ΚΤΗΤΟΡΙΚΟΝ και ΑΝΕΚΔΟΤΑ του ΛΕΠΤΙΝΙΟΥ ΑΡΚΑΔΙΑΣ - 8

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ  ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ



Ὁ Δημήτρης ὁ Παπαδόπουλος, ἀπὸ τὸν Ἄκοβο, παντρεύτηκε τὴ Γιαννουλίτσα, μοναχοκόρη τοῦ Γιάννη Κολοβοῦ τοῦ Λιᾶ, ποὺ πιάστηκε αἰχμάλωτος ἀπὸ τὸν Ἰμπραήμ.
Ἤτανε γερὸς ἄντρας. «Εἴκοσι δεμάτια στούμπαγε1 μονομερὶς καὶ τά ’κανε ἄχερο. Ὅσο ἔνα καλὸ μουλάρι!», λέγανε.

τανε καλὸς δουλευτὴς ὁ Δημήτρης. Κληρονόμησε στὸν Ἁγιάννη τὰ καλύτερα χτήματα. Τὰ καλοκαίρια καθότανε ὁλομερὶς καὶ δούλευε. Ἡ Γιαννουλίτσα μαγέρευε καὶ τοῦ πήγαινε φαΐ.
Νιὰ ἡμέρα, Αὔγουστος μήνας, στοῦ Καρήγιαννη2 τὴν ἀνταμώνει ὁ Πετρουλοστάθης.
- Ποῦ πᾶς Δημητροῦ;
- Πάω φαῒ τοῦ Δημήτρη.
- Μὴν πᾶς, ὁ Δημήτρης πάει στὸν Ἄκοβο.
Ἀπονήρευτη ἡ Γιαννουλίτσα γύρισε πίσω. Περίμενε ὁ Δημήτρης, περίμενε, ἦρθ’ ἀπόγιομα, ἀπελπίστηκε. Γιομίζει τὴν ποδιὰ τοῦ πουκαμίσου του πέτρες, ἔρχεται στ’ ἁλώνι κι ἀρχινάει τὸ σπίτι μὲ τὶς πέτρες. Πετάγετ’ ὄξω ἡ Γιαννουλίτσα.
- Χριστὸς κι ἡ Παναγιὰ Δημήτρη μου, τί ἔναι; 3
Ὥσπου νὰ καταλάβει ὁ Δημήτρης γιατὶ δὲν πῆγε τὸ φαΐ, μαζώχτηκ’ ὁ κόσμος κι ὁ Πετρουλοστάθης ἀκόμα γελάει.

Ὁ Δημήτρης εἶχε τρεῖς γιούς. Τὸν Νικολάκη, τὸν Γιάννη καὶ τὸν Γιώργη.

Νικολάκης ἤτανε δάσκαλος στὴν Ἀλαγονία. Ἀδυναμία του οἱ γυναῖκες. Ἅμα ἔβλεπε κάνα κορίτσι ποὺ τοῦ γυάλιζε, ἔκλεινε τὸ μάτι κι ἔκανε ὅπως κάνει τό…τραγί. Κι ἡ γυναίκα του, ἡ Μαρίνα, τὸν εἶχε γιὰ πολὺ γυναικά. Κάποτε π’ ἀρρώστησε, τούλεγε:
- Ζούπα4 με, γέρο, ζούπα με γιατὶ θὰ γλέπεις τὶς γυναῖκες τοῦ κόσμου καὶ  θὰ σὲ πιάνει σ’ ἄλλη μεριά.5

Κάποτε τὸ μεγάλο γουρούνι τῆς Μαρίνας ἔφαγε τὸ μικρό. Ἡ Μαρίνα δὲν ἔπαυε νὰ λέει τοῦ γέρου της:
- Γέρο, πότε θὰ πᾶμε στὸ παζάρι νὰ φέρουμε κρεμμύδια καὶ σπέτσες6 νὰ φᾶμε τό… φονιά;

Εἴχαν’ ἕν’ ἀρνὶ μαῦρο, τὸ «Λαγά». Θὰ ’ν τὸ πηγαίνανε στὸ παζάρι νὰ ’ν  τὸ πουλήσουνε, νὰ κάνουνε καὶ κάτι ψώνια. Λέει ἡ Μαρίνα:
- Γέρο, μόλις πουλήσουμε τὸ Λαγά μας θὰ πάρουμ’ ἕνα γκασγκανέλι7…, ἕνα ζευγάρι παπούτσια…
Σιώπαγε ὁ Νικολάκης.
- …θέλω νὰ μοῦ πάρεις καὶ νιὰ ζακέτα!...
- Ἄ, ἄ, θὰ πάρουμε κι ἕνα μουλαρόπλο!..., τὴν προγκάει ὁ Νικολάκης.

Γιώργης ἤτανε λίγο χαζός. Ὅταν παντρευτήκανε τ’ ἀδέρφια του μελαγχόλησε…Ὅταν τόνε στέλνανε γιὰ νερὸ στὴ Γουρνίτσα (ἐκεῖ ποὺ τώρα εἶναι τὸ Τριλαγαναίικο πηγάδι) ξέσπαγε. Ἔσκυβε νὰ πάρει νερὸ κι ἐφώναζε:
- Ἀσταύωτη8 Μαρίνα χειμώνα καλοκαίρι!.
Τά ’βαζε μὲ τὴ Μαρίνα γιατὶ ἦταν τὸ δυναμικὸ στοιχεῖο τῆς οἰκογένειας.
Πάει λοιπὸν στὸν πατέρα του καὶ τοῦ παραπονέθηκε γιατὶ δὲν τὸν παντρεύει. Ὁ γερο Δημήτρης ἤξερε τὶ ἄνθρωπο εἶχε, σκέφτηκε καὶ τούειπε:
- Γιώργη, νά ἕνα στειλιάρι, νὰ ’ν τὸ πελεκήσεις καὶ νὰ στειλιώσεις τὸ ξινάρι. Ἅμα τὰ καταφέρεις θὰ σὲ παντρέψω.
Τὸ πῆρ’ ὁ Γιώργης πρόθυμα τὸ στειλιάρι, τὸ πελέκησε καὶ στὸ κάτω μέρος μάλιστα τοῦ ’κανε καὶ…λαιμό. Ὅταν τὸ πέρασε τὸ ξινάρι, γύρναγε γύρω-γύρω…
Τὸν πῆρε τότε ὁ Δημήτρης καὶ τὸν πῆγε στὸ μαναστήρι στοῦ Μπούρα. Ἔγιν’ ἐκεῖ καλόγερος μὲ τ’ ὄνομα Γερμανός.
Τὸνε στέλνει κάποτε ὁ ἡγούμενος γιὰ δουλειά.
- Χάει στὸ διάβολο, δὲν πάω!..., τοῦ λέει ὁ Γιώργης.
Νεύριασ’ ὁ ἡγούμενος κι ὅπως κράταγε τὸ κλειδὶ τῆς ὀξώπορτας τοῦ τὸ χουγιάζει9κοντά. Τὸν πέτυχε στὸ μελίγγι καὶ τόν σκότωσε. Ἔχασε κι ὁ καλόγερος τὴν ψυχή του…

Κάποτε ἡ γριὰ Τριλαγανογιαννοῦ μὲ τὴ συνυφάδα της παινεύανε τὰ παιδιά τους.
- Καλὸς ὁ Λιάς μου, ἔλεγ’ ἡ Μαρίνα, χαρά στην ποὺ θὰ ’ν  τόνε πάρει!.
- Καλὸς ὁ Λιάς, Νικολάκαινά μου, λέει ἡ Γιαννοῦ, μὰ ἔχει ἄσπρα μουστάκια…
 - Σώπα, Γιαννοῦ μου, τὴν ἔκοψε ἡ Μαρίνα, ὁ Λιὰς θὰ βγάλει πρῶτα τὶς ἄσπρες καὶ στερνὰ τὶς μαῦρες!...
- Καλὸς ὁ Κώτσιος, λέει ἡ Γιαννοῦ, μὰ δὲν μπορεῖ νὰ τραγουδήσει.
- Τί λές, Γιαννοῦ μου; Ἐψὲς πῆγε καταπάνου στὴ Γουρνίτσα ποὺ ἔχουμε τὸ βαγένι νὰ ’ν τὸ πλύνουμε κι ἔβαλε τὸ στόμα του στὴν τρούπα τοῦ βαγενιοῦ καὶ νὰ εἰδεῖς πῶς τό ’λεγεεε!...

Τριλαγανογιαννοῦ ἦτανε καὶ μαμμή. Ἀρρώστησε κάποτε ἡ Μαριά, ἡ κόρη της, ἀπὸ γυναικολογικά. Ὁ γιατρὸς τῆς εἶπε νὰ ἀπέχει γιὰ λίγο ἀπὸ τὸν ἄντρα της τὸ Φίλιππα. Πῆγε κι ἡ Γιαννοῦ, τὴν εἶδε κι ὅταν γύρισε τὴ ρώτησαν οἱ Πετρουλούδισσες τὶ γίνεται μὲ τὸ Φίλιππα.
- Γυναῖκες μου, ἀποκρίθηκε, τώρα τοῦ ’βαλ’ ὁ γιατρὸς κρικελίτσα!...

Οἱ Παπαδοπουλαῖοι φημίζονταν γιὰ τὴ λαιμαργία τους καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς εἴπανε Τριλαγαναίους (ἤ Κριλαγαναίους).

Παναγιώτης, γιὸς τοῦ Νικολάκη, ἔπαθε λαχτάρα μὲ τὰ μακαρούνια.10 Ἤτανε Τυρινή. Φκιάσανε τὰ μακαρούνια, φάγανε τὸ βράδυ, ἔμεινε καὶ μισὸ τεψί.11
Ντυθήκανε μπαρμποῦτες, πήγαν’ ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, χαιρετίσανε, χορέψανε μέχρι τὰ μεσάνυχτα -ἔτσι συνηθιζότανε τότε- καὶ γυρίσανε σπίτι. Ξημέρωνε Καθαροδευτέρα καὶ φυσικὰ νηστεία. Νὰ ’ν τὰ πετάξουνε τόσα μακαρούνια; Ἁμαρτία ἀπ’ τὸ Θεό. Τὰ πιάνει τότ’ ὁ Παναγιώτης καὶ τὰ… καθάρισε.
Ὅταν ὅμως ξάπλωσε, ποῦ νὰ κλείσει μάτι! Μούγκριζε, στριφογύρναγε κι ὥσπου νὰ νογηθεῖ ἡ γυναίκα του ἡ Βασίλω, ἄρχισε νὰ μελανιάζει. Κακὸ πό ’παθε! Μπήγει τὶς φωνὲς ἡ Βασίλω. Πετάγετ’ ἀπάνου ὁ ἀδερφός του ὁ Λιάς – τὸ σπίτι τὸ χώριζε νιὰ μισάντρα12- καὶ πάει δίπλα. Τί νὰ κάνει; Παίρνει ’να καλαμποκάνι13 κι ἀρχίνησε νὰ τὸν φυσάει ἀπὸ πίσω γιὰ νὰ βγάλει τὰ μακαρούνια ἀπὸ τὸ στόμα. Ἔβγαλε, λέει, μέχρι κι ἀπὸ τὸν ἀφαλό…

Μαζέψανε, ποὺ λέτε, οἱ γυναῖκες τὰ μακαρούνια σ’ ἕνα τεψὶ καὶ τὰ ρίξανε στὴν αὐλὴ νὰ ’ν τὰ φᾶνε οἱ κότες καὶ τὸ γουρούνι.
Ξημέρωσε ἡ Καθαροδευτέρα κι ἐπειδὴ ’κεῖνα τὰ χρόνια γινότανε στὸ χωριὸ καλὸ καρναβάλι, ἦρθ’ ἀπὸ τὸν Ἄκοβο κι ὁ κουνιάδος τοῦ Παναγιώτη ὁ Γκάνης. Μπαίνει στὴν αὐλή, βλέπει τὰ μακαρούνια.
- Τέλος πάντων, λέει, τοῦτες οἱ γυναῖκες δὲν ἔχουνε τὸ Θεό τους μὲ τὴν πλεονεξία τους. Ἕνα ζυμωτὸ τὸ φκιάσανε μακαρούνια καὶ τὰ μισὰ πέρσεψαν!...

Παναγιώτης ὁ Κριλαγάνης, ποὺ μιλᾶμε, νιὰ φορὰ στὴ Θουρία μὲ τὸ Γιώργη τὸ Βρῶτσο στρώσανε κάτου ἀπὸ νιὰ μουριὰ ἕνα λιόπανο, τινάξανε τὴ μουριὰ καὶ γιομίσανε ἕνα πούργι14μοῦρες.15
  Ἔφαγε κι ὁ Γιώργης, ἀλλὰ ποῦ νὰ εἰδεῖτε τὸν Παναγιώτη! Γιόμιζε τὶς χοῦφτες καὶ χωρὶς νὰ τηράει -χλάπ- κάτου. Οἱ μοῦρες ὅμως εἴχανε καὶ καμπόσα χρυσομπούρμπουνα ’πάνω τους…

τυχε νιὰ χρονιὰ τῆς Πεπαντῆς, ποὺ γιορτάζουνε οἱ Παναγιώτηδες, νὰ βρέχει πολὺ καὶ ἡ «Μαρίνα»16- τὸ ρέμα ποὺ χωρίζει τὰ Κουμουτσαίικα καὶ τὰ Βρωτσαίικα ἀπὸ τ’ ἄλλο χωριό17- εἶχε φουσκώσει. Πῶς νὰ περάσουν γιὰ νὰ πᾶνε νὰ χαιρετίσουνε τὸν Παναγιώτη στὰ Τριλαγαναίικα;
Ὁ γερο Καραΐσκος, ὁ γερ’ Ἀντώνης ὁ Κεφάλας κι ὁ Παναγιώτης ὁ Φίλιος ὁ Καραγιάννης καταφέρανε μὲ τὰ πολλὰ νὰ περάσουν μέσα ἀπὸ τοὺς κήπους καὶ νὰ πᾶνε στὸν Παναγιώτη βρεμένοι ὡς τὸ κόκκαλο.
Πήγανε, χαιρετίσανε, τὰ κοπανήσανε18 καὶ γυρίσανε στὸ σπίτι τους.
Φτιαγμένος ἀπὸ τὸ κρασὶ ὁ Καραΐσκος λέει στὴ γυναίκα του τὴν Ἑλένη, ξαδέρφη τοῦ Παναγιώτη τοῦ Τριλαγάνη:
- Φέρε μου γριὰ τὰ ροῦχα μου ν’ ἀλλάξω…, γιατὶ ’κεῖνον τὸ χριστιανὸ κακὰ ἐκάμαμε ἐκεῖ ποὺ τὸν ἔχουμε. Ταχιά, ἅμα ξημερώσει, νὰ πᾶμε νὰ ’ν τόνε φέρουμε ἐδῶ κοντά. Συνοννοηθήκαμε μὲ τὸν Καραγιάννη νὰ μὴν πινιγόμαστε ἅμα πᾶμε νὰ ’ν τὸν χαιρετίσουμε.
- Κοιμήσου γέρο, τοῦ λέει ἡ Καραΐσκαινα, καὶ ταχιὰ ἅμα ξημερώσει θὰ εἰδοῦμε…
Τὸ πρωὶ φωνάζει ὁ Καραγιάννης.
- Μήτσιο, τί εἴπαμε τὸ βράδυ; Θὰ πᾶμε γιὰ τὸν Παναγιώτη;
Ὁ Καραϊσκάκης, ποὺ τοῦ ’χε περάσει τὸ κρασὶ καὶ τόειχε ξεχάσει, τοῦ λέει:
- Ἄσ’ το, ρὲ Παναγιώτη, νὰ καλοσυνέψει ὁ καιρὸς καὶ βλέπουμε…

Ὁ Λιάς, γιὸς τοῦ Νικολάκη κι αὐτός, παντρεύτηκε δυὸ φορές. Ἡ πρώτη του γυναίκα ἦταν ἀπὸ τὸ Δυρράχι, ἡ Τασιὼ τοῦ Γκωλέτη.

ταν φέρανε τὴν Τασιὼ νύφη καὶ τὴν κατεβάσαν’ ἀπὸ τὸ μουλάρι, κρατοῦσε τὴ νουρὰ τοῦ νυφικοῦ κάπως πιὸ ψηλά… Πάει ἡ Πετρουλογκιτοῦ κοντὰ καὶ τῆς ψιθυρίζει:
- Τασιώ μου, κατέβασ’ τὸ φουστάνι σου!...
Κάνει νιὰ στροφὴ ἡ Τασιώ, γιὰ νὰ εἰδοῦνε κι ὅσοι δὲν εἴχανε εἰδεῖ καὶ λέει:
- Δὲ θέλω!... Μπά!...

Εἶχε δώσει Λιὰς νιὰ γίδα στὸ Λοῦλο ἀπὸ τὸν Ἄκοβο γιὰ νὰν τὴ σφάξει. Πῆγε, πῆρε κρέας, τό ’βαλε στὸ σακούλι, τὸ κρέμασε κάπου καὶ κατέβηκε στὸ ὑπόγειο. Ἐκεῖ ὁ Λοῦλος εἶχε πάντα τηγανητὸ σηκώτι, γιδίσιο ἤ πρόβειο, κι ὅποιος πήγαιν’ ἔτρωγε μεζὲ τσιάμπα. Πλήρωνε μόνο τὸ κρασί.
Κάτσανε κανιὰ ὥρα, ἤτανε κι ὁ Καρκαλοκώτσιος ἐκεῖ, μόνιμος θαμώνας τοῦ Λούλου, τὰ κοπανίσανε κι ἑτοιμάστηκε νὰ φύγει ὁ Λιάς. Πάει ὁ Καρκαλοκώτσιος γλήγορα, παίρνει τὸ κρέας ἀπὸ τὸ σακούλι καὶ βάνει ἕνα μαδημένο γιδίσιο κεφάλι, ἀπὸ βραστό, τυλιγμένο σὲ παλιόχαρτα. Ἔφυγε ὁ Λιάς, πάει σπίτι.
- Τί μαγερεύεις, γυναίκα;
- Κάτι παλιολαχανάκια…
- Χύστα!
- Τώρα; Εἶναι ἕτοιμα…
- Σούειπα, μολοντοῦτο, χύστα καὶ βγάλε τὸ κρέας νὰ μαγερέψεις!
Πάει ἡ κακομοίρα ἡ Τασιώ, παίρνει τὸν τζέτζερη19 καὶ χύνει τὰ λάχανα στὸν κορύτο.20 Γυρνάει, βγάνει τὸ δέμα ἀπὸ τὸ σακούλι, τὸ ξετυλίγει, τί νὰ εἰδεῖ!…Βάνει τὶς φωνές.
- Μωρὲ χαϊμένε!...
Ἀγριεύει ὁ Λιάς, τηράει, γλέπει τὸ κάρακλο,21 ξεκινάει καὶ μνιὰ καὶ δυὸ στὸν Ἄκοβο. Πάει στοῦ Λούλου, φωνάζει…, τίποτα!. Μπαίνει στὸ μαγαζί, πουθενὰ ὁ Λοῦλος! Τηράει μπὰς καὶ βρεῖ τὸ κρέας…, τίποτα!.
 Ἁρπάζει τότε νιὰ μαχαίρα καὶ δρόμο. Ὥσπου νὰ φτάσει στὸ Λεφτίνι τὸν εἰδοποιοῦνε τηλεφωνικῶς νὰ γυρίσει τὴ μαχαίρα, ἀλλιῶς θὰ πάει ἡ ἀστυνομία. Πάλι στὸν Ἄκοβο ὁ Λιὰς γιὰ τρίτη φορά, νὰ δώσει πίσω τὴ μαχαίρα.
Ἔχασ’ ὁ ἔρμος τὸ κρέας, ἔχασε καὶ τὰ λάχανα ποὺ τά ’φαγε τὸ γουρούνι, καὶ τὰ παιδιὰ τὴ βγάλανε μὲ ξερὸ ψωμί.

________________________________________________ 
 
  1. στουμπάω=χτυπάω, κοπανίζω, τρίβω.
  2. Καρήγιαννης=τοποθεσία στὸ χωριό.
  3. «τί ἔναι»=τί εἶναι, τί συμβαίνει.
  4. «ζούπα με»=σκέπασέ με.
  5. «θὰ σὲ πιάνει σ’ ἄλλη μεριά»=θὰ ἀναστατώνεσαι, θὰ σὲ κάνει ἄνω κάτω.
  6. σπέτσες=καυτερὲς κόκκινες πιπεριές.
  7. γκασγκανέλι=γουρουνόπουλο.
  8. «ἀσταύωτη»=ἀσταύρωτη, ἀθεόφοβη.
  9. χουγιάζω=ἐκσφενδονίζω, πετάω (καὶ μεταφ. ἐπιτιμῶ).
10. μακαρούνια=τὰ χειροποίητα μακαρόνια τοῦ ἐθίμου τῆς Τυρινῆς.
11. τεψί=ταψί.
12. μισάντρα=χώρισμα μὲ σανίδες ἤ καλάμια.
13. καλαμποκάνι=καλάμι.
14. πούργι=μεγάλο καλάθι. Τὸ χρησιμοποιοῦσαν κυρίως στὸν τρύγο.
15. μοῦρες=τὰ μούρα.
16. «Μαρίνα»: τὸ ἐν λόγω ρέμα πῆρε τὸ ὄνομα ἀπὸ τὴν περίφημη Μαρίνα ποὺ  ἱστορήσαμε παραπάνω,
      γυναίκα ψηλή, γεροδεμένη καὶ δυναμική. Ὅταν ἔβρεχε  τὸ ρέμα «φούσκωνε»  καὶ γινόταν ἰδιαίτερα ὁρμητικὸ
      σὰν τὴν Μαρίνα.
17. Τὸ χωριὸ πέρα ἀπὸ τὸ ρέμα τὸ ἔλεγαν «ἡ Ὀβριακή»!!!
18. «τὰ κοπανάω»=καταναλώνω ἀρκετὴ ποσότητα οἰνοπνευματωδῶν.
19. τζέ(ν)τζερης ἤ τέ(ν)τζερης = χάλκινο δοχεῖο μαγειρέματος.
20. κορύτος=βαθουλωμένος κορμὸς δέντρου ἤ λαξευμένη πέτρα ὅπου ἔτρωγαν τὰ χοιρινά.
21. κάρακλο=κρανίο, κόκκαλο.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου