ΚΤΗΤΟΡΙΚΟΝ και ΑΝΕΚΔΟΤΑ του ΛΕΠΤΙΝΙΟΥ ΑΡΚΑΔΙΑΣ - 4Β


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ  ΚΟΛΟΒΟΥ Β΄

Ὁ Νικολὴς ὁ Βοῦρκος, γιὸς τοῦ Γιατροῦ, ἔκανε πρῶτος Πρόεδρος τῆς Κοινότητας τὸ 1914. Τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ ἔδειξε κατὰ τὴν ὁριοθέτηση τῆς Κοινότητας εἶναι ἀνεπανάληπτο. Πῆγε πολλὲς φορὲς μὲ τὰ πόδια(!) στ’ Ἀνάπλι…

Νικολὴς ἤτανε χαϊδεμένος κι ἡ μάνα του τὸν ἔλεγε Κοῦτρο. Ὁ Κοῦτρος, λοιπὸν, ἀγάπαγε πολὺ τὸ παχὺ παστό, τὴ χιόνα, καὶ τὸ κάτου μέρος τοῦ ψωμιοῦ. Κι ἔλεγε:
- Ἔ, μανά, ἔ μανά!...
- Τί θέλεις Κοῦτρο μου;
- Θέλω λίγη χιόνα καὶ λίγο ἀπουκατινό!...

Νικολὴς ὁ Βοῦρκος ἤτανε πρωτοψάλτης. Ὅταν τὸ 1926 ἀνακαινιζότανε ἡ Ἐκκλησιά, ὁ γερο Θοδωράκης, ψάλτης κι αὐτός, πλήρωσε τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία στασίδια τοῦ ψαλτηριοῦ. Τὸ ἄλλο ὁ παπα Γιάννης καὶ τὸ τρίτο ὁ μάστορης ποὺ τά ’φκιασε.
Ὁ Θοδωράκης ἔπιανε πάντα τὸ μεσαῖο στασίδι τοῦ πρωτοψάλτη. Ὁ Νικολὴς πάλι, ἄμα δὲν καθότανε στὸ μεσαῖο στασίδι, δὲν ἔψελνε.  Ὅταν ὅμως πήγαινε πρῶτ’ ἀπὸ τὸ Θοδωράκη, ἔπιανε τὸ στασίδι καὶ δὲν κατέβαινε μὲ τίποτα.
- Ρὲ κατέβα ἀπὸ τὸ στασίδι μου…
- Ὄχι!
- Ρὲ κατέβα σοῦ λέω…
Καὶ νὰ ἡ γκρίνια, ὥσπου νιὰ Κυριακή, ὁ Μαυρικοπαναγιώτης, ψάλτης κι αὐτὸς, δὲν ἄντεξε φαίνεται ἄλλο τὴ γκρίνια, ἁρπάζει τὸ στασίδι καὶ τὸ πάει στὸ γυναικωνίτη.

Χαραλάμης ὁ Βρῶτσος εἶχε παντρευτεῖ ἀδερφὴ τοῦ Νικολῆ. Κάποτε μετὰ τὴν Ἐκκλησιά, ὁ Νικολὴς ἤθελε νὰ δείξει πῶς πρέπει νὰ κάνουνε σωστὰ τὸ Σταυρό τους. Τὰ τρὶα δάχτυλα νάειναι στὸ ἴδιο ὕψος, ἴσια. Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ὁ Χαραλάμης συμπληρώνει:
- Γιάννης, Γιώργης καὶ Θανάσης…

Ὁ Νικολὴς Κολοβὸς τοῦ Γκίτα, γενάρχης τῶν Νικολαίων, εἶχε γιοὺς τὸν Λιά, τὸν Παναγιώτη, τὸν Βασίλη καὶ τὸν Γιώργη. Ἤτανε πρᾶος κι ἀγαθὸς ἄνθρωπος. Ἤτανε γιὰ πολὺν καιρὸ μυλωνὰς στὴ Γαράντζα τῆς Μεσσηνίας, ὅπου καὶ πέθανε.

Νικολὴς ἤτανε φιλοχρήματος. Ἕνα Πάσχα ποὺ εἶχ’ ἔρθει ἀπὸ τὸ μύλο εἶχε φέρει κι ἕνα ζευγάρι στιβάλια Ἀναβρυτιώτικα.1 Τὰ φόρεσε λοιπὸν τὸ Πάσχα καὶ τὴν ἄλλη ’μέρα θὰ ’φευγε.
Ὁ Μαυρικοθανάσης γάμπριζε τότε καὶ γνωρίζοντας τὴν τσιγκουνιὰ τοῦ Νικολῆ τοῦ λέει:
- Νικολή μου, πόσα θέλεις νὰ σοῦ δώκω νὰ μ’ ἀφήκεις τὰ παπούτσια γιὰ νὰ ’ν τὰ φορέσω στὸ παγκύρι ἅμα δὲν ἔρθεις ἐσύ;
- Δὲ θὰ ’ρθῶ, τοῦ λέει, καὶ στὰ δίνω.
Τοῦ καλάρεσε τὸ ἀνέκοπο2 κέρδος καὶ συμπλήρωσε:
- Νὰ μοῦ δώκεις δυὸ δραμές. (Τρεῖς τὰ εἶχε ἀγοράσει).
- Σὰν πολλὰ εἶναι, λέει ὁ Μαυρικοθανάσης, ἀλλὰ τὰ θέλω νὰ χορέψω μὲ τὴ Μπισμπίκω. (Τὴν Ἑλένη τοῦ Σγουραναστάση, ποὺ τοῦ προξενεύανε).
Πῆρε λοιπὸν ὁ Νικολὴς τὶς δυὸ δραχμὲς κι ὁ Θανάσης τὰ παπούτσια. Τὰ φόρεσε τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πολὺ χοροπήδημα – ἐπίτηδες τό ’κανε γιὰ νὰ ’ν τὰ χαλάσει - τὴν ἄλλη ἡμέρα παράδωσε στὴ Νικολίνα …τὰ κορδόνια καὶ τὶς βακέτες χωρὶς σόλες.

Νικολὴς ἔπαθε κι ἄλλη συφορά, ἀπὸ τὸ γερο Βάσιο τὸ Φίλιο αὐτὴ τὴ φορά. Κάποτε, τὶς ἀποκριές, ὁ γερο Βάσιος δὲν εἶχε τυρὶ νὰ φάει τὰ μακαρούνια τὴν Τυρινή.3
Ὁ Νικολὴς εἶχε γίδια ποὺ τὰ φυλάγαν τὰ παιδιά του. (Ὅταν γυρίζανε τὰ γίδια ἀπ’ τὴ βοσκὴ τὰ μετράγανε στὴ Σκαλίτσα. Μπαίνανε μετὰ στὸ χωριὸ προσέχοντας ἰδιαίτερα στοῦ Καρούτσου καὶ παραπάνου στοῦ Κόπανου. Κι ὅμως κάθε φορὰ χάνανε γίδα ἢ κατσίκι. Πιάνανε τὸ ζωντανὸ μὲ τὴ μαγκούρα καὶ τὸ τραβάγανε μέσα).
Νιὰ βραδιά, ποὺ λέτε, στοῦ Κόπανου τὸ μαγαζί, λέει ὁ γερο Βάσιος:
- Ποιός ἔχει ρὲ παιδιὰ τυρί, νὰ τοῦ δώκω μουτζήθρα ἴσια-ἴσια;
Ὁ Νικολὴς ἀγαθός, ἀλλὰ συμφεροντολόγος, τοῦ λέει πὼς ἔχει. Τὰ συφωνήσανε. Ἔφερε ὁ Νικολὴς τὸ τυρί, κεραστήκανε, λέει τοῦ γερο Βάσιου:
- Τὶς μουτζῆθρες μοῦ τὶς φέρνεις ταχιά, ἀδερφούλη μου.
Ἔ, ἀκόμα τὶς περιμένει…

λλοτε πάλι τοῦ λέει ὁ γερο Βάσιος.
- Ἔχεις νὰ μοῦ δώσεις πέντε τάλληρα νὰ σοῦ δώκω δέκα;
- Ἔχω, τοῦ λέει ὁ Νικολής, ἀλλὰ πότε θὰ μοῦ τὰ δώσεις Βασίλη;
- Τῶν ἁγίων κοκκόρων, ἀπαντάει ὁ γερο Βάσιος.
Πέρασε καιρὸς, ζήτησε τὰ λεφτὰ του ὁ Νικολής.
- Δὲν ξεχνάω, τοῦ λέει ὁ γερο Βάσιος, θὰ στὰ δώκω ὅπως εἴπαμε τῶν ἁγίων κοκκόρων.
- Καὶ πότε εἶναι τῶν ἁγίων κοκκόρων;
- Τῶν ἁγίων ποτέ.
Ὁ Νικολὴς ἀκόμα περιμένει νὰ ’ρθεῖ ἡ γιορτὴ τῶν ἁγίων ποτέ…

Λιάς, ὁ γιός του, ἦταν λεβέντης. Κομματάρχης τοῦ Φλέσσα, κάποτε διπλοψήφισε. Ὁ Δικαστικὸς Ἀντιπρόσωπος, φίλος τοῦ βουλευτὴ Κοσσιονάκου, διάταξε καὶ τὸν συλλάβανε. Δικάστηκε καὶ φυλακίστηκε στ’ Ἀνάπλι.
Ἐκεῖ ἀρρώστησε καὶ πέθανε. Ἡ ἔρμη ἡ μάνα του πῆγε στ’ Ἀνάπλι κι ἔφερε τὰ ροῦχα του ζαλιά4

Ὁ Παναγιώτης ἤτανε δεύτερος γιὸς τοῦ Νικολῆ. Παιδιὰ τοῦ Παναγιώτη ἤτανε ὁ Νικολής, ποὺ σκοτώθηκε τὸ 1912 κι ὁ Βαγγέλης.

Παναγιώτης ἔρινε5 κάποτε φουρνέλο ὄξ’ ἀπὸ τὸ σπίτι του μὲ τὸν Παναγόγιαννη, ἀλλὰ δὲν κρύφτηκε καλά. Τρίμμα πέτρας τὸν πέτυχε στὸ μάτι καὶ στραβώθηκε.
Αἰτία, εἴπανε, ἦταν ὁ Γιάννης ποὺ δὲν ἔδωσε τὸ σύνθημα «βάρδα φουρνέλο», ποὺ λένε πάντα ὅταν κάνουνε τέτοια δουλειά.

Τρίτος γιὸς τοῦ Νικολῆ ἤτανε ὁ Βασίλης. Μικρὸς ρογιάστηκε6 στοῦ Ραβάνη, γιὰ ἕνα χρόνο, νὰ φυλάει τὰ γίδια. Τὴν πρώτη φορὰ τ’ ἀνέβασε στοῦ Κοτρωνιά. Τὸ ἴδιο βράδυ ποὺ τὰ μάζευε στὴ στρούγκα, λέει:
- Χάϊστε ἔρμα, ἕντεκα μῆνες καὶ εἴκοσι ἐννιὰ ἡμέρες θέλ’ ἀκόμα…

Βασίλης ἤτανε καλὸς σκαμπιλαδόρος. Τὸ σκαμπίλι παίζεται ἀπὸ ἕξι. Τρεῖς καὶ τρεῖς. Ὁ Βασίλης ἔπαιζε πάντα παρέα μὲ τ’ ἀδέρφια του κι ἔκανε πάντα κουμάντο.
Κάποτε λοιπὸν ποὺ παίζανε, ἔχασε κάποια παρτίδα κι ὁ Ἀλέξης ὁ Κολοβός, ποὺ παρακολουθοῦσε, τοῦ λέει:
- Βασίλη ἄν ἔβανες τὸ βαλέ, δὲ θὰ ’χανες τὸ παιχνίδι. Καὶ τοῦ ἀνάπτυξε τὸν τρόπο.
Νύχτωσε καὶ φύγανε ἀπὸ τὸ μαγαζί. Πῆγε στὸ σπίτι ὁ Βασίλης καὶ ξάπλωσε. Ποῦ νὰ ’ν τὸν πάρει ὁ ὕπνος! Ἐρχότανε συνέχεια στὸ μυαλό του ἡ παρατήρηση τοῦ Ἀλέξη, μὰ δὲν τὴν καταλάβαινε. Ταλαιπωρήθηκε μέχρι τὰ μεσάνυχτα, εἶδε κι ἀπόειδε, σηκώνεται καὶ μνιὰ καὶ δυὸ πάει καὶ φωνάζει τοῦ Ἀλέξη. Πετάγεται ὁ ἄλλος ὄξω σκιαγμένος.
- Βασίλη, γιὰ καλό, τί συβαίνει;
- Ἀδελφουλάκο μου, βλὲ βλέ, μὴν τρομάζεις. Νά, δὲν μπόραγα νὰ κοιμηθῶ μὲ ’κεῖνο ποὺ μούειπες.
- Ποιό; ρωτάει ὁ Ἀλέξης.
- Νά, γιὰ τὸ βαλέ…
- Ἆ, νὰ ρὲ παιδί μου· ἅμα ἔβανες τὸ βαλὲ θὰ ’ν τὸν ἔκοβε μὲ ἄσσο καὶ θὰ πέρναγες δύο μὲ τὸ τρία καὶ τὸ ψιλὸ καὶ θὰ ἔβγανες τὸ παιχνίδι.
Τοῦ τὸ εἶπε κάνα δυὸ φορές, τὸ κατάλαβε ἐπὶ τέλους ὁ Βασίλης κι εὐχαριστημένος γύρισε καὶ κοιμήθηκε μέχρι πρωίας.

Εἶχε ἕναν κόκκορα νιὰ φορὰ ποὺ ἀνέβαινε στὸ Ραβαναίικο φράμα κι ἔκανε ζημιά. Ὁ γερο Γκίτας ὁ Ραβάνης τοῦ τόειπε πολλὲς φορὲς νὰ ’ν  τονε μαζώξει, ἀλλὰ χάϊντε νὰ κάνεις ζάφτι7 ἕναν κόκκορα. Πιάνει τὸτε ὁ Ραβάνης τόνε σφάζει καὶ τὸν τρώει. Περνάει κι ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ γερο Βασίλη.
- Τί κάνεις Βασίλη; Δὲ μὲ κερνᾶς ἕνα κρασί; (ὁ γερο Βασίλης ἔφκιανε πάντα καλὸ κρασί).
Τὸν κέρασε καὶ τοῦ λέει ὁ Ραβάνης:
Δὲ βάνεις ἄλλο ’να ποτήρι νὰ κάνεις τὸ μυστήριο σωστό; Τὸν ξανακέρασε, καληνυχτίστηκαν κι ἔφυγε ὁ Ραβάνης.
Τὴ νύχτα ξυπνάει ὁ γερο Βασίλης τὴ γριά του καὶ τὴ ρωτάει:
- Ἄκουσες ἐκεῖνο τὸ πουλάκι ἀπόψε, γριά;
Ἐκείνη ἀπάντησε ἀρνητικά. Σηκώνεται ὁ γέρος κατεβαίνει στὸ κατώι, πουθενὰ ὁ κόκκορας. Γυρνάει στὴ γριά.
- Τὸν κόκκορα τὸν ἔφαγε ’κεῖνος ὁ παράνομος. Ξέρεις τὶ μούειπε ἀπόψε; Νὰ κάνω, λέει, τὸ μυστήριο σωστό…

Κάποτε πούειχε πάει στὰ Χοριγοκάμινα8 μὲ τὴ γίδα κι ἕνα κοτσιάφτικο γαϊδούρι, εἶδε ἕνα λαγὸ σὲ νιὰ κουτούπα.9 Μνιὰ καὶ δυὸ ἔρχεται στὸ χωριό. Βρίσκει τὸν ἀνηψιό του τὸν Ἀγησίλαο, γιὸ τοῦ Σκαντάλη, πούητανε κυνηγός. Μπροστὰ ὁ γέρος, πίσω ὁ Ἀγησίλαος μὲ τὸ δίκανο πᾶνε στὰ Χοριγοκάμινα.
- Πούητανε, μπάρμπα;
- Ἐδῶ ἤτανε, τράβα ’πὸ ’κεῖ…
Πετάγεται ὄξω ὁ λαγός, μπάμ! ὁ Ἀγησίλαος, γιόμισαν τὰ πισινὰ τοῦ γέρου σκάγια. Τό ’σπασε τὸ ὅπλο ὁ Ἀγησίλαος καὶ δὲν ξανακυνήγησε.

ποιος εἶχε γαϊδούρι ’κεῖνα τὰ χρόνια ἤτανε σχεδὸν νοικοκύρης. Ὁ γερο Βασίλης εἶχε, ὅπως εἴπαμε, ἕνα κοτσιάφτικο.
Σὲ κάποιες  ἐκλογὲς    Φλέσσας,  πολιτευτὴς τῆς ἐποχῆς, ἔχασε τὴν ἐκλογή. Ὁ γερο Βασίλης, φανατικὸς ὀπαδός του, τόσο πολὺ στενοχωρήθηκε ποὺ λέει τῆς γριᾶς του:
- Γριά, καλύτερα νὰ ψόφαγε ὁ γάιδαρός μας παρὰ πού ’χασε ὁ Φλέσσας.
Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται:  Ὁ ἐγγονός του ὁ Βασίλης εἶχε ’να γάιδαρο κυπραίικο, πρῶτο μπόι. Ἀρρωσταίνει ὁ γάιδαρος στὶς 16 Ὀκτώβρη του 1981 καὶ στὶς 18, στὶς ἐκλογές, ψοφάει.
- Ζημιὰ μεγάλη, τοῦ λέγανε, μὰ τὶ νὰ κάνουμε, ὑγεία νὰ ὑπάρχει!.
- Ναί, ἀπάνταγε, μὰ τὸ πένθος εἶναι διπλό. Ψόφησ’ ὁ γάιδαρος, ἔχασε κι ὁ Ράλλης. Τουλάχιστον νὰ γλύτωνε ὁ ἕνας θὰ παρηγοριόμουνα.

γερο Βασίλης ἔχασε τὸ φῶς του καὶ ἀπὸ τὸ 1935 ὥς τὸ 1941 ἤτανε στραβός. Καθὼς δὲν ἔβλεπε, τράβηξε κατὰ λάθος τὰ ξύλα ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὴν ξεσβέλιασε, τὴ χάλασε. Ἔξω φρενῶν ἡ Νικολοβασίλαινα ἀρχίνησε τὸν…ἑξάψαλμο:
- Ἆα!!!, χαϊμένε!, μὰ νὰ σὲ βάλω στὸν Ἅγιο Νικόλα!…
- Γιατί, μωρ’ γριά, τῆς λέει στωικὰ ὁ γερο Βασίλης, ἅμα πεθάνω στὸν Ἅγιο Νικόλα θὰ μὲ βάλεις· ποῦ ἔλεγες νὰ με πᾶς, στὸν Ἅγιο Θανάση;…
…Στὸ ρέμα τοῦ  Ἅγιο Θανάση ρίνανε τὰ ψόφια γαϊδούρια…

Ὁ Γιώργης, τέταρτος γιὸς τοῦ Νικολῆ, εἶχε κήλη ἀπὸ μικρός. Φοροῦσε πουκαμίσα καὶ τὸν λέγανε Σπασουράκο.

Γιάννης Κολοβὸς ὁ Κουτσίκος, γιὸς τοῦ Γιώργη Ἀντωνίου Κολοβοῦ, ἤτανε γαμπρὸς τοῦ γερο Γιώργη τοῦ Σπασουράκου. Τὸν πατέρα του λοιπὸν τὸνε λέγανε Γιώργη Κολοβὸ καὶ τὸν πεθερό του τὸ ἴδιο. Γιὰ νὰ κάνει τὴ διάκριση ἔλεγε:
- Ἐμεῖς εἴμαστε Παπαφλεσσιαῖοι κι ὄχι Σπασονικολαῖοι.

Τοὺς Νικολαίους τοὺς λέγανε κι ἀβγοζυγιάστες, δηλαδὴ φιλοχρήματους κι ἀνθρώπους ποὺ φροντίζανε πολὺ νὰ μὴ χάνουνε.
Σὲ τοῦτο διάπρεψε ὁ Βαγγέλης γιὸς τοῦ Παναγιώτη, ὅπως εἴπαμε. Εἶχε μαγαζὶ κι ὅταν προμηθευότανε ἀβγὰ εἶχε μαζί του μιὰ κρικέλλα, ἕναν συρμάτινο κρίκο. Τ’ ἀβγὰ ποὺ περνάγανε μέσα δὲν τά ’παιρνε.

Βαγγέλης, ποὺ μιλᾶμε, εἶχε κήλη – «τρομπόνια» λέγανε στὸ χωριὸ - μὰ ἤτανε πολὺ περήφανος γιὰ τὴ γενιά του.
Κάποτε τῆς Πεπαντῆς, μαζευτήκανε πολλοὶ στοῦ Παμεινώντα τοῦ Σπυρόπουλου ποὺ γιόρταζε. Ἐκεῖ συναντηθήκανε ὁ Βαγγέλης – πρεσβύτερος τότε τῶν Κολοβαίων -, ὁ Γιώργης ὁ Κουτσίκος κι ὁ Βασίλης Κολοβὸς τοῦ Παναγιώτη μὲ τὶς οἰκογένειές τους. Ἔπειτα ἀπὸ κάμποσα ποτήρια κι ἀφοῦ ἐξαντλήθηκαν τὰ πρὸς συζήτηση θέματα, φέρανε τὴν κουβέντα στὸ ποιὸς μοιάζει πιὸ πολὺ στοὺς Νικολαίους. Ὁ Γιώργης ἢ ὁ Βασίλης. Ὑπὲρ τοῦ Βασίλη ψήφιζαν ὁ Βαγγέλης καὶ οἱ ἄλλοι μὲ πρώτη τὴ μάνα τοῦ Παμεινώντα καὶ θεία τοῦ Βασίλη, τὴ Σταυρουλίτσα. Ὁ Βασίλης διαφωνοῦσε καὶ πρότεινε νὰ κάνει ἐρωτήσεις ἀπ’ ὅπου θά ’βγαινε συμπέρασμα ποιὸς εἶναι γνήσιος ἀπόγονος καὶ  κατάλληλος γιὰ νὰ γίνει διάδοχος. Κι ἄρχισε:
- Οἱ Νικολαῖοι εἶναι ξανθοί;
- Εἶναι.
- Ἐγὼ εἶμαι;
- Ὄχι.
- Ἔχουν πολλὰ μαλλιά;
- Ναί.
- Ἐγὼ ἔχω;
- Ὄχι. (φαλακρὸς ὁ Βασίλης).
- Πειστήκατε ἤ θέλουτε κι ἄλλα;
- Τί ἄλλα;  πετάχτηκε ὁ Βαγγέλης.
- «Τρομπόνια» ποὺ ἔχουν οἱ Νικολαῖοι, ἔχω;
Κόκκαλο ὁ μακαρίτης.

Ὁ Σκαντάλης εἶχε τρεῖς γιούς. Τὸν Παναγιώτη, τὸν Δημήτρη καὶ τὸν Ἀγησίλαο.

φοῦ παντρευτήκανε τὰ παιδιά, γερο Σκαντάλης νόμισε πὼς  θὰ μείνει μὲ τὸ μικρότερο, τὸν Ἀγησίλαο. Αὐτὸς ὅμως ἔφυγε γιὰ τὴν Καλαμάτα. Ἔλεγε ὁ γερο Σκαντάλης:
- Τε10 νυφὴ τε Παναγιώταινα, τε νοικοκυρὰ τοῦ σπιτιοῦ, τε νυφὴ τε Δημητροῦ, τε καταστροφὴ τοῦ σπιτιοῦ, τε νυφὴ τε Σιλαΐνα, τε μὲ κλώτσησε ἡ προβατίνα.11 

Μήτσιος, γιὸς τοῦ Παναγιώτη, εἶχ’ ἕνα σκύλο ποὺ τὸν ἔλεγε Κεμάλ. Κάποτε πούειχε ρίξει χιόνι, πῆρε τὸ σκύλο καὶ νιὰ τριχιά, πῆγε στ’ ἁλώνι κι ἀρχίνησε νὰ…ἁλωνίζει.
- Τε χώπ, τε χώπ, τε χώπ!...
Τόνε βλέπει ὁ μπάρμπας του ὁ Δημήτρης καὶ φωνάζει τὸν ἀδερφό του τὸν Παναγιώτη, πατέρα τοῦ Μήτσιου:
- Ρὲ Παναγιώτη, χάϊντε πάρε τὸ φκυάρι νὰ γυρίσουμε τ’ ἁλώνι. Ἔγινε γιὰ τὸ φκυάρι!...12

_________________________________________
1.  παπούτσια ἀπὸ τὴν Ἀναβρυτὴ τῆς Λακωνίας, σπουδαῖο, τότε, βιοτεχνικὸ κέντρο παπουτσιῶν.
2.  ἀνέκοπο=χωρὶς κόπο.
3.  «μακαρούνια τὴν Τυρινή»=Ἦταν ἔθιμο τὴν ἑβδομάδα τῆς Τυρινῆς νὰ τρῶνε τὰ στριφτὰ στὸ χέρι μακαρόνια.
4.  ζαλιά=φόρτωμα στὴν πλάτη.
5.  ρίνω=ρίχνω.
6.  ρογιάζω=μισθώνω.
7.  κάνω ζάφτι=δαμάζω, ἐπιβάλλομαι.
8.  Χοριγοκάμινα=τοποθεσία στὸ χωριό.
9.  κουτούπα=πυκνὸς θάμνος.
     10.  «τε»=πρόθεμα στὴν κουβέντα τῶν Σκανταλαίων.
     11. «κλώτσησε ἡ προβατίνα»= θέλει νὰ δείξει τὴν ἀπαρέσκεια στὶς δουλειὲς τοῦ χωριοῦ ἐκ μέρους τῆς νύφης, ὥστε, γιὰ ἀσήμαντη ἀφορμή, ἔφυγε γιὰ τὴν Καλαμάτα.
     12. «τ’ ἁλώνι ἔγινε γιὰ τὸ φκυάρι»=Τὰ στάχυα τρίφτηκαν ἀρκετά, ὥστε μόνο μὲ τὸ φτυάρι ἀνακατεύονται, γυρίζουν.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου