ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΟΥΜΟΥΤΣΟΥ
Οἱ
Κουμουτσαῖοι κατάγονται κι αὐτοὶ ἀπὸ τ’ Ἀρκουδόρεμμα μὲ πρώτη ἐγκατάσταση στὰ
Γιανναίικα. Ὅταν χήρεψε ὁ Παναγιώτης Φίλιος, πατέρας τοῦ γερο Κόπανου καὶ τοῦ
γερο Βάσιου, παντρεύτηκε τὴ χήρα Κουμούτσου, ποὺ εἶχε ἤδη ἕνα γιό, τὸν Παναγιώτη.
Ὁ Παναγιώτης ἤτανε ἰδιαίτερα
ἐργατικὸς καὶ πρωτοποριακός. Οἱ πρῶτες καρυδιὲς ποὺ φυτευτήκανε στὸ χωριὸ ἀνήκανε
σ’ αὐτόν. Εἶχε καὶ νερόμυλο στὴν τοποθεσία Λαγγάδες, ὅπου παράμεινε καὶ τὸ
τοπωνύμιο «Μύλος». Ἤτανε χειμωνιάτικος κι ἄλεθε μὲ τὸ νερὸ τῆς βρύσης τοῦ χωριοῦ.
Εἶχε καὶ νιὰ στέρνα ποὺ τὴ γιόμιζε ὅταν εἶχε λιγονεριά.
Τὴν κόρη του, τὴ Θιοφάνω, ποὺ τὴν παντρεύτηκε
ὁ Νικολογιώργης, τὴν εἶχε φύλακα. Ὅταν λιγόστευε τὸ νερὸ τῆς παράγγελνε:
- Ἀπόλα το!
Ὅταν τὸ νερὸ ἦταν ἀρκετὸ τῆς ἔλεγε:
- Κλεῖσ’ το!. Κι ἡ Θιοφάνω ἐκτελοῦσε.
Ὁ Παναγιώτης εἶχε τὸν Δημήτρη, τὸν Λιὰ καὶ τὸν
Βασίλη. Ὁ Δημήτρης ἔκανε καὶ δημοδιδάσκαλος στὴν Ἀλαγονία, ὅπου καὶ
παντρεύτηκε. Ἦταν εὐφυὴς κι εἶχε στὸ χωριὸ πολὺ καλὸ μπακάλικο. Αὐτὸ ποὺ τώρα ἀνήκει
στὴν Ἐκκλησία.
Ὁ Βασίλης ἤτανε μερακλής.
Ὅταν πετάξανε τὴ φουστανέλλα κι ἀρχινήσανε νὰ ντύνουνται Εὐρωπαϊκά, στὴ μόδα ἤτανε
τὰ πολὺ στενὰ παντελόνια. Ὁ Βασίλης
φόραγε – «τσιὲ1
τζογαδούρα!».
Στὰ παγκύρια χόρευε πάντα μὲ τὴν
Πετρουλογκιτοῦ καὶ τὴν προσκαλοῦσε λέγοντας:
- Τσιὲ ἔλα τσιὲ νυφή, τσιὲ χώπ!
Ὁ Λιὰς ἦταν κοσμογυρισμένος – εἶχε πάει καὶ
στὴν Ἀμερική - ὀμορφάντρας, ἀρκετὰ φιλήδονος καὶ γυναικάς. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἀδερφοῦ
του τοῦ Δημήτρη ἀνάλαβε τὸ μαγαζί. Ἔκανε μάλιστα καὶ ζωεμπόριο μὲ τὸν Παναγιώτη
Κολοβό, γιὸ τοῦ γερο Βασίλη, καὶ τὸν Γιάννη τὸν Κουτσίκο. Ὁ Λιὰς μὲ τὸν
Παναγιώτη ἦταν κουμπάροι κι ὁ Κουτσίκος μὲ τὸν Παναγιώτη ἀχώριστοι φίλοι.
Κάποτε ἐρχόντανε ἀπὸ τὴ
Μεσσηνία μὲ κάτι γουρούνια ποὺ εἶχαν ἀγοράσει. Στὸ δρόμο τοὺς ψόφησε ἕνα
γουρούνι καὶ τὸ πήρανε στὸν ὦμο ὁ Παναγιώτης μὲ τὸ Γιάννη. Ὁ Λιὰς ὁ φουκαρὰς δὲν
μποροῦσε νὰ βοηθήσει - ἤτανε πολὺ κοντός - κι ἔκανε τὸν ἀγωγιάτη. Πεισμώσανε οἱ
δυὸ πρῶτοι καὶ σπάσανε τὴν ἑταιρεία. Γδάρανε τότε τὸ γουρούνι καὶ γιὰ δυὸ τρὶα
χρόνια λύσανε τὸ πρόβλημα τοῦ …γουρνοτσάρουχου.2
Τὸ 1930 εἶχε πέσει ἀκρίδα.
Μὲ προσωπικὴ ἐργασία οἱ κάτοικοι μαζεύανε τὶς ἀκρίδες σὲ σωροὺς καὶ τὶς καίγανε
ρίνοντας πετρέλαιο.
Βρισκόντανε νιὰ ἡμέρα στὸ Τζιουβελαίικο3
ἄντρες καὶ γυναῖκες γιὰ νὰ καταπολεμήσουνε τὴν ἀκρίδα. Ἐκεῖ ποὺ ρίνανε τὸ
πετρέλαιο νὰ κάψουνε τὶς ἀκρίδες, παίρνει φωτιὰ νιὰ ἀφάνα στὸ χτῆμα τοῦ Λιά.
Τρέχει τὸτ’ ἐκεῖνος καὶ μπροστὰ σὲ οὗλο τὸν κόσμο ἄρχισε νὰ κατουράει γιὰ…νὰ
σβήσει τὴ φωτιά. Πάει κοντὰ ὁ γερο Κωσταντίνος Κεφάλας, ὁ Τσιώνης, καὶ τοῦ
λέει:
- Δὲ ντρέπεσαι ρὲ κακομοίρη; Τ’ εἶναι εὐτοῦνο
ποὺ ’χεις μπροστά σου; Εὐτοῦνο μοιάζει μὲ Τσαουσαίικη καραμούζα!... 4
________________________________________________________________
1.
«τσιέ»=πρόθεμα τῶν λέξεων στὴν ὁμιλία τῶν Κουμουτσαίων. Ἔτσι τουλάχιστον ἔχει ἐπικρατήσει
κατὰ τὴν ἀπόδοση τῆς ὁμιλίας τους.
2.
γουρνοτσάρουχα=τσαρούχια φτιαγμένα ἀπὸ
δέρμα γουρουνιοῦ.
3.
Τζιουβελαίικο=τοποθεσία στὸ χωριό.
4.
Τσαουσαίικη καραμούζα=στὸ πανηγύρι ἔρχονταν γύφτοι ἀπὸ τοῦ Τσαούση τῆς
Μεσσηνίας καὶ παίζανε «καραμούζα», κλαρίνο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου