ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
Μιλήσαμε γιὰ τὶς
ρίζες τῆς οἰκογένειας. Ὁ Μῆτρος πολέμησε κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ ’21 καὶ
φαίνεται ὅτι διέπρεψε γιατὶ παρασημοφορήθηκε ἀπὸ τὸν Ὄθωνα. Ὁ γιός του
παράλληλα μὲ τὸ ἐπώνυμο Βρῶτσος γραφότανε καὶ Μητρόπουλος. Μὲ τὸν καιρὸ ἔμεινε
μόνο τὸ Μητρόπουλος.
Ὅταν μετά ’πὸ χρόνια ἀρχινήσανε οἱ διαμαρτυρίες καὶ οἱ
στάσεις κατὰ τῆς διακυβερνήσεως τοῦ Ὄθωνα, ὁ ἀπόηχος ἔφτασε μέχρι τὸ Λεφτίνι.
Οἱ συζητήσεις καὶ οἱ συνομωσίες δίνανε καὶ παίρνανε ἀνάμεσα στοὺς παλιοὺς
ἀγωνιστές.
Ἕνα βράδυ ὁ Μῆτρος, ἀφοῦ τὰ ἔτσουξε γερὰ μὲ τὴν παρέα του
ἀπὸ κάποια ζάρα1 καὶ τὸν
ἔπιασε ἡ παλληκαριὰ καὶ τὸ πατριωτικό του, πάει στὸ σπίτι του καὶ φοβέριζε,
βλαστήμαγε καὶ χτυπιότανε.
- Μῆτρο μου, τί ἔπαθες; ρωτάει ἡ γριὰ Μήτραινα.
- Ἄσε με μωρ’ ἀδερφή, τῆς λέει, καὶ φύγε ἀπὸ μπροστά
μου!...
- Χριστὸς κι ἡ Παναγιὰ Μῆτρο μου, τί ἔχεις; Νὰ σὲ
λιβανίσω;
- Τί ἔχω; Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἐμεῖς σκοτωθήκαμε νὰ διώξουμε τὸν
Τοῦρκο κι οἱ ξένοι μᾶς φέρανε τὸ Γερμανὸ στὸ σβέρκο μας!...
- Καὶ τί νὰ γινότανε Μῆτρο μου; ρώτησε ἡ κακομοίρα ἡ
Μήτραινα.
- Ἄπ!, τί νὰ γινότανε; Νὰ κάνανε ἕν’ ἀπὸ μᾶς Βασιλιά. Νά,
καὶ μένα νὰ κάνανε, καλύτερος θελάημουνα.
Ἐντυπωσιάστηκε ἡ γριά, τὸν κοίταξε μὲ περιέργεια καὶ
ρώτησε:
- Κι ἅμα σὲ κάνανε ’σένα Βασιλιά, τί θά ’κανες Μῆτρο μου;
Σηκώνετ’ ἀπάνου ὁ Μῆτρος κι ὅπως τὸ σπίτι ἤτανε
χαμοκέλλα,2 δίνει ἕνα
σάλτο κι ἀνεβαίνει στὴν κόρδα.3
Πηδάει μετὰ χάμου, ξανανεβαίνει, ξαναπηδάει, πολλὲς φορές. Τὸν τήραγε ἡ
κακομοίρα ἡ Μήτραινα, κούνησε τὸ κεφάλι της καὶ τοῦ λέει:
- Ἄχ, Μῆτρο μου, ἅμα ἔκανες τέτοια πράματα δὲ θὰ σὲ
λέγανε βασιλιά, μὰ ζουρλοβασιλιά!...
Ἔτσι ἔμεινε καὶ τοὺς Μητροπουλαίους τοὺς λέγανε καὶ
«ζουρλοβασιλιάδες».
Ὁ Μῆτρος εἶχε τὸν
Κώστα. Ὁ Κώστας πάλι ἄφησε δυὸ γιούς, τὸν Γιώργη, ποὺ πέθανε στὰ 1897 στὸ
στρατό, καὶ τὸν Θοδωράκη. Ὁ γερο Θοδωράκης ἦταν ὀνομαστὸς «κυνηγός».4
Χήρεψε νέος.
Κάποτε τάειχε μὲ τὴ Γιωργάκαινα. Ὁ Πετρουλογληγόρης, ποὺ
εἶχε πάρει ἀδερφή του, τὸ ἤξερε καὶ τοῦ ’κανε πλάτες.
Ὁ Γιωργάκης, λοιπόν, μνιὰ ἡμέρα, τρούπαγε νι’ ἀλετροπόδα5 στὴν αὐλὴ κι ὁ Θοδωράκης
ἤθελε νὰ πάει πάνου στὸ σπίτι στὴ Γιωργάκαινα. Πάει ὁ Πετρουλογληγόρης πιάνει
τὴν κουβέντα στὸ Γιωργάκη, -τσιούπ- μπαίνει ὁ Θοδωράκης στὸ σπίτι. Βρίσκει τὴ
Γιωργάκαινα σκυμένη στὸ πανεθύρι,6
ν’ ἀγναντεύει τὸν ἄντρα της στὴν αὐλή.
Πάει ὁ Θοδωράκης νὰ κάνει τὴ δουλειά του, λέει ἡ
Γιωργάκαινα:
- Στραβὰ τὴν πᾶς μωρὲ κακομοίρη!...
- Θὰ ’ν τὴ φκιάσω καὶ ἴσια…, ἀπαντάει ὁ Γιωργάκης ἀπὸ τὴν
αὐλὴ νομίζοντας πὼς μιλάει γιὰ τὴν ἀλετροπόδα...
Ἄλλη φορὰ στὶς Σίκαλες7
ἀντάμωσε μὲ νιὰ φιλενάδα του. Τὴ στρώνει λοιπὸν χάμου, ἀλλὰ πρῶτα ἤθελε νὰ ’ν
τὴ ζωγραφίσει γδυτὴ στὸ πλατάνι μὲ τὸ σογιά.8 Ἤτανε καὶ καλλιτέχνης…
Ζωγράφιζ’ ὁ γερο Θοδωράκης, ζωγράφιζε καὶ ποῦ νὰ
τελειώσει. Τὸ…μοντέλο του εἶχε ἀποκάμει περιμένοντας. Ἐπὶ τέλους ρωτάει ὁ
γέρος:
- Μνοιάζει;
- Ἔ, τοῦ λέει, τράβα στὴ μέση καὶ νιὰ σογαδίτσα…
Κάποτε ὁ γερο Θοδωράκης κοιμότανε στὸ χαγιάτι. Τὴ νύχτα,
κάπως γύρισε καὶ πάρ’ τον κάτου στὴν αὐλή.
Ξερὸς ὁ γέρος. Μαζώχτηκε τὸ χωριό, ἦρθε κι ὁ συμπέθερός του ὁ Βρωτσόγιαννης.
Πάει κοντὰ καὶ ’κεῖ ποὺ τὸν τρίβανε τὸ γέρο νὰ συνέρθει, φανήκανε τ’ ἀχαμνά
του. Τ’ ἀκουμπάει ὁ Βρωτσόγιαννης μὲ τὴ μαγκούρα καὶ τοῦ λέει:
- Πτού, πτού, ρὲ συμπέθερε, μὲ τοῦτο τὸ ’ργαλεῖο κάνεις
τὶς δουλειές;
Νιὰ φορὰ στὸ μύλο στὸ Δυρράχι, ὁ γερο Θοδωράκης θέλησε νὰ
πειράξει τὸν γερο Πουλακίδα, μυλωνὰ στὴν Ταράτσα.9
- Ἐσεῖς οἱ Δορραχίτες εἴσαστ’ οὗλοι σαλεμένοι, τοῦ λέει.
Γελώντας ὁ γερο Πουλακίδας τοῦ λέει:
- Ἐγὼ ξέρω στὸ Λεφτίνι ἕνα σπίτι πού ’χει τρεῖς ζουρλούς…
Ἐννοοῦσε τὸν πατέρα του, τὴ μάνα του Γιαννούλα τὸ γένος
Π. Φίλιου καὶ τὸν ἴδιο.
- Γιὰ ποιούς λές, ρωτάει ὁ Θοδωράκης, γιὰ τοὺς
Παπαδαίους;
- Τί γυρεύεις ἐκεῖ πάνου…, ἀπαντάει ὁ Πουλακίδας.
- Τοὺς Βρωτσαίους;
- Τί θέλεις ἐκεῖ…
Τοὺς μνημόνεψε ὅλους ὁ γέρος παρεκτὸς ἀπ’ τοὺς δικούς του
καὶ ζήτησ’ ἀπ’ τὸ γερο Πουλακίδα νὰ τοῦ εἰπεῖ, μὰ ’κεῖνος δὲν ἀποκρινότανε.
Ὅταν φόρτωσε τ’ ἄλεσμα κι ἤτανε νὰ φύγει, τοῦ λέει ὁ γερο Πουλακίδας.
- Γιὰ κείνους ποὺ ρωτᾶς, εἶναι στὴ μέση στὸ χωριό…
Τότε νογήθηκε10
ὁ γερο Θοδωράκης καὶ τὸ φύσαγε καὶ δὲν κρύωνε.
Ὁ γερο Θοδωράκης ἤτανε λαίμαργος. Ὅταν ἔβρισκε κάτι ποὺ
τοῦ ἄρενε11τοῦ ’δινε καὶ
καταλάβαινε. Κάποια φορὰ θά ’φαγε ποιὸς ξέρει πόσο καὶ τὸν ἔπιασ’ ἡ
κοιλιά του. Φωνάζει τότες δυὸ γριὲς γειτόνισσες νὰ ’ν τοῦ κάνουνε κλύσμα. Ἐκεῖ
ποὺ τὸν εἴχανε τὸ γέρο καὶ τὸν ταχτοποιούσανε ἀνοίγει ἡ πόρτα καὶ μπαίνει ὁ
ἐγγονός του ὁ Λεωνίδης. Βάνει τὴ φωνή.
- Ἔ, πώ, πώ!...γιατὶ ρὲ παππούλη μὲ ντροπιάζεις;
Σαράντα
πυρετὸ ἔκανε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴ ντροπή του.
Ὁ γερο Θοδωράκης νιὰ φορὰ ἔπαθε λαχτάρα ἀπὸ τὴ Σκανταλοδημητροῦ.
Ἀφοῦ ξέβγαλε12 τὸ μουλάρι
του ὁ γέρος στοῦ Λοσιεβῆ13
ξάπλωσε κάτου ἀπὸ ’να πουρνάρι. Ἀπὸ ’κεῖ ἦτανε πέρασμα. Σὲ λίγο, νά κι ἡ
Δημητροῦ μὲ πεντέξι μουλάρια μπροστὰ κι ἕνα τραβώντας. Πήγαινε νὰ ’ν τὰ
ξεβγάλει. Χαιρέτησε τὸ γέρο καὶ προσπέρασε. Ἄφησε τὰ μουλάρια στοῦ Κουτούλη τὴ
Λάκκα14 κι ἐρχότανε μὲ τὴν καπιστράδα στὰ χέρια.
Πλησίασε τὸ γέρο καὶ τοῦ λέει:
- Χάιντε, μπάρμπα,
νὰ φύγουμε…
Ὁ γερο Θοδωράκης τὸ νόμισε γιὰ εὐκαιρία καὶ
πῆγε νὰ ’ν τὴν πιάσει ἀπὸ τὸ πόδι. Δὲ χάνει καιρὸ ἡ Δημητροῦ, τὸν ἀρχινάει μὲ
τὴν καπιστράδα καὶ τοῦ ’κανε τὰ μοῦτρα παζάρι.
Γύρισε
μπλαβισμένος ὁ γέρος καὶ δικαιολογήθηκε πὼς τὸν γκρέμισε τὸ μουλάρι…
Ὁ γερο Θοδωράκης, θὰ ἤτανε μετὰ τὸ 1925, πέτυχε κάπου νιὰ
ἐφημερίδα τοῦ 1912!. Διαβάζει ὁ γέρος γιὰ τὸν πόλεμο15, ζουρλάθηκε.
Πάει πηλάλα στὸ Κρίτσιαλο16
ποὺ ὄργων’ ὁ γιός του ὁ Δημήτρης καὶ βάνει τὶς φωνές.
- Ἔλα μωρ’ ἀδερφέ, ἐδῶ καίγετ’ ὁ κόσμος κι ἐσὺ κάθεσαι κι
ὀργώνεις!...
Ὁ Δημήτρης ὁ γερο Καραϊσκάκης, γιὸς τοῦ Θοδωράκη, γνώριζε
καλὰ τὴν ἱστορία τοῦ «ζουρλοβασιλιά».
Στὰ γεράματά του κι ἐνῶ ἔμενε στοῦ γαμπροῦ του, πήγαινε
πολλὲς φορὲς στὸ πατρικό του. Ἅμα τόνε ρώταγε κανένας –«ποῦ πᾶς μπάρμπα
Μήτσιο;»- ἀπάνταγε: -«Πάνου στ’ ἀνάκτορα!...».
Ἐκεῖνα τὰ χρόνια, τὰ σπίτια στὰ χωριὰ ἤτανε μόλις δυὸ δωμάτια.
Ἡ «ἀρχιτεκτονική» τους ἤτανε ἴδια παντοῦ. Τὸ «πάτωμα», διαστάσεων συνήθως
6Χ4,70 μ. καὶ τὸ παραγώνι, (τὸ «τζιάκι»),διαστάσεων 2,50Χ4,70 μ.Ὅλες σχεδὸν οἱ οἰκογένειες
ἤτανε πολύτεκνες, βλέπετε δὲν εἶχε ἐφευρεθεῖ ἀκόμα ἡ …τηλεόραση. Καταλαβαίνει ὁ
καθένας πὼς ἡ συγκατοίκηση τόσων ἀνθρώπων σ’ ἕνα χῶρο περιορισμένο ἤτανε πολὺ
δύσκολη. Στὸ ἕνα μέρος τοῦ παραγωνιοῦ κοιμότανε ὁ παππούλης μὲ τὴ γιαγιά, στὸ
ἄλλο τὸ ἀντρόγυνο κι ὅλοι οἱ ἄλλοι στρωματσάδα. Ἅμα δὲ τύχαινε νὰ ἔχουνε καὶ
κανένα παιδὶ τους παντρεμένο, τότε πιὰ ἄστα-βράστα. Σκεφτεῖτε ἅμα θέλανε νὰ
συνευρεθοῦν…
Στοῦ Κωστοθοδωράκη τοῦ
Μητρόπουλου, ἡ γιαγιά, ἡ γριὰ Κώσταινα, κοιμότανε στὸ ἕνα μέρος τοῦ παραγωνιοῦ,
στὸ ἄλλο ὁ Θοδωράκης μὲ τὴ γυναίκα του τὴ Ζωή. Εἶχε παντρευτεῖ κι ὁ γιός του ὁ
Δημήτρης ὁ Καραϊσκάκης μὲ τὴν Ἑλένη Λεων. Κεφάλα. Ἄλλο στρῶμα στὸ πάτωμα γιὰ τὰ
νιογάμπρια!… Ἀπὸ τ’ ἄλλα παιδιὰ τοῦ Θοδωράκη, μαζί τους ἤτανε ἡ Βασίλω, κοπέλα
τῆς παντρειᾶς, ἡ μετέπειτα Ραδίκιαινα, καθὼς κι ὁ Παναγής, φερμένος ἀπὸ
στρατιώτης. Δὲν μποροῦσαν οὔτε νὰ …πορδίσουν.
Βέβαια οὔτε
κουβέντα νὰ γίνεται γιὰ ἀτομικὴ καθαριότητα. Νὰ εἰδεῖτε τὶ ἔπαθε σχετικὰ μ’
αὐτὸ ὁ Δημήτρης ὁ Καραϊσκάκης μὲ τὴν Καραΐσκαινα. Πάθανε τέτοια λαχτάρα ποὺ τὴ μολογάγανε μέχρι τὰ γεράματά
τους.
Ἤτανε Ἰούνιος καὶ πήγανε νὰ γαλαζώσουνε17 τ’ ἀμπέλι στὴν Πλατάνα.
Τὸ ρέμα ἐκεῖ κοντὰ εἶχε νερὸ καὶ τὸν Ἰούνιο καὶ νιὰ γούρνα ἤτανε γιομάτη. Ἐκεῖ
κατὰ τὸ μεσημέρι ἀποφασίσανε νὰ μπανιαριστοῦνε. Γδυθήκανε, λοιπόν, καὶ μπήκανε
στὴ γούρνα.
Ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ πλεύρωμα ἄρχισε κάτι νὰ κυλιέται καὶ -
πλάτς! – πέφτει μέσ’ τὴ γούρνα. Σαστισμένος ὁ Δημήτρης λακάει ξεβράκωτος, σὰν
τὸν Ἀδάμ, καὶ χώνεται στὸ λόγγο, ἐνῶ ἡ
Ἑλένη λούμωξε18 μέσ’ τὴ
γούρνα…
Τηράει ἡ Ἑλένη, τί νὰ εἰδεῖ!. Αὐτὸ ποὺ τοὺς ἔκοψε τὴ χολὴ
δὲν ἦταν παρὰ νιὰ χελώνα. Ποιός ξέρει γιατὶ ἔχασε τὴν…ἰσορροπία της.
- Ἔλα πίσω, μωρὲ κακομοίρη, φωνάζει τοῦ ἄντρα της, νιὰ
χελώνα μᾶς λαχτάρησε!...
Ἡ Ἑλένη ἡ Καραΐσκαινα ἢ ἀλλιῶς Κωστομήτσιαινα, ἤτανε
γυναίκα μὲ τεράστια περιέργεια, ὅπως μολογάει κι ἡ δυχατέρα της ἡ Γιαννούλα, ἡ
γυναίκα τοῦ Βασίλη τοῦ Κολοβοῦ. Σὲ κάθε κίνηση στὸ δρόμο ἢ ψίθυρο ποὺ
ἀντιλαμβανότανε ἔκοβε κάθε ἄλλη κουβέντα καὶ σηκώνοντας τὸ δάχτυλο ἔλεγε:
- Γιὰ σώ…! 19
Δὲν λέει ἡ παροιμία πὼς ἡ περιέργεια σκότωσε τὴ γάτα; Ἔ,
κάπως ἔτσι τό ’παθε νιὰ φορὰ καὶ ἡ Καραΐσκαινα.
Εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ ὁ Θύμιος ὁ Φίλιος
κι ἔμενε στὸ σπίτι τοῦ ἀδερφοῦ του τοῦ Μπότη. Μαθημένος ἀλλιῶς ὁ ἄνθρωπος δὲν
μποροῦσε νὰ βολευτεῖ γιὰ νὰ κάνει τὴ χρεία του στὸ πρωτόγονο ἀποχωρητήριο χωρὶς
λεκάνη καὶ γιὰ νὰ τὸν διευκολύνουνε τοῦ βάλανε ἕνα κιούπι20…
Κοντὰ στὸ σπίτι τοῦ Μπότη γινότανε ρούγα καὶ
μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες ἤτανε κι ἡ Καραΐσκαινα. Εἶδε τὸ κιούπι ἀφημένο παρέκει,
σκεπασμένο μὲ ἕνα σανίδι καί…ἔ, νὰ μὴ μάθει τὶ περιέχει;… Πάει, ποὺ λέτε, καὶ
χώνει τὸ χέρι της μέσα…κι ἐνημερώθηκε πλήρως γιὰ τὸ περιεχόμενο!.
____________________________________
1.
ζάρα=(λέξη ἰταλική) πήλινο δοχεῖο καρπῶν, λαδιοῦ ἤ κρασιοῦ. Ἕνα μεγάλο πιθάρι.
2.
χαμοκέλλα=χαμόσπιτο.
3.
κόρδα=τὸ κεντρικὸ ξύλινο δοκάρι στὸ ὁποῖο στηριζόταν ἡ σκεπὴ τοῦ σπιτιοῦ.
4.
κυνηγός=(μεταφ.) γυναικάς.
5.
ἀλετροπόδα=μέρος τοῦ ἀλετριοῦ.
6.
πανεθύρι (καὶ παρεθύρι)=παράθυρο.
7.
Σίκαλες=τοποθεσία στὸ χωριό, ὅπου οἱ Μητροπουλαῖοι εἶχαν ἀμπέλι.
8.
σογιάς=σουγιάς.
9.
«Ταράτσα»=τὸ ὄνομα τοῦ μύλου.
10.
νογάω=ἐννοῶ.
11.
«τοῦ ἄρενε»=τοῦ ἄρεσε.
12.
ξεβγάνω (ζῶα)=ὁδηγῶ τὰ ζῶα σ’ ἕνα χέρσο μέρος ὅπου βόσκουν ἐλεύθερα. (Τὸ
«ξέβγαλμα» συνηθιζόταν
κατὰ τοὺς καλοκαιρινοὺς μῆνες ποὺ τὰ
χωράφια δὲν ἦταν σπαρμένα).
13,14.
τοπωνύμια στὸ χωριό.
15. Βαλκανικοί πόλεμοι.
16. Κτὴμα τους μέσα στο χωριό.
17. γαλαζώνω=«ρεντίζω μὲ γαλαζόπετρα»=ραντίζω
μὲ διάλυμα θειικοῦ χαλκοῦ.
18. λουμώνω= κρύβομαι καὶ σιωπῶ συστελλόμενος,
μαζεμένος κουβάρι.
19. «Γιὰ σώ…!»=«γιὰ σώπα!». Διέκοπτε καί…τὸν
ἑαυτό της γιὰ νὰ μὴ χάσει οὔτε κεραία.
20. κιούπι=πιθάρι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου