ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΑΥΡΙΚΗ
Ἄλλοι λένε πὼς ἡ
οἰκογένεια ἦρθε ἀπὸ τ’ Ἀρκουδόρεμα κι ἄλλοι ἀπὸ τὰ Ἑπτάνησα διωγμένοι. Πάντως
ἐγκατασταθήκανε στὸ χωριὸ ἀπὸ τοὺς πρώτους, παράλληλα μὲ τὴν οἰκογένεια
Πετρούλια.
Γιὰ πολλὰ χρόνια ἦταν
μόλις μιὰ οἰκογένεια ποὺ δὲν μεγάλωνε. Πέθαιναν νέοι. Τὸ πιὸ συνηθισμένο τους
ὄνομα ἦταν Πολυχρόνης, ὄνομα συμβολικό, κάτι σὰν εὐχὴ γιὰ μακροζωία. Ἴσως,
λένε, τοὺς βάραινε ἡ κατάρα τοῦ τελευταίου καλόγερου ποὺ ζοῦσε στὸν Ἅγιο
Νικόλα.
Ὁ καλόγερος αὐτὸς, λέγανε οἱ τσιοπάνηδες, ἤτανε ἅγιος
ἄνθρωπος. Τόνε βλέπανε, λέει, τὴν ὥρα ποὺ ἄναβε τὰ καντήλια νὰ μὴν πατάει στὸ
ἔδαφος.
Τὰ χρόνια ἐκεῖνα τ’
Ἁγιωργιοῦ οἱ τσιοπαναραῖοι εἶχαν ἔθιμο νὰ ψένουν τὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ κατσίκια
τους, ποὺ τὸ λέγανε καὶ «Ἁγιωργίτη». Οἱ Μαυρικαῖοι ψένανε ἐκεῖ ποὺ σήμερα εἶναι
τὸ ἁλώνι τοῦ Μαυρικονίκου. Προτίμησαν,1
λοιπόν, καὶ τὸν καλόγερο νὰ φάει μαζί τους. Φάγανε, ἤπιανε, ἤπιε καὶ τὸ
γεροντάκι κάποιο ποτήρι παραπάνου κι ἔγειρε κι ἀποκοιμήθηκε. Πήρανε τότε, γιὰ
καλαμπούρι, γιαούρτη κι ἀλείψανε τὰ γένεια του.
Σὰν ξύπνησε ὁ
καλόγερος κι εἶδε τὰ γένεια του γιομᾶτα γιαούρτη σηκώθηκε, κατέβηκε
στοῦ Παπαναστάση,2 ἔκοψε νι’ ἀρμουτζιά,3 τὴν πῆρε, τὴν ἔβαλε στὴν
πόρτα τῆς Ἐκκλησιᾶς κι ἔγινε ἄφαντος…
…κανεὶς δὲν ἔμαθε
ποτὲ γι’αὐτόν…
Ἕνας Πολυχρόνης ἤτανε πολὺ ζόρικος καὶ κακοποιοῦσε τὴ
γυναίκα του. Εἶδε κι ἀπόειδε ἡ κακομοίρα ἡ Πολυχρόναινα – τὶ ἄλλο νά ’κανε -
φωνάζει ἕναν ξάδερφό της νὰ ’ν τὴ βοηθήσει. Πᾶνε στὰ Βαρκὰ4
βρίσκουνε τὸν Πολυχρόνη καὶ τὸν ἀρχινᾶνε. Μισὴ ’μέρα τὸν ἔριναν καὶ τὸν ἔβγαναν
ἀπὸ νιὰ γούρνα.5 Φώναζ’ ὁ
Πολυχρόνης: - ἄχ, οὔχ, ἄχ, οὔχ!.
Ὁ γιός του ὁ
Γιωργάκης ἔβοσκε νιὰ γελάδα καὶ νιὰ γίδα ἀπὸ πάνου στὴ Σπηλιά. Ἄκουσε τὰ
βογκητὰ καὶ βάνει νιὰ φωνή:
- Τ’ ἔχεις
πατέρααα;!...
- Τίποτα μωρὲ
Γιωργάκη!, προφταίνει ἡ μάνα του.
- Μωρ’ τὶ δὲν ἔχω
τίποτα!.., μοιρολόγαγε ὁ Πολυχρόνης.
Ἡσύχασε ὁ
Μαυρικογιωργάκης. - ἆ, καλά!...
Ἀπόγονος τοῦ Γιωργάκη
ἤτανε ὁ Παναγιώτης. Αὐτὸς ἀπόχτησε δυὸ γιούς, τὸν Θανάση καὶ τὸν Ἀναγνώστη. Ὁ
Μαυρικοθανάσης ἦταν πολύτεκνος. Εἶχε ὀχτὼ ἀγόρια!
Ὁ Μαυρικοθανάσης, ποὺ χάλασε τὶς ἀρβύλες τοῦ γερο Νικολή,
ἤτανε συστηματικὸς κλεφτογιδάς. Ἀντάλλαξε τὰ κάπως καλὰ χωράφια του μὲ ἄλλα
ἄγονα στὸ Πλατὺ Βουνὶ καὶ κατάφερε νά ’χει νιὰ πλαγιὰ ὁλάκερη δική του. Τοῦτο
τό ’κανε γιὰ νὰ δεκατίζει τ’ Ἀκοβίτικα γίδια καὶ νὰ τὰ μαντρώνει ἐκεῖ. Στὸ χωριὸ
σκοτωνόντανε ποιὸς θὰ ’ν τὸνε βοηθήσει ν’ ἁλωνίσει, γιὰ νὰ φάει γίδα ἢ κατσίκι.
Μέχρι κι ὁ παπα Γιάννης ἀπὸ τὸ χειμώνα τοῦ ’λεγε:
- Θανάση, νὰ μ’ ἔχεις
ὑπόψη σου…
Ὅταν τὸ 1897, στὴν ἐπιστράτευση,6 τὸν καλέσανε καὶ πῆγε στρατιώτης, ἡ γυναίκα του, ἡ Μπισμπίκω,
κάλεσε τὴν Καήμαινα (γυναίκα τοῦ γερο Δημητράκη Σγούρου, πεθεροῦ τοῦ Πασιὰ καὶ
τοῦ γερο Θοδωράκη Μητρόπουλου), ποὺ καταγινότανε μὲ τὰ μαγικά.
Ἔπαιρνε ἡ Καήμαινα
ἕνα …σώβρακο αὐτουνοῦ ποὺ ἔλειπε καὶ τό ’βανε στὴν ἀνέμη,7 τὴ γύρναγε κι ἔλεγε:
«Γύρισ’ ἀνέμη,
γύρισε βράκα,
γύρισε (τάδε)
ἀπὸ τὴ στράτα».
Πῆγε ἡ Καήμαινα –πῆρε
καὶ δυὸ ὀργυὲς πανὶ γιὰ τὸν κόπο της- ἔβαλε τὴ σωβράκα τοῦ Θανάση στὴν ἀνέμη
καὶ γυρνώντας την ἔλεγε μαζὶ μὲ τὴν Μπισμπίκω:
«Γύρισ’ ἀνέμη,
γύρισε βράκα,
γύρισε Θανάση
ἀπὸ τὴ στράτα».
Γιὸς τοῦ Θανάση ὁ Γκίτας ὁ Λουμπρής, ἤτανε λεβέντης μέχρι
’κεῖ πάνου. Ἐξ οὗ καὶ τὸ παρατσούκλι.
Εἶχε πάει, ὁ Γκίτας, μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὴ νουνά του
στὸν Ἄκοβο στοῦ Τέλη τοῦ Σπανοῦ, νὰ δώσουνε λόγο στὴν Παναγούλα.
Ἦταν ἀποκριὲς κι εἴχανε φκιάξει μακαρούνια.
Ἐκεῖ ποὺ ἑτοιμάζανε γιὰ τραπέζι, ἀρχινήσαν’ οἱ συμπεθέροι νὰ λένε ποιὸς ἔβαλε
προξενήτρα, - ὄχι ἐσύ, ἐγώ…κλπ. Εἶδε κι ἀπόειδε ὁ Γκίτας (τελικὰ τὸ προξενειὸ
τό ’χε κάνει ἐν ἀγνοία τους ἡ Τριλαγανογιαννοῦ, ἡ νουνὰ τοῦ Γκίτα), γυρνάει καὶ
τοὺς λέει:
- Τὰ λόγια εἶναι
λόγια· τὰ μακαρούνια ἔχουν τὸ φαΐ !...
Ὅταν φκιάνανε τὸ δάπεδο τῆς Ἐκκλησιᾶς γινήκανε
παρεξηγήσεις μὲ τὰ πλακάκια καὶ τὴν ἐπιγραφὴ πού ’λεγε: «Δαπάνη τῶν ἐν Ἀθήναις Λεπτιναίων».
Ὁ Λουμπρὴς κι ὁ
Κοκονογληγόρης ἤτανε ἐπίτροποι. Ὁ Μαστραποστόλης ἀπὸ τὴν Πολιανή -μπατζιανάκης
τοῦ παπα Βασίλη - δὲν ἄφηνε κανένα νὰ παρακολουθεῖ τὴν πλακόστρωση. Ὁ παπὰς σὰν
ἐπίτιμο μέλος τῆς Ἀδελφότητος τῶν ἐν Ἀθήναις Λεπτιναίων ἐπέτρεψε τὴν τοποθέτηση
τῆς ἐπιγραφῆς ἐν ἀγνοία τῶν ἐπιτρόπων.
Ὅταν τελειώσανε οἱ
ἐργασίες, πᾶνε οἱ ἐπίτροποι βλέπουνε τὴν ἐπιγραφή, βγάνουν τὸ «’Εν Ἀθήναις» καὶ
βάνουν κοινὰ πλακάκια.8
Ὅταν εἶδε τὴν ἀλλαγὴ ὁ παπα Βασίλης βγαίνει ὄξω, πάει στοῦ Δημήτρη τοῦ
Σγούρου, παίρνει ἕνα σκαλιστήρι καὶ τὰ σπάζει. Ἔτσι σπασμένα εἶναι ἀκόμα.9
Εἶχε εἰπεῖ τότε ἡ
Λουμπρίνα:
- Μὲ τὸ καλυμαύκι τοῦ
παπᾶ θὰ παίξουμε κλωτσοσκούφι!.
Ὁ ἄλλος ἀδερφὸς τοῦ Λουμπρὴ ὁ Κώστας, ὅταν πηγαίνανε
τ’ ἀδέρφια του στὴν Ἐκκλησιὰ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους, …μελαγχολοῦσε.
Ἡ συμπεθέρα, λοιπόν, ἡ Κολοβονικολάκαινα -πεθερὰ τοῦ ἀδερφοῦ του Γιώργη- τοῦ τό
’ταξε: - Γυναίκα θέλεις; Θὰ σοῦ φέρω!
Στὰ Γούπατα ἤτανε
παντρεμένη μὲ τὸν Σκουλαρίκη ἡ κουνιάδα της ἡ Χριστίτσα πούειχε νιὰ κόρη, τὴν
Παναγιώτα. Ἀρχινήσανε, ποὺ λέτε, νὰ τὰ συζητᾶνε. Στὴ νύφη, ποὺ δὲν εἶχε εἰδεῖ
τὸ γαμπρό, εἴπανε πὼς μνοιάζει τοῦ Δημοσθένη τοῦ ἀδερφοῦ του.
Ὁ Κώστας ἔτυχε τότε
νὰ πέσει ἄρρωστος ἀπὸ ἐλονοσία. Μόλις ξεγέρεψε,10 τόνε ντύσανε γαμπρό, τοῦ φορέσανε καὶ νιὰ ρεμπούμπλικα
Ἀμερικάνικη μὲ πλατὺ μπὸρ καὶ μνιὰ καὶ δυὸ
γιὰ τὴ νύφη. Μόλις τὸν εἶδε ἡ
Παναγιώτα, ἔτσι χλωμὸ καὶ ταλαιπωρημένο ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, κατεβαίνει στὸν
καταρράχτη11 καὶ λάκησε.
Ψάχνουνε νὰ ’ν τὴν
βροῦνε, τὴ βλέπει κάπου ὁ Λουμπρὴς καὶ τὴν παίρνει ἀπόκοντα μὲ νιὰ τσιάγκρα12
πούειχε, -«κάτσει, κάτσει!»- τῆς φώναζε.
Τέλος, τὴ φέρνουνε στὸ Λεφτίνι. Ἤτανε πολὺ γκρινιάρα κι ἄφηκ’ ἐποχή. Στὴν
κατοχὴ μάλιστα δικάστηκε ἀπὸ τὸ Λαϊκὸ Δικαστήριο ἕνα μήνα ἐξορία στὰ Πάνου
Γιανναίικα ὅπου …ρήμαξε τοὺς κήπους.
Γιοὶ τοῦ Ἀναγνώστη ἦταν ὁ Παναγιώτης, ὁ Γκίτας καὶ ὁ
Νικολάκης.
Ὁ Παναγιώτης παντρεύτηκε μικρὸς στὴν ἡλικία τὴν Πηνελόπη
τοῦ Κολοβαναστάση καὶ πῆρε σεβαστὴ περιουσία. Ἤτανε καλλίφωνος ψάλτης, ἅμα ὅμως
ἀρχίναγε τὴ βλαστήμια ἔλεγε τὸ «καντήλι του», ὅπως ὁ παπὰς τὸ «Κύριε ἐλέησον».
Στὸν κόσμο ἤτανε μελιστάλαχτος. «Πουλί μ’», ἔλεγε.
Ἔκανε Πρόεδρος τῆς Κοινότητας καὶ λένε πὼς ἔφαγε τὰ
ἐπιδόματα ποὺ δίνανε γιὰ τοὺς στρατεύσιμους κατὰ τοὺς πολέμους 1912-1922. Γλύτωσε
τὸ Παλαμήδι13 χάρις στὸ δικηγόρο του τὸν Χρ. Κατριβάνο.
Παροιμιώδη εἶναι τὰ βασανιστήρια ποὺ ἔκανε σ’ ἕνα μουλάρι
του. Τέτοια ἐφευρετικότητα καὶ σκληράδα θὰ ’ν τὴ ζήλευε κι ἕνας
ἐπαγγελματίας βασανιστής. Πέρναγε τὸ καπίστρι ἀπὸ τὸν νταῦρο14καὶ
τράβαγε τὸ κεφάλι τοῦ μουλαριοῦ μὲ τὸ σκοινί, τὸ σήκωνε ψηλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο
μέρος ἔδενε ἕνα κούτσουρο. Ἅμα ἤθελε τὸ ζωντανὸ νὰ κατεβάσει τὸ κεφάλι του γιὰ
νὰ ξεκουραστεῖ ἔπρεπε νὰ σηκώσει καὶ τὸ βάρος τοῦ κούτσουρου…
Ὁ Γκίτας, πολύτεκνος κι αὐτός, πέθανε νέος. Εἶχε δυὸ
γιοὺς δασκάλους. Τὸ Γιώργη καὶ τὸ Γιάννη.
Ὁ Νικολάκης ἤτανε ὁ πατέρας τῆς Ζωῆς, γυναίκας τοῦ Γιάννη
τοῦ Φίλιου τοῦ δάσκαλου.
Ὁ Νικολάκης ἤτανε πολὺ ἐργατικός. Ἄλλαξε τὴ ροὴ τοῦ
ρέματος στὰ Βαρκὰ γιὰ νὰ κερδίσει δυὸ μέτρα ἀμπέλι!...
-------------------------------------------------------------
1. προτιμῶ=(ἐδῶ)
προσκαλῶ τιμητικά.
2. περιοχὴ κοντὰ στὸν
Ἅγιο Νικόλα.
3. ἀρμουτζιά=ἀγκαθωτὸς
θάμνος.
4. Βαρκά=τοποθεσία στὸ
χωριό.
5. γούρνα=λάκκος
γεμάτος νερό.
6. Στὸν ἄτυχο
Ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897.
7. ἀνέμη=ἐργαλεῖο γιὰ
τὸ τύλιγμα τῶν νημάτων.
8. Ὁ ἐν Ἀθήναις
Σύλλογος πρόσφερε τὴν πλακόστρωση, ἀλλὰ τὸ «Ἐν Ἀθήναις», σίγουρα δημιουργοῦσε
πρόβλημα γιατὶ
ἡ Ἐκκλησία χτίστηκε μὲ προσωπικὴ ἐργασία
τῶν κατοίκων καὶ γενναία προσφορὰ τῶν ὁμογενῶν τῆς Ἀμερικῆς.
9. Ὁ γράφων εἶχε
προτείνει στὴ θέση τῶν σπασμένων πλακιδίων νὰ μπεῖ ἡ λέξη «ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ» καὶ ἡ ἐπιγραφὴ νὰ
γινόταν:
«ΔΑΠΑΝΑΙΣ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΛΕΠΤΙΝΑΙΩΝ». Δὲν τίθεται πλέον τὸ
ζήτημα, γιατὶ τὸ
δάπεδο
πλακοστρώθηκε πρὶν λίγα χρόνια ἐκ νέου μὲ ἄλλα σύγχρονα πλακάκια χωρὶς νὰ
ὑπάρχει ἐπιγραφή…
10. ξεγερεύω= ἀναλαμβάνω στὴν ὑγεία μου
μετὰ ἀπὸ ἀρρώστια.
11.
καταρράχτης=καταπακτὴ ἀπ’ ὅπου κατέβαινε κάποιος στὸ κατώι.
12.
τσιάγκρα=ἐμπροστογεμὲς μονόκανο ὅπλο.
13. Στὸ Παλαμήδι τοῦ
Ναυπλίου βρίσκονταν οἱ ποινικὲς φυλακές.
14.
(ν)ταῦρος=τὸ κεντρικὸ δοκάρι ποὺ στήριζε τὸ πάτωμα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου