγιάννη, πούειχε ’να γιὸ στὴν Ἀθήνα, τὸν Ἀνανία.
Ὁ Παναγιώτης τοῦ Νικολογιώργη εἶχε διαδώσει πὼς ὁ Ἀνανίας εἶχε κακιὰ ἀρρώστια, χτικιό.5 Ὅταν τό ’μαθε ἡ Κανέλλα, πούητανε παλληκαροῦ κι ἔσουρνε πάνου της νιὰ δίκοπη μαχαίρα, φοβέριζε ὅτι θὰ σφάξει τὸ Νικολογιώργη.
Νιὰ ἡμέρα π’ ἐρχότανε ἀπ’ τοῦ Δημήτρουλα6 εἶδε τὸν Καπετάνιο στὸν Ἅγιο Νικόλα καὶ τὸν πέρασε γιὰ τὸ γερο Γιώργη. Τρέχει τότε φωνάζοντας:
- Στάσου μωρὲ κερατὰ σπασμένε!...7
 Ὁ Καπετάνιος τά ’χασε. Τρέχοντας ἔρχεται στὸ σπίτι φωνάζοντας:
- Ἄνοιξε, Ὄλγα, μὲ σκοτώνουνε!
Ἔπαθε μεγάλη λαχτάρα ὁ μακαρίτης.

----------------------------------------------------------
1. γητεύω=κάνω μάγια, θεραπεύω μὲ ξόρκια.
2. ζέρντελα=ἄγρια δαμάσκηνα.
3. Πεπαντή=Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ.
4. νιὰ στιμή=μιὰ στιγμή.
5. χτικιό=φυματίωση.
6. Δημήτρουλας=τοποθεσία κοντὰ στὸν Ἅγιο Νικόλα.
7. «σπασμένος»=στὴ γλῶσσα τοῦ χωριοῦ αὐτὸς ποὺ ἔχει κήλη.



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου