ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΟΛΟΒΟΥ Α΄
Ἦρθαν
ἀπὸ τ’ ’Αρκουδόρεμα ὁ γερο Παναγιώτης καὶ τὰ τρία παιδιά του, ὁ Λιάς, ὁ Νικολὴς
κι ὁ Γιάννης.
Ὁ
Γιάννης Π. Κολοβὸς εἶχε γιοὺς τὸν Παναγιώτη ἤ Παναγὴ καὶ τὸν Γιωργάκη.
Ὁ
Παναγής, καπετάνιος μὲ τὸν Παπαφλέσσα καὶ τὸν Κεφάλα, σκοτώθηκε κατὰ τὴν ἅλωση
τῆς Ντρομπολιτσᾶς μαζὶ μὲ τὸν γέρο πατέρα του Γιάννη.
Εἶχε,
λέει, δημιουργηθεῖ ἔχθρα ἀνάμεσα στὸν Παναγὴ τὸν Κολοβὸ
καὶ τὸν Παναγιώτη Κεφάλα γιὰ τὰ πρωτεῖα, τότε ποὺ ὁ Παπαφλέσσας ἔλειπε στὴν
Κωνσταντινούπολη.
Κατὰ
τὴν ἅλωση τῆς Ντρομπολιτσᾶς ὁ Κολοβὸς μπῆκε μεταξὺ τῶν πρώτων. Ὁ Κεφάλας εἶχε
δασκαλέψει κάποιονε δικό του ὅταν θὰ φώναζε τὸν Κολοβό, νὰ τοῦ ρίξει. Ὅταν εἶδε
ὁ Κεφάλας τὸν Κολοβὸ μαζὶ μὲ ἄλλους νὰ προσπαθοῦν νὰ προστατέψουνε τὸν
Κολοκοτρώνη ποὺ φυγάδευε τοὺς Ἀρβανίτες τοῦ φωνάζει:
-
Γειά σου, Κολοβέ!... Ἤτανε τὸ σύνθημα.
Ὁ
Παναγὴς γύρισε στὸ μέρος τῆς φωνῆς καὶ τότε δέχτηκε τὸ βόλι.
Ὁ
γερο πατέρας του ὁ Γιάννης τρέχει νὰ ’ν τὸνε βοηθήσει καὶ σκοτώνεται κι αὐτός.
Ὁ
Παναγὴς ἄφησε τρεῖς θυγατέρες. Δὲν εἶχε γιό. Ὁ Γιωργάκης, ὁ ἀδερφός του, εἶχε
παντρευτεῖ στὴ Νὲδουσα (Ἀναστάσοβα). Ὅταν πέθανε, ἡ γυναίκα του ἦταν ἔγκυος καὶ
τὸ παιδὶ ποὺ γεννήθηκε πῆρε τ’ ὄνομά του. Ἀπ’ αὐτὸν κατάγονται οἱ Κολοβαῖοι τῆς
Ἀναστάσοβας. Ὁ Λιὰς εἶχε τὸ Γιάννη ποὺ πιάστηκε αἰχμάλωτος στὸ Μανιάκι. Ἄφησε
μονάκριβη κόρη του τὴ Γιαννουλίτσα ποὺ παντρεύτηκε ὁ Δημήτρης Παπαδόπουλος ὁ
Τριλαγάνης ἀπὸ τὸν Ἄκοβο.
Ὁ
Γιάννης τοῦ Λιὰ ἤ Λιόγιαννης εἶχε ὁρκιστεῖ ἐκδίκηση κατὰ τοῦ Κεφάλα. Ὅταν λοιπὸν
ἔδιωξε ὁ Κεφάλας τοὺς δικούς του ἀπὸ τὸ Μανιάκι βλέποντας τὸ μάταιο τοῦ ἀγῶνα,
εἶπε καὶ στὸ Γιάννη νὰ φύγει. Ὁ Γιάννης ἀρνήθηκε καὶ πεισμωμένος παραμέρισε καὶ
κρύφτηκε. Ὅταν κατὰ τὴ μάχη ὁ Κεφάλας διαφώνησε μὲ τὸν Παπαφλέσσα καὶ κίνησε νὰ
φύγει, ὁ Γιάννης κρυμμένος τόνε σκότωσε.
Τοῦτο
μαρτυρεῖται, κατὰ τὴν παράδοση, ἀπὸ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε, λέει, ὁ Γιάννης ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτο μέσω προξενείου. Στὴν ἐπιστολή, ἐκτὸς τῶν χρημάτων ποὺ ἄφηνε στὴν
κόρη του Γιαννουλίτσα – καὶ ποὺ τελικὰ τά ’φαγε ὁ Βεργὴς ἀπ’ τὸ Δυρράχι -
ἀνάφερε ἀκόμη ὅτι πεθαίνει εὐχαριστημένος γιατὶ σκότωσε τὴ «Γελάδα», τὸν
Κεφάλα.
Ὁ
Νικολὴς εἶχε τὸν Γιώργη, τὸν Γκίτα καὶ τὸν Γιάννη (Μαυρόγιαννη). Ὁ Γιώργης τοῦ
Νικολὴ εἶχε τὸν Ἀντώνη, γενάρχη τῶν Γαλαίων ἢ Παπαφλεσσιαίων καὶ τὸν Ἀναστάση.
Ὁ Αντώνης τοῦ Γιώργη ἀπόχτησε τὸν Γιώργη καὶ τὸν Νικολάκη. Ὁ Γιώργης
εἶναι πατέρας τοῦ Γιάννη τοῦ Κουτσίκου καὶ τοῦ Παναγιώτη τοῦ Παπαφλέσσια.
Ὁ
Νικολάκης εἶχε δυὸ γιούς, τὸν Γιώργη καὶ τὸν Γεράσιμο. Τὸν Γιώργη τὸν σκοτώσανε οἱ Γερμανοὶ
στοῦ Λοζά (περιοχὴ Δυρραχίου). Ὁ Γεράσιμος, ὁ
Γερασιμάκος ὅπως ἔμεινε γνωστός,
διετέλεσε καὶ Πρόεδρος τῆς Κοινότητας.
Κάποτε,
κάποιον Αὔγουστο τὰ μεσάνυχτα, ὁ Γερασιμάκος ξεκίνησε νὰ ποτίσει τὸν κῆπο του
στὴ βρύση. Τὴ νύχτα συνήθως δὲν πότιζε κανένας καὶ δὲν ὑπῆρχε ἡ σειρὰ τοῦ
ποτίσματος ποὺ ἴσχυε τὴν ἡμέρα. Ἔλα ὅμως ποὺ σκιαζότανε!. Πῆρε λοιπὸν καὶ τὴ
γυναίκα του γιὰ παρέα.
Παράλληλα
εἶχε ξεκινήσει κι ὁ Βασίλης ὁ Κολοβὸς γιὰ τὴν ἴδια δουλειά. Βλέπει τὸν
Γερασιμάκο καὶ τὴ Γερασιμίνα, ποὺ κράταγε ἕνα φανάρι, νὰ πηγαίνουνε μαζί. Τοὺς
παρακολούθαγε νὰ φτιάνουνε μαζὶ τὸν καταπότη,1 νὰ γυρίζουνε μαζὶ ν’ ἀνοίξουνε τὴ δεξαμενή, μαζὶ νὰ
πηγαίνουνε στὸν κῆπο νὰ ποτίσουνε, μαζὶ νὰ ξαναγυρίζουν νὰ κλείσουνε τὴ
δεξαμενὴ καὶ νὰ φεύγουνε.
Περάσανε
τὸ νεκροταφεῖο κι ἀπομακρυνθήκανε γλήγορα-γλήγορα.
Ὁ
Βασίλης, ἀπόκοντα, μὲ τρόπο κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν πουρνάρα ποὺ ἤτανε στὸ
προαύλιο τοῦ νεκροταφείου καὶ βάνει νιὰ φωνή….τρομαχτική!.
-
Οὔουου!...
Κοντοστάθηκε
ὁ Γερασιμάκος κι ἔκανε νὰ γυρίσει πίσω.
-
Γαμ.. τὸ στα…2
Δεύτερη
φωνὴ πιὸ τρομαχτικὴ κι ἀπόκοσμη ὁ Βασίλης. Τὰ χρειαστήκανε γιὰ καλά. Τοῦ λέει ἡ
γυναίκα του:
-
Ἔλα μωρὲ κακομοίρη, φεύγα, θὰ μᾶς φάει τὸ στοιχειό!.
Τὸ
πότε σκαπετήσανε3 στὴ Σκαλίτσα πηλάλα…!!! Τὸ φανάρι ἔβλεπες μόνο
νὰ πηγαίνει πέρα δῶθε ἀπὸ τὸ τρεχαλητό.
Ἔχει καὶ συνέχεια ἡ
ἱστορία. Τὴν ἄλλη ’μέρα ἡ Γερασιμίνα, στὴ ρούγα, διηγιότανε μὲ
στόμφο στὶς ἄλλες γυναῖκες.
-
Νὰ εἰδοῦτε μωρ’ γυναῖκες ἐψὲς τὴ νύχτα τὶ εἶδα στὸν Ἅγιο Νικόλα…Πήγαμε νὰ
ποτίσουμε μὲ τὸ Γεράσιμο καὶ εἴδαμε μπροστὰ στὸ νεκροταφεῖο ἕναν καβαλάρη μὲ
ἄσπρο ἄλογο…καὶ φωνάζοντας μπῆκε καὶ στὸ νεκροταφεῖο…
Ἡ
ρούγα ἤτανε κοντὰ στὸ σπίτι τοῦ Βασίλη ποὺ ἄκουγε τὴν ἱστορία τῆς κουμπάρας του
τῆς Γερασιμίνας. Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ πάει κοντὰ καὶ τὴ ρωτάει:
-
Τί χρῶμα εἶχε τὸ ἄλογο, κουμπάρα; Ἄσπρο
ἤ μαῦρο;
-
Ἄσπρο ἤτανε…
-
Μαῦρο ἤτανε.., τῆς λέει ὁ Βασίλης.
-
Ποῦ τὸ ξέρεις ἐσύ;
Τὸ
καὶ τό, τῆς ἀφηγήθηκε ὁ Βασίλης. - …αὐτὸ
δὲν ἔγινε;
-
Λάθος κάνεις, κουμπάρε, ’μεῖς τὸν εἴδαμε τὸν καβαλάρη!…
Ὁ
Γερασιμάκος πάντως δὲν ἔβγαινε ὄξω τὴ νύχτα.
Ὁ
ἀδερφὸς τοῦ Ἀντώνη ὁ Ἀναστάσης εἶχε τὸν Κολοβόγιαννη, τὸν Κώστα, τὴ Δημήτρω πού
’κλεψε ὁ Κωλομαντρέτσος, τὴν Πηνελόπη (Μαυρικοπαναγιώταινα) καὶ τὴ Φωτούλα
(Σταματέλαινα Σγούρου).
Ὁ
Γκίτας τοῦ Νικολὴ εἶχε τὸν Παναγιωτάκη, γενάρχη τῶν Σκανταλαίων, τὸν Πανάγο, γενάρχη τῶν Παναγαίων καὶ τὸν Νικολή, γενάρχη τῶν Νικολαίων, γνωστῶν γιὰ
τὴν εὐαισθησία τους
στὸ …περιτόναιο (Σπασονικολῆδες).
Ὁ
Μαυρόγιαννης εἶχε τὸν Θοδωράκη καὶ τὸν Γκίτα. Ὁ Θοδωράκης τὸν Γκίτα
(Μαυρογιαννόγκιτα) καὶ τὸν Ἀλέξη, ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Κα- λαμάτα. Ὁ Γκίτας τοῦ Γιάννη εἶχε κόρη
τὴν περίφημη Καλόγρια.
Ἡ
Καλόγρια εἶχε τὴ συνήθεια μετὰ τὸ φαῒ ν’ ἀφήνει νιὰ πορδή. Αὐτή της ἡ συνήθεια
τῆς βγῆκε σὲ καλό.
Μπήκανε
κάποτε στὸ σπίτι της ὁ Πετρουλογληγόρης κι ὁ Κουμουτσοβασίλης γιὰ νὰ κλέψουνε.
Κρυφτήκανε καὶ περιμένανε τὴν Καλόγρια νὰ πάει γιὰ ὕπνο.
Ἔφαγ’
ἡ γριά, φύσηξε τὸ λυχνάρι κι ἄφηκε μνιὰ δυνατή… Στὸ ἄκουσμα τῆς πορδῆς βάνουνε
τὰ γέλια οἱ κλέφτες κι ἔτσι γλύτωσε ἡ Καλόγρια ἀπὸ τὴν κλεψιά.
Ὁ
Μαυρογιαννόγκιτας, προτοῦ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Καλαμάτα, ἔκανε τὸ χτίστη.
Κάποτε
ἔχτιζ’ ἕνα μισοχώρι στοῦ Φίλιππα τοῦ Βρώτσου. Ἤτανε ὥρα γιὰ φαΐ, κατὰ τὸ
μεσημέρι. Ἑτοίμασε τὶ ἑτοίμασε ἡ Φιλιππίνα καὶ φωνάξανε τὸ μάστορη γιὰ φαΐ. Ὁ
μάστορης ὅμως εἶδε πὼς ὁ τοίχος ἔπεφτε λίγο-λίγο.
Βάνει
τότε νιὰ φωνή:
-
Ὁρίστε! Τί θέλεις; Ἔρχουμαι!..., τάχατες πὼς τὸν φωνάζαν καὶ γυρνώντας
βιαστικὰ λέει:
-
Νιὰ στιμὴ νὰ εἰδῶ τὶ μὲ θέλουνε κι ἔφτασα…
Δὲν
πρόκανε νὰ βγεῖ στὸ δρόμο κι ὁ τοίχος σωροβολιάστηκε. Οὔτε ποὺ ξαναφάνηκε ὁ
μάστορης.
Ὁ
Παναγιωτάκης τοῦ Γκίτα εἶχε γιὸ τὸν Γκίτα τὸ Σκαντάλη, ὄνομα καὶ πράμα γιατὶ ἦταν
ἄριστος κυνηγὸς καὶ παλληκαράς.
Στοὺς
γάμους ’κεῖνα τὰ χρόνια γινόντανε καὶ φασαρίες.
Ὁ Σκαντάλης πήγαινε πάντα συνοδὸς «ντουφεξῆς». Εἶχε μείνει μάλιστα ἡ
κουβέντα «μπροστὰ Ραβάνη, πίσω
Σκαντάλη». Ὁ Ραβάνης, ὀμορφάντρας καὶ γλεντζὲς μπροστὰ κι ὁ Σκαντάλης,
μισοκακοφκιαγμένος ἀλλὰ παλληκαρὰς ντουφεξής, πίσω.
Ὁ
Πανάγος τοῦ Γκίτα εἶχε τρεῖς γιούς. Τὸν Γιώργη ἤ Γιατρό, τὸν Θανάση καὶ τὸν
Γιάννη (Παναγόγιαννη). Ὁ Γιατρός, ποὺ τὸν λέγανε καὶ Παναγογιώργη, εἶχε τὸν
Νικολὴ τὸν Βοῦρκο.
Εἶχαν
ἔρθει χωροφυλάκοι κάποτε ἀπὸ τὸ Λοντάρι καὶ ρωτήσανε ποῦ θὰ βροῦνε κάτι νὰ
φᾶνε. Ὁ Παναγογιώργης τότες εἶχε μαγαζὶ (παντοπωλεῖο), τὸ «Ζέμπελι»,4 καὶ τοὺς ἐστείλαν’ ἐκεῖ.
-
Κὺρ Γιατρέ, κὺρ Γιατρέ!...
Βγαίνει
ἡ γυναίκα του.
-
Πούειναι ὁ Γιατρός;
-
Ὁ Γιατρός; Ἔχει πάει μὲ τὰ γουρούνια!...
Ἤτανε
στὸ Σολάκι τῆς Μεσσηνίας πούειχε πάει ὁ Γιατρὸς γιὰ δουλειά. Μάης μήνας. Εἶχε
καὶ τὸ μουλάρι του κοντά. Λυέται,5
ποὺ λέτε, τὸ μουλάρι καὶ κάνει ζημιὰ σ’ ἕνα χτῆμα.
Τὴν
ἄλλη μέρα ὁ Γιατρός, γιὰ ἀποζημίωση, ὑποχρεώθηκε νὰ σκαλίσει τὴ σταφίδα. Πέρασε
τότες ἀπὸ ’κεῖ ἕνας ποὺ τὸν λέγανε Ἠλιάδη καὶ σκάρωσε τὸ στιχάκι:
«Ὁ Γιατρὸς σκαλίζει
κι ἡ μούλα σταλίζει».6
Ὁ
Θανάσης, γιὸς τοῦ Πανάγου κι ἀδερφὸς τοῦ Γιώργη, ἐγκαταστάθηκε στὸν Ἅγιο Φλῶρο
τῆς Μεσσηνίας. Ὁ τρίτος γιὸς τοῦ Πανάγου ὁ Γιάννης ἦτανε γνωστὸς καὶ σὰν
«μαλακός». Ἐξ οὗ καὶ «Μαλακόγιαννης». Τὸν σκότωσαν στὸ μύλο ὁ Σπῦρος κι ὁ
Λεωνίδης Σπυρόπουλοι.
Ὁ Παναγόγιαννης ἤτανε ὁ
μοναδικὸς ποὺ κατάφερε νὰ ζέψει7 τὶς γάτες στὸν πυρομάχο.8
Τὸ 1918,
μὲ τὴ μεγάλη πείνα, δὲν εἶχε πῶς νὰ διασκεδάσει τὸ ἄδειο του στομάχι καὶ καταγινότανε στὸ ζέψιμο τῶν γατιῶν. Εἶχε
καὶ τρία παιδάκια· τὸ ἕνα ξεπύταγε.9
Ὁ Γιάννης τὴ δουλειά του μὲ τὶς γάτες.
-
Κάτου Μαῦρε, πάνου Λιάρα!…
Τσιαούναγε
10 τὸ παιδάκι.
-
Πεινάω, πατέρα…
Γυρνάει
ὁ Γιάννης καὶ τοῦ λέει:
-
Ἄχ, κακόμοιρο, ἐσὺ ποὺ τὸ λὲς κι ἐγὼ ποὺ τ’ ἀκῶ…
Ὅταν
πέθανε ἡ πρώτη γυναίκα του καὶ τὴν ξενυχτάγανε,11 θλιμμένος ὁ Γιάννης καθότανε σιμὰ στὸ προσκεφάλι της
στρίβοντας τὸ μουστάκι. Πάει κοντὰ ὁ γερο Βασίλης καὶ τοῦ λέει γιὰ παρηγόρια:
-
Ἀδελφούλη μου Γιάννη μὴ στεναχωριέσαι, κάνε ὑπομονή. Τώρα νὰ τηράξεις νὰ βρεῖς
κανιὰ φτωχιὰ νὰ παντρευτεῖς.
Γυρνάει
ὁ Γιάννης στρίβοντας τὸ μουστάκι.
-
Ἀδερφούλη μου Βασίλη, αὐτὸ σκέβουμαι κι ἐγὼ τόση ὥρα!...
Κάποτ’
ὁ Γιάννης προσπαθοῦσε νὰ σπείρει σὲ κάτι τσικουνίδες.12 Πέρασ’ ἀπὸ κεῖ ὁ Πετρουλοστάθης, πούητανε κουτσός,
καὶ τοῦ λέει:
-
Καλῶς τὰ μαγαρίζεις 13
Γιάννη!
-
Καλῶς τὸ μπαρμπα Στάθη!, λέει ὁ Γιάννης καὶ καθὼς ἔφευγε ὁ Στάθης μουρμούρισε:
-
Ἄ, μωρὲ κουτσούλιακα, καημένε!
-
Γιάννη, τ’ ἀπαντάει ὁ Στάθης ποὺ τὸν ἄκουσε, ἐγώειμαι κουτσὸς ἀπὸ τὸ πόδι κι
ἐσὺ ἀπὸ τὸ μυαλό…
Δούλευε κάποτε σ’ ἕνα μύλο στὴ
Μεσσηνία μαζὶ μὲ τὸν Ξιαντρὴ ἀπὸ τὸ Δυρράχι. Ὁ Ξιαντρὴς ἅμα ἤθελε νὰ κάνει τὴ
χρεία του πήγαινε στὸ παρεθύρι πούειχε ’να ξύλο ὁριζόντιο σὰν κάγκελο, καθόταν
κι ἀπολάμβανε.
Τὸν παρατήρησ’ ὁ Γιάννης
μνιὰ-δυὸ φορές, τίποτ’ αὐτὸς. Πάει, ποὺ
λέτε, καὶ πριγιονίζει τὸ ξύλο. Πάει κι ὁ
Ξιαντρὴς νὰ κάνει τὴ δουλειά του, σπάζει τὸ ξύλο καὶ πάρ’ τον κάτου μέσα
σὲ νιὰ ’βατιόνα.14 Βάνει
τὶς φωνὲς ὁ Ξιαντρής. – Γιάννη, Γιάννη, σῶσε με!... Τρέχει ὁ Γιάννης, παίρνει
τὰ σπίρτα καὶ γιὰ βοήθεια ἀνάβει τ’ ἀβάτα…
Ἕνα ἀπόγιομα
ὁ Γιάννης ἤτανε ξαπλωμένος κάτου ἀπὸ νιὰ ξελακκωμένη15 λεϊμονιὰ
καὶ τὸν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος. Πάει ὁ Ξιαντρὴς κοντά, βγάνει ἀπὸ τὴν καραμπίνα τοῦ
Γιάννη τὸ βόλι καὶ βάνει στάχτη. Κόβει καὶ τὸ νερὸ16 τοῦ
μύλου καὶ πλημμυρίζει ὁ λάκκος τῆς λεϊμονιᾶς. Ὅσο νὰ νογηθεῖ ὁ Γιάννης, εἶχε
γίνει λούτσα. Σηκώνετ’ ἀπάνου καὶ βλέποντας τὸ Ξιαντρὴ νὰ γελάει, ἁρπάζει τὴν
καραμπίνα καὶ χωρὶς δεύτερη κουβέντα – μπάμ - πυροβολάει.
Πέφτει ὁ Ξιαντρὴς ἀνάσκελα,
ἀκούνητος. Τὰ χάνει ὁ Γιάννης καὶ νομίζοντας ὅτι τὸν καθάρισε τὸ βάνει στὰ πόδια.
Σηκώνετ’ ὁ Ξιαντρής, γιομίζει τὰ σακκιὰ ἀλεστικό,17 μνιὰ καὶ δυὸ στὸ Δυρράχι.
Μετά ’πὸ καμπόσες ἡμέρες γύρισε
στὸ μύλο. Μόλις τὸν εἶδ’ ὁ Γιάννης λιγοθύμισε…
1. καταπότης=τὸ
σημεῖο τῆς διακλάδωσης τοῦ νεροῦ ἀπὸ τὸ κεντρικὸ αὐλάκι.
2. Βλαστήμια ποὺ συνήθιζε ὁ μακαρίτης ποὺ τὴν
ἄφηνε πάντοτε μισοτελειωμένη.
3. σκαπετάω=ἀπομακρύνομαι
καὶ χάνομαι στὸν ὁρίζοντα
4. Ζέμπελι=παρεφθαρμένο
ἀπὸ τοὺς χωρικοὺς «Ζέπελιν».
5. λυέται=λύνεται.
6. σταλίζω=κάθομαι χωρὶς σκοπό, χαζεύω.
7. ζεύω=τοποθετῶ
ζῶα κάτω ἀπὸ τὸν ἴδιο ζυγό.
8. πυρομάχος= τὸ πίσω
μέρος τῆς ἑστίας στὸ τζάκι.
9. ξεπυτάω=πεθαίνω
τῆς πείνας.
10.
τσιαουνάω=γκρινιάζω ἀπὸ πεῖνα, ἀδιαθεσία.
11. ξενυχτάω
(νεκρό)=τὸ πρῶτο βράδυ κρατοῦσαν τὸν νεκρὸ στὸ σπίτι του καὶ ξαγρυ-πνοῦσαν μαζὶ
οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ ἄλλοι τοῦ χωριοῦ.
12. «νὰ
σπείρει σὲ κάτι τσικουνίδες»=νὰ σπείρει σὲ μέρος γεμάτο ἀγριόχορτα, ἀκατάλληλο
γιὰ σπορά.
13. μαγαρίζω=λερώνω, μολύνω, κάνω προχειροδουλειά,
τσαπατσουλιά.
14. ἀβατιόνα=πολλὰ βάτα μαζί. (ἀβάτο=βάτο).
15.
Ξελακκώνω=σκάβω γύρω-γύρω ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ δέντρου κάνοντας μικρὸ λάκκο μὲ σκοπὸ τὴ συγκράτηση τοῦ νεροῦ.
16. κόβω τὸ νερό= ἀλλάζω τὴν κατεύθυνση τοῦ
νεροῦ.
17. ἀλεστικό=ἡ ποσότητα ἀλευριοῦ ποὺ κατακρατοῦσε
ὁ μυλωνὰς σὰν ἀμοιβή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου